†Μητροπολίτου Νικοπόλεως ΜΕΛΕΤΙΟΥ

Διάλεξη, πού δόθηκε στήν Αἴθουσα

τῆς Ἀρχαιολογικῆς Ἑταιρείας στίς 3.12.1980

ὑπό τήν αἰγίδα τοῦ Συλλόγου «Οἱ Φίλοι τοῦ Ἁγίου Ὄρους»

          Πῶς προσεγγίζω τό θέμα

          Παρακαταθήκη τῶν ἁγίων Πατέρων μας εἶναι νά μή μιλᾶμε γιά πράγματα, γιά τά ὁποῖα δέν ἔχομε προσωπική πεῖρα, γνώση καί ἐμπειρία[1]. Νά ὁμολογοῦμε μέ ταπείνωση τήν ἄγνοιά μας. Νά μή γινώμαστε διδάσκαλοι, τή στιγμή πού πρέπει νά στέκωμε στή θέση τοῦ μαθητή. Διαφορετικά τά λόγια μας δέν θά ἀπηχοῦν τήν ἀλήθεια. Θά εἶναι ἁπλῶς οἱ μάταιες συλλήψεις τῆς διανοίας μας, νοσηρές φαντασιώσεις.

          Καί ὀνομάζω τίς συλλήψεις τοῦ στοχασμοῦ νοσηρές, γιατί ὅσο πιό πολύ γίνονται πιστευτές, τόσο πιό πολύ διαστρέφουν καί ἀρρωσταίνουν τόν ἀνθρώπινο νοῦ, βυθίζοντάς τον στό ψέμα, δηλ. στήν αὐθαιρεσία εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας. Ἀπαισιώτερο, ἀπεχθέστερο καί δυσειδέστερο ἀπό ὅλα τά ψηλαφητά σκοτάδια, ὅσο καί ἄν φαίνωνται βαριά.

          Ἐνεργώντας λοιπόν σύμφωνα μέ τήν ἱερή αὐτή πατερική παρακαταθήκη, δέν θά ἔπρεπε νά πάρω γιά θέμα τῆς σημερινῆς μου ὁμιλίας «Τό μήνυμα τῆς κορυφῆς τοῦ Ἄθω», ἀφοῦ δέν ἀξιώθηκα νά ἀνεβῶ οὔτε πνευματικά, ἀλλά οὔτε καί σωματικά. Πνευματικά  δέν εἶμαι ἄξιος. Πνευματικά στόν Ἄθω ἀνεβαίνουν, ὅπως ἀνέβη στό Σινᾶ ὁ Μωϋσῆς, μόνο ἐκεῖνοι πού μέ τόν κόπο τους γίνονται «κατά Μωϋσῆν», ἀνάλογοι μέ τόν Μωϋσῆ. Ὁ ἄνθρωπος χρειάζεται πολλά γιά νά μπορέσει νά ἀνεβεῖ στήν νοητή κορυφή τοῦ Ἄθω. «Οὐ τοῦ παντός, ὦ οὖτος. Οὐ τοῦ παντός. Οὐδέ τῶν χαμαί ἐρχομένων»[2]. Ὅποιος ἀποδύεται σέ ἕνα τέτοιο τόλμημα, πρέπει νά εἶναι τουλάχιστον σάν τόν Ἀαρών ἤ τόν Ὤρ[3]. Ἄν δέν εἶναι, κάνει καλά νά κάθεται στούς πρόποδες καί νά περιμένει μέ ταπείνωση τήν φωτιστική λαλιά τῶν ἀξίων, τῶν ἀναβεβηκότων ἐκεῖ καί διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ.

          Ἐγώ προσπαθῶ νά εἶμαι μαθητής. Δέν λέγω «εἶμαι μαθητής», ἀλλά προσπαθῶ νά γίνωμαι μαθητής τῶν ἁγίων, τῶν διαβεβηκότων ἐν θεωρίᾳ, οἱ ὁποῖοι τήν «τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ δύναμιν καί παρουσίαν ἐγνώρισαν, ὄχι «ἐξακολουθήσαντες μύθοις σεσοφισμένοις, ἀλλά ἐπόπται γεννηθέντες τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος σύν αὐτῷ ὄντες»[4] σέ κάποιο ἅγιο ὄρος, πού τυχαίνει νά τό λένε εἴτε Σινᾶ, εἴτε Θαβώρ εἴτε Ἄθωνα.

          Τό παράξενο μέ ἐμένα εἶναι, ὅτι στήν κορυφή τοῦ Ἄθω δέν ἔχω ἀνέβη, ὄχι νοητά ἀλλά οὔτε καί σωματικά. Καί νοητά μέν, καταλαβαίνετε γιατί. Σωματικά δέν ἔκανα τήν ἀπόπειρα νά πάω, ἐπειδή δέν μοῦ ἀρέσει ὁ τουρισμός, καί μάλιστα ὅταν γίνεται μέ τό σεμνό μανδύα τῆς ἱεραποδημίας.

          Νοητή ἀνάβαση στήν κορυφή τοῦ Ἄθω εἶναι ἡ ἀπόκτηση τῆς δόξης τῆς θεώσεως πού εἶναι ὁ δύσκολος ἀλλά δυνατός καί ὑπερπόθητος δρόμος τῆς Ὀρθοδοξίας.

          Ἡ σωματική ἀνάβαση στίς ἡμέρες μας εἶναι ἕνα φαινόμενο καθολικό. Τέλεια μάλιστα «καθολικό». Τέλεια καθολικό, ἀφοῦ καί ἡ καθολική θεολογία, ἀλλάζοντας συνεχῶς τοποθετήσεις δέ διάφορα θέματα, εἶχε τήν ἀτυχία νά τήν καταντήσουν τουριστική[5].

          Μερικοί ἄλλοι, μή μπορώντας νά ἀνεβοῦν ὀρθόδοξα, τό ρίχνουν στήν διαμαρτύρηση καί λένε. Δέν βαριέσαι; Καί τί νά πάω νά κάμω.

          Βέβαια ἡ καταφρόνηση εἶναι πάντοτε πολύ εὔκολη. Ἀλλά δέν ὠφελεῖ σέ τίποτε. Μόνο βλάπτει.

          Ἀπ᾿ τούς τρεῖς τρόπους, ὁ πρῶτος δέν μοῦ πάει. Τόν δεύτερο δέν τό θέλω. Ἔτσι δέν μοῦ ἀπέμενε παρά νά καταντήσω ἕνας ἰδιότυπος διαμαρτυρόμενος. Ἕνας διαμαρτυρόμενος ὄχι ἐνάντια στήν Ὀρθόδοξη παράδοση, ἀλλά ἐνάντια στήν ἀνικανότητά μου νά οὐσιώσω τά παραγγέλματά της, νά οὐσιώσω στόν ἑαυτό μου τήν Ὀρθοδοξία. «Ἐπιστρέφω λοιπόν ἐπί τό ἴδιον ἐξέραμα»[6]. Καί προσεγγίζω στήν κορυφή τοῦ Ἄθω, στοχαστικά, ἀλλά ὄχι ἀπόλυτα στοχαστικά. Προσεγγίζω μέ τήν ἐλπίδα καί τήν πρός τόν Κύριο ἱκεσία, ὅτι ἡ σύμφυτη μου νοσταλγία τοῦ χαμένου Παραδείσου τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας τῶν ἁγίων, ἀποτελεῖ κάποια νοητή χωριστική γραμμή μεταξύ τοῦ στοχασμοῦ τῶν δυτικῶν, καί τοῦ δικοῦ μου πόθου νά κατωρθώσωμε τελικά νά ὑπερνικήσωμε τόν ξενόφερτο καί ξενόπρεπο τρόπο σκέψης καί ζωῆς, πού ἔχομε ἀποκτήσει, καί νά ἑνωθοῦμε ὀργανικά στόν ἅγιο κορμό τῆς ἐν Χριστῷ διδασκαλίας καί ζωῆς τῶν ἁγίων μας πατέρων. Ἀλλά αὐτά τά δύο πραγματώνονται στό ἅγιο Ὄρος. Καί στό Ἅγιο Ὄρος ἡ διδασκαλία τῶν πατέρων εἶναι ἡ μοναδική κοσμοθεωρία, καί ἡ ζωή τῶν πατέρων ὁ μόνος στόχος.

          Ἀλλ᾿ εἶναι καιρός πιά νά τραβήξωμε γιά τό ἅγιο Ὄρος. Ὄχι βέβαια γιά νά ἀπολαύσωμε τή χάρη καί ὀμορφιά πού ἔχουν οἰ πλαγιές του, τά βουνά του, τά δάση του. Κάτι περισσότερο.

          Θυμᾶμαι κάθε φορά πού πηγαίνω στό Ὄρος, ἀντιμεπίζω πάντοτε τό ἴδιο παράξενο φαινόμενο. Ὅλοι οἱ ἐπιβάτες τοῦ μικροῦ πλοίου βγαίνουν στό κατάστρωμα. Καί κυττάζουν ἀχόρταγα τόν Ἄθωνα. Τί βλέπουν; Μιά σκιά. Μιά σκιά μέ μιά ἤρεμη ἀλλά καί ἄγρια ὑποβλητική φυσική ὀμορφιά καί μεγαλοπρέπεια. Γιά μιά στιγμή ἄκουσα ἀπό κάποιον τά λόγια ἑνός ποιητή:

          Κρυσταλλωμένε Ἄθωνα, μέ θάμβος σέ κυττάζω,

          καί βλέπων σε, τήν δεξιά τοῦ Πλάστου σου δοξάζω[7].

Α΄

Ὁ Ἄθως καί τό μυστήριο τῶν Μοναχῶν

          1. Ὁ Ἄθως

          Ὁ Ἄθως εἶναι ἕνα βουνό, ὅπως ὅλα τά ἄλλα. Μέ πέτρες, βράχους, χαράδρες, ποτάμια, πηγές, δάση, καί - φυσικά - ἀγρί­μια. Ὅπως ὅλα τά βουνά. Παράλληλα εἶναι μιά χερσόνησος, πού συνεχῶς τήν βρέχει μιά θάλασσα πολυκύμαντη, συνεχῶς φουρτουνιασμένη.

          Ἀπό τή φυσική του πλευρά ὁ Ἄθως εἶναι μεγαλεῖο μόνο γιά κάποιο ὀνειροπόλο ποιητή. Στήν οὐσία, ὁ Ἄθως ἐξωτερικά εἶναι μιά ἀθλιότης. Γιά τόν ρεαλιστή ἄνθρωπο εἶναι σκέτη ἀθλιότης. Γιατί εἶναι ἄγριος, ἄγονος, ἀκατάλληλος γιά καλλιέργεια. Ἔχει τρομερή ὑγρασία, πού τσακίζει. Χειμώνα καί καλοκαίρι. Καί γι᾿ αὐτό ποτέ δέν βρέθηκαν ἄνθρωποι νά κατοικήσουν ἐκεῖ. Ποτέ δέν εἶχε ἡ χερσόνησος περισότερο ἀπό ἕνα μικρό χωριουδάκι[8]. Ἀκόμη καί τά ἄγρια θηρία, τά πιό πολλά, τήν ἀπέφευγαν.

          Μέ ἄλλα λόγια ὁ Ἄθως δέν εἶναι κατάλληλος γιά ἀνθρώπους, πού θέλουν «νά ζήσουν». Κάνει μόνο γιά κείνους πού τό ἔχουν πάρει ἀπόφαση νά ὑποφέρουν. Ἡ φύση του εἶναι τόσο ἄγρια, πού μόνο ἄνδρες μέ μεγάλη ψυχική λεβεντιά μποροῦν νά τήν ἀντέξουν.

          Στόν τόπο αὐτό οἱ μοναχοί ἐπῆγαν καί ἐγκαταστάθηκαν πολύ ἐνωρίς. Καί ἦταν γι᾿ αὐτούς ὅ,τι ἔπρεπε. Καί ἔτσι, σιγά-σιγά ἐγέμισε μοναστήρια, κελλιά, καλύβες, ἀρσανάδες, καλογέρους, ἐκκλησιές, καμπάνες, εἰκόνες, βιβιλιοθῆκες, βιβλία, προσκυνητάρια, ψαλμωδίες, λιβάνια, θυμιάματα. Καί σήμερα εἶναι μιά ὁλόκληρη πολιτεία. Μέ ἕνα ἐντελῶς δικό της τρόπο ζωῆς. Μέ ἕνα ἐντελῶς δικό της πολιτισμό, ὑλικό καί πνευματικό.

          Μῆνες ὁλόκληρους, χρόνια, δεκαετίες νά ἐργάζωνται ἐκεῖ συνεργεῖα ἐρευνητῶν, δέν πρόκειται νά ἐξαντλήσουν τόν ἀνεξάντλητο ἐκεῖνο πλοῦτο, πού ἔχει κάμει τό ἅγιο Ὄρος νά θεωρεῖται τό μεγαλύτερο στόν κόσμο Μουσεῖο Βυζαντινῶν Ἀρχαιοτήτων. Κάθε τόσο βγαίνει καί ἕνα βιβλίο. Καί ὁ κόσμος μένει πάντοτε ἔκθαμβος. Π.χ. «Θησαυροί τοῦ Ἁγίου Ὄρους»[9].

          Καί λοιπόν; Λοιπόν ἀλλοίμονο, ἄν δέν πᾶμε λίγο παραπέρα! Ἀλλοίμονο, ἄν μείνωμε σ᾿ αὐτά.

          2. Ὁ ἅγιος Αὐγουστῖνος μᾶς συμβουλεύει

          Ὁ μέγας καί ἱερός Αὐγουστῖνος στό Βιβλίο του «Ὁμιλίες στό κατά Ἰωάννην ἅγιο Εὐαγγέλιο», γράφει:

          «Ὅλα τά ὄντα δέν εἶναι πάντοτε τό ἴδιο ἁπλᾶ. Χωρίς ἄλλο νόημα. Ὑπάρχουν καί μερικά, στά ὁποῖα τό ὁρατό τους διε­γείρει τό νοῦ, καί τό προσιτό στίς αἰσθήσεις τή νόησή μας. Ἔτσι μέσα ἀπό τά ὁρατά μποροῦμε νά βλέπουμε τόν ἀόρατο Θεό.

          »Στά ἔργα τοῦ Χριστοῦ δέν ἀρκεῖ νά θεωροῦμε μόνο ἐκεῖνο πού φαίνεται, τό προσιτό στίς αἰσθήσεις. Πρέπει νά ἀνοίγωμε μέ αὐτά διάλογο. Νά τά ἐρωτᾶμε. Τί θέλετε νά μᾶς εἰπῆτε; Γιατί, ἄν τά κατανοήσωμε, ἔχουν τή δική τους γλῶσσα. Γιατί, ὅπως ὁ Χριστός εἶναι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἔτσι καί κάθε ἔργο τοῦ Λόγου, ἔχει νά μᾶς εἰπῆ κι αὐτό ἕνα λόγο. Ἄς μή περιοριζώμεθα σέ μιά ἐξωτερική, ἐπιφανειακή, ἐπιπόλαια ἀνάγνωση! Ἄς προσπαθοῦμε νά εἰσδύωμε σέ ὅλο τό βάθος. Γιατί κρύβει μέσα του κάτι πού, ἄν τό βγάλωμε ἔξω, θά μᾶς κάνει νά μείνωμε κυριολεκτικά κατάπληκτοι. Μέ τήν πρώτη πρόχειρη ματιά μας, βλέπομε κάτι τό μεγάλο, κάτι τό θαυμαστό, κάτι τό ὄντως θεῖο.

»Ὅμως, ὅπως δέν θά ἦταν ποτέ σωστό γιά μᾶς νά κυττάζωμε σέ ἕνα παλαιό χειρόγραφο μόνο τά γράμματα, ἄν εἶναι ὡραῖα, καί νά περιοριστοῦμε νά φλυαροῦμε γιά τήν μεγάλη τέχνη τοῦ καλλιγράφου, χωρίς νά ἐπιχειρήσωμε νά ἰδοῦμε τί ἔχει νά εἰπῆ σέ μᾶς τό βιβλίο, ἔτσι καί τό ὁποιοδήποτε πρᾶγμα, ὅποιος ἁπλῶς καί μόνο τό κυττάζει, περιορίζεται στό νά τό θαυμάζη καί νά χαίρεται τήν ἐξωτερική του ὀμορφιά. Ἐκεῖνος πού θέλει νά κατανοήση τό βιβλίο, τό διαβάζει. Γιατί ἄλλο εἶναι ἡ θέα μιᾶς σελίδας βιβλίου, καί ἄλλο τό διάβασμά της. Κυττάζοντας μιά σελίδα, μπορεῖ νά τή θαυμάζεις, ἀλλά δέν σοῦ λέει τίποτε. Γιά νά σοῦ εἰπῆ, πρέπει νά τή διαβάσης. Καί μόνον ὅταν ἐπιχειρήσης νά τή διαβάσης, θά μπορέσεις νά εἰπῆς, πρῶτα ἄν βγάζεις τά γράμματα, καί μετά, ἄν μπορεῖς καί μπαίνεις στό νόημα. Γιατί ἄλλο πρᾶγμα εἶναι νά σέ ρωτάει κανείς, «βλέπεις;» ἄλλο «γινώσκεις;», ἄλλο «ἀναγινώσκεις;» καί ἄλλο «ἆραγε γινώσκεις, ἅ ἀναγινώσκεις;» Ὅλοι βλέπουν. Ἀλλά μέ ἄλλα μάτια ὁ ἕνας, μέ ἄλλα ὁ ἄλλος, καί μέ ἄλλα ὁ τρίτος. Τά στοιχεῖα ὅλοι τά βλέπομε ἐξ ἴσου. Ἕνας ἁπλῶς τά κυττάζει καί τοῦ ἀρέσουν. Ἄλλος καί τά βλέπει καί τοῦ ἀρέσουν, ἀλλά καί τά διαβάζει καί τά ἐννοεῖ.

»Ἄς προσπαθοῦμε συνεπῶς, ὄχι μόνο νά κυττάζωμε καί νά θαυμάζωμε τό μυστικό πνευματικό μεγαλεῖο, πού ἔχομε μπροστά μας, ἀλλά καί νά τό διαβάζωμε καί νά τό κατανοοῦμε»[10].

          Τότε δέν τέρπεται μόνο ἡ ὅραση καί τό αἴσθημα, ἀλλά καί φωτίζεται τοῦ ἀνθρώπου ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά.

          Νά λοιπόν τό ἐρώτημα: Βλέπομε καί θαυμάζομε! Διαβάζομε καί κατανοοῦμε; ἤ ἁπλῶς ἀγαλλιώμεθα πρός ὥραν σαρκικά, σωματικά, συναισθηματικά, στεῖρα;

          3. Τό μυστήριο τῶν μοναχῶν

          Ἀντί λοιπόν νά ἐρευνᾶμε τά ἔργα τῶν μοναχῶν, καλλίτερα εἶναι νά προσπαθήσωμε νά μποῦμε στό μυστήριο τῆς ζωῆς τῶν μοναχῶν, πού εἶναι καί ἡ γενεσιουργός αἰτία τῶν ἔργων τους.

          Τί εἶναι ὁ μοναχός; Ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός ἀπαντᾶ: Μοναχός δέν εἶναι ἐκεῖνος, πού δέν ξέρει ἤ δέν μπορεῖ νά ζήση στόν κόσμο. Δέν εἶναι ἐκεῖνος, πού δέν ἀπολαμβάνει τόν κόσμο καί τίς ἡδονές του, ἐπειδή τόν εὐνούχισαν ἄνθρωποι, καί ἔτσι τόν κατέστησαν ἀνίκανο γιά σέξ καί γλέντι. Δέν εἶναι ἐκεῖνος, πού ἐγεννήθη ψυχρός καί ἀνίκανος γιά σέξ.

Μοναχός εἶναι ἐκεῖνος, πού μόνος του ἀποκόπτει τόν ἑαυτό του ἀπό τέτοιες ἐπιθυμίες γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐπειδή ὁ ἴδιος τό θέλει. Καί τό κάνει μόνο γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Ματθ. 19, 9-12).

Ἀπό μερικούς ἐκφράζεται ἡ ἄποψη, πώς ἡ πορεία τοῦ ἀνθρώπου καθορίζεται ἀπό ὡρισμένες ψυχοσωματικές προϋποθέσεις. Σύμφωνα μέ αὐτήν, οἱ ἄνθρωποι διακρίνονται: σ᾿ ἐκείνους πού «ἔχουν» ἔντονη συξουαλικότητα καί «δέν μποροῦν» νά γίνουν μοναχοί· καί ἄν γίνουν θά ἀποτύχουν!· καί σ᾿ ἐκείνους, πού εἶναι ψυχροί σεξουαλικά, καί συνεπῶς «ἀπό φυσικοῦ» τους «πλασμένοι» γιά καλόγεροι! Οἱ ἀπόψεις αὐτές, ἀτυχῶς ἀποδεκτές ἀπό πολλούς - ἀκόμη καί θεολόγους καί πνευματικούς πατέρες - εἶναι ἐντελῶς ἀπαράδεκτες ἀπό ὀρθοδόξου πλευρᾶς.

Οἱ ἅγιοι πατέρες τίς θεωροῦν ὄχι ἁπλῶς γελοῖες, ἀλλά δαιμονικές. Γιά τή στήριξη τῆς ἀπόψεως αὐτῆς μᾶς παραπέμπουν στό χωρίο Ματθ. 19, 9-12, τό ὁποῖο ὅμως διαστρέφουν καί παρερμηνεύουν φοβερά. Ὀρθή ἑρμηνεία μᾶς δίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος καί ἐρμηνεύοντας ἀκριβῶς αὐτό τό χωρίο, λέγει ἐν συντομίᾳ τά ἑξῆς:

Τά λόγια τοῦ Κυρίου μας, «ὅς ἄν ἀπολύσῃ τήν γυναίκα αὐτοῦ καί γαμήσῃ ἄλλην, μοιχᾶται», οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι ἀσφαλῶς τά κατάλαβαν καλά. Ἄν δέν τά εἶχαν καταλάβει σωστά, ὁ Κύριος δέν θά τούς ἄφηνε στήν πλάνη. Θά τούς διώρθωνε.

Ἔτσι, ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος συλλογιζόμενος πολύ σωστά μέ ἀφορμή καί βάση τά λόγια τοῦ Κυρίου ἐσκέφθη ὅτι στόν ἄνδρα πού θά τύχη γυναίκα, πού δέν θά μοιχεύει μέν, ἀλλά καί δέν θά διαφέρει ἀπό ἄγριο θηρίο στή συμπεριφορά της, «οὐ συμφέρει γαμῆσαι». Μέ ἄλλα λόγια ὁ ἅγιος ἀπόστολος Πέτρος εὑρῆκε, πώς εἶναι πιό ἐλαφρό καί πιό ἄνετο, νά ἔχει κανείς νά ἀντιμάχεται τίς ἐπιθυμίες τῆς ἀνδρικῆς του φύσεως, παρά νά ἔχει νά κάμει μέ μιά γυναίκα ὄχι καλή. Εἶναι δηλαδή προτιμότερη ἡ ἐγκράτεια μέ ὅλα βέβαια τά «δυσάρεστά» της, ἀπό ἕνα γάμο μέ τά δυνατά «κακά» του.

Στήν ρεαλιστική αὐτή παρατήρηση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, πού ἔδειχνε, πόσο γιά τήν ἀντίληψή του ἡ καταστολή τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν ἦταν πρᾶγμα δύσκολο καί ὄχι εὐχάριστο, ὁ Κύριος μᾶς ἀντιπαρατήρησε: «Οὐ πάντες χωροῦσι τόν λόγον τοῦτον», ἀλλά μόνον ἐκεῖνοι «οἷς δέδοται». Μέ τά λόγια αὐτά ὁ Χριστός δείχνει, ὅτι ἡ παρθενία, εἶναι κάτι τό ἀντικειμενικά καλό, κάτι τό πολύ μεγάλο. «Βλέπετε; Οἱ ἄνθρωποι», μᾶς λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης, «παραδέχονται, πώς ἡ παρθενία εἶναι κάτι τό -συγκριτικά μέ τόν κακό γάμο- ἐλαφρότερο καί ἀνετώτερο. Ἀντίθετα, ὁ Χριστός μᾶς λέγει, πώς ἡ παρθενία εἶναι κάτι τό ἀντικειμενικά καί καθ᾿ ἑαυτό μεγάλο καί ὑψηλό».

Καί συμπεραίνει ὁ ἅγιος Ἰωάννης: «Εἴτε στή σκέψη τοῦ Πέτρου σταθεῖς, εἴτε τήν ξεπεράσεις καί μπορέσεις καί ἀνεβεῖς σ᾿ ἐκεῖνο, πού ἐδίδαξε ὁ Χριστός, τό ἅγιο Εὐαγγέλιο καί μέ τά δύο σέ σπρώχνει νά καταλάβεις, ὅτι ἡ παρθενία εἶναι τρόπος ζωῆς πού συμφέρει ἀπό κάθε πλευρά».

Ἐπειδή ὅμως ἡ ἐγκράτεια εἶναι πάντοτε δυσάρεστη στούς φιλόσαρκους καί συνήθως τήν θεωροῦν σάν βάρος ἀβάσταχτο, ὁ Κύριός μας ἔκαμε γιά τούς ἁγίους Του ἀποστόλους καί γιά μᾶς τούς ἑξῆς συλλογισμούς-ἐρωτήματα:

Γιατί ἡ παρθενία σοῦ φαίνεται βαρειά; Γιατί δέν θέλεις νά χάσεις τήν ἡδονή πού σοῦ προσφέρει τό σέξ! Σέ ἐρωτῶ λοιπόν: Ἄν ἤσουν ἐκ γενετῆς ἀνίκανος γιά σέξ, ἤ μέ εὐνουχισμό σέ εἶχαν καταντήσει ἀνίκανο γιά σέξ, τί θά ἔκανες; Θά εἶχες ἡδονές; Ὄχι. Ἀσφαλῶς ὄχι. Ὁπωσδήποτε ὄχι. Θά εἶχες καμμιά ὠφέλεια ἀπό τή στέρησή τους; Ὄχι. Καμμιά. Ζημία θά εἶχες; Ἴσως ναί. Ἴσως καί μεγάλη.

Ἀπό τήν παρθενία, δηλ. τήν ἑκούσια ἐγκράτεια, ἔχει κανείς μισθό; Ναί, ἄν ζεῖ ἐν παρθενίᾳ γιά τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε μόνο ἔχει μισθό. Ἄν τό κάνει γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ. Γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Τότε μόνο ἔχει μισθό. Εἶναι δυνατό νά κάνει κανείς κάτι γιά τό Θεό καί νά μείνει χωρίς μισθό; Ὄχι. Ἀντίθετα. Ὅσο πιό μεγάλο εἶναι αὐτό πού κάνει κανείς, ὅσο πιό αἰσθητός ὁ κόπος, ὅσο πιό δυσκολοαποφάσιστος ὁ ἀγώνας, τόσο πιό πολύ ἀξία καί μισθό ἔχει. Ἐπειδή γίνεται γιά τό Θεό. Ὅ,τιδήποτε γίνεται γιά τό Θεό, ἔχει μισθό. Καί γι᾿ αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει πνεῦμα Θεοῦ, ὅπως εὐχαριστεῖ τόν Κύριο, πού τόν ἀξιώνει νά ὑποφέρει γι᾿ Αὐτόν, ἔτσι Τόν εὐχαριστεῖ καί πού τοῦ δίνει τή δυνατότητα ὅλη νά κάμει τή ζωή του ἀγώνα δόξας καί τιμῆς τοῦ Θεοῦ μέ τό ἀγώνισμα τῆς παρθενίας, μέ τήν σεμνή καί ἐγκρατῆ του ζωή.

Μεγάλο χάρισμα εἶναι ἡ ἁγνότητα, ἐγκράτεια ἤ παρθενία. Καί μή φοβεῖσαι. Ἡ παρθενία δέν εἶναι βάρος ἀβάσταχτο. Εἶναι πολύ ἐλαφρότερη ἀπό ὅ,τι φαντάζεσαι. Ἀρκεῖ νά κάμεις μιά σοβαρή προσπάθεια καί θά τό καταλάβεις. Γιατί, ἄν δέν τό καταλάβεις αὐτό, ἀκόμη καί ἄν αὐτοευνουχισθεῖς σωματικά, οὔτε παρθενία θά ἀποκτήσεις, οὔτε ἀπό τήν τυραννία τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν θά ἀπαλλαγεῖς ποτέ! Καί οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες δέν προκαλοῦνται τόσο ἀπό τή λειτουργία τῶν γεννητικῶν ὀργάνων, ὅσο ἀπό τό ἄν ἡ ἐσωτερική σου τοποθέτηση καί πεποίθηση σέ τελική ἀνάλυση σοῦ λέγει, ὅτι ἡ ζωή σου καταξιώνεται καί γίνεται ὄμορφη μέ τήν ἀναζήτηση καί ἀπόκτηση τῆς σεξουαλικῆς ἡδονῆς!

Ἔ, λοιπόν, μόνο ἄν χαλιναγωγήσεις τό λογισμό σου, μόνο ἄν ἀποκτήσεις σωστή τοποθέτηση στό θέμα αὐτό, καταστέλλονται καί κατασιγάζουν τά ἄγρια κύματα τοῦ σέξ. Μόνο τότε γίνεται γαλήνη. Καί δέν ὑπάρχει πιό δαιμονική ἀντίληψη ἀπό τήν ἄποψη ὅτι ἡ σεξουαλικότητα  ἐξαρτᾶται ἀπό τίς ψυχοσωματικές προϋποθέσεις τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ κάθε ἀνθρώπου χωριστά. Ἡ ἀντιληψη αὐτή ἀποτελεῖ κατασυκοφάντηση τοῦ ἔργου Θεοῦ. Καί ὁδηγεῖ στό νά θεωροῦν αἰτία κάθε κακοῦ, ὄχι τήν ἔλλειψη πόθου ἀποκτήσεως τῶν ἀρετῶν, ἀλλά τίς σωματικές καταστάσεις καί προυποθέσεις!

Μέ αὐτό τό σκεπτικό, οἱ πιό πολλοί καταλήγουν στήν ἄποψη, ὅτι δέν εἶναι ἔνοχοι γιά τίς πράξεις τους, ἀφοῦ δέν καθορίζονται ἀπό τήν ἰδική τους καλή ἤ κακή θέληση, ἀλλά ἀποτελοῦν γι᾿ αὐτούς μιά ὑποχρεωτική κατάσταση, μιά νομοτέλεια, πού τούς ὁδηγεῖ στό συμπέρασμα, πώς μποροῦν νά ἁμαρτάνουν χωρίς νά ἀφήνουν τόν ἑαυτό τους νά αἰσθάνεται ἔλεγχο συνειδήσεως («ἀδεῶς»)!

Καί ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού δίνει τέτοιες κατευθύνσεις; Ποιός ἐμβάλλει στούς ἀνθρώπους τέτοιες σκέψεις; Ποιός ἄλλος; «Ταῦτα ὁ διάβολος ἐνομοθέτησε», μᾶς κρούει τόν κώδωνα τοῦ κινδύνου ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.

Καί γιατί; Μά θέλει καί ἐρώτημα; Γιά νά μᾶς καταφέρει νά παραδεχθοῦμε, ὅτι τό σέξ δέν εἶναι πρόβλημα ἠθικό, ἀλλά μιά ἀναγκαιότητα μέσα στή φύση μας. Ἡ σεξουαλικότητα δέν ἐξαρτᾶται τόσο ἀπό τό σῶμα, ὅσο ἀπό τό φρόνημα, δηλ. ἀπό τή βασική τοποθέτηση τοῦ ἀνθρώπου γιά τή ζωή. Ὅσο πιό πολύ τή βλέπει σάν εὐκαιρία γιά ἡδονή, μέ πρίσμα φιλόκοσμο καί φιλήδονο, τόσο πιό πολύ ὁδηγεῖται σέ σεξουαλική ὑπερλειτουργία. Καί, ὅταν παίρνει διαφορετική τοποθέτηση, τότε καί οἱ λογισμοί του καί ὁ νοῦς του εἶναι πιό καθαροί ἀπό τέτοιες εἰκόνες, καί δέν βλάπτεται ἀπό τίς φυσικές κινήσεις τῶν μελῶν του. Γιατί μέ τίς προϋποθέσεις αὐτές ἔχει τή δυνατότητα νά κρατιέται κριτής καί ἐλεγκτής τῶν κινήσεων αὐτῶν τοῦ σώματός του καί νά μή γίνεται δοῦλος τους.

Ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό ὁ Κύριος μίλησε γιά εὐνούχους – ἄθελά τους εὐνούχους, γιά νά μᾶς τονίσει, ὅτι ἀξία ἔχει νά γίνεται κανείς εὐνοῦχος ὄχι ἄθελά του, ἀλλά γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Προσοχή λοιπόν. Ἡ ἐγκράτεια καί παρθενία εἶναι κάτι τό πολύ σπουδαῖο καί ὑψηλό, ἀλλά εἶναι καί δύσκολη. Γι᾿ αὐτό, γιά νά τήν ἀντέξει κανείς, πρέπει νά χαλυβδώσει τή θέλησή του. Νά τήν κάνει δυνατή. Μέ θέληση τρεμουλιαστή ἤ ἀδύνατη μή προχωρεῖς σ᾿ αὐτό τό ἀγώνισμα!

Ἐπιτρέπεται νά τό λέει ἄνθρωπος εἴτε σέ ἄλλον εἴτε στόν ἑαυτό του, ὅτι δέν τόν κυβερνάει ἡ λογική, ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ καί ἡ θέλησή του, ἀλλά οἱ σαρκικές ἐπιθυμίες του;

Ὁ Κύριος εἶπε: «Ὁ δυνάμενος χωρεῖν, χωρείτω». Ποῖος ὅμως εἶναι ὁ δυνάμενος; Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ἀπαντᾶ κατηγορηματικά: «ὁ βουλόμενος». Ναί, ὁ Κύριος δέν εἶπε:  «Στήν παρθενική ζωή νά προχωρήσει ὁ σεξουαλικά ἀνίκανος». Ἀντίθετα μᾶς τονίζει ὅτι πρέπει νά προχωρεῖ «ὁ δυνάμενος»· ὁ ἱκανός· ὁ σεξουαλικά ἐν τάξει· ἐκεῖνος πού γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόκτησή της παίρνει τήν ἀπόφαση νά τά θυσιάσει ὅλα, ἀκόμη καί τίς δυνατότητες πού ἔχει νά ἀπολαύσει τήν ἡδονή τοῦ σέξ ἀναμάρτητα μέ τόν τίμιο γάμο!

Γιατί ὅμως ὁ Κύριος ὑπέδειξε σάν ἕνα ἀγώνισμα καί τήν ἁγνότητα καί παρθενία; Ἐπειδή θέλει, γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ νά ἐξαντλήσωμε ὅλα τά περιθώρια τῆς ἀγωνιστικότητάς μας, καί νά ἀξιωθοῦμε νά κάμωμε «καρπόν ἑκατονταπλασίονα»!

Καί γιατί εἶπε τό «οἷς δέδοται»; Γιά νά μᾶς δείξει, ὅτι ἡ παρθενική ζωή εἶναι ἕνα πρωτάθλημα. Ἤ μᾶλλον γιά νά μᾶς κάνει νά καταλάβωμε, ὅτι στήν τέλεια μορφή της ἡ ἁγνότητα δέν εἶναι ἁπλῶς τό πρωτάθλημα, ἀλλά τό «κύπελλο τοῦ πρωταθλήματος», ἀπόκτημα ἐπάξιο, καί ὄχι δωρεά. Γι᾿ αὐτό δίδεται μόνο σ᾿ ἐκείνους πού τό ἐπιδιώκουν καί τό ἀξίζουν: «Τοῖς βουλομένοις».

Καί γιατί εἶπε ὁ Κύριος, ὅτι «δέδοται»; Γιά νά μᾶς δείξει, ὅτι ἐκεῖνος πού θέλει καί ἀγωνίζεται, ὁπωσδήποτε θά ἔχει πλούσια τή θεία βοήθεια. Καί θά ἐπιτύχει. Καί θά νικήσει. Καί θά ξεπεράσει κατά πολύ τίς δυνάμεις του. Καί θά πάρει τό βραβεῖο. Τό στέφανο τῆς ἁγνότητας καί τῆς ἐγκράτειας, ἴσως στήν ὑπέρτατή του μορφή, πού εἶναι κάτι τό ἐπάνω ἀπό τά περιθώρια τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Δηλ. ἕνα χάρισμα τοῦ Θεοῦ, μιά δωρεά τοῦ ἁγίου Πνεύματος!

Καί μή ξεχνᾶμε, πώς σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία ὅλα τά χαρίσματα τοῦ ἁγίου Πνεύματος δίδονται μόνο σ᾿ ἐκείνους πού εἶναι ἄξιοι νά τά λάβουν. Καί τέτοιοι εἶναι μόνο ἐκεῖνοι πού τά ἐπιδιώκουν καί ἀγωνίζονται γιά τήν ἀπόκτησή τους.

*    *    *

          Τέτοιος ἀγωνιστής λοιπόν εἶναι καί ὁ μοναχός. Μοναχός εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πού παίρνει στά σοβαρά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Καί τήν ἀπόκτησή της. Καί λέγω «στά σοβαρά», γιατί οἱ πιό πολλοί τήν θέλουν μέν νά τήν ἀποκτήσουν, ἤ μᾶλλον λένε πώς θέλουν νά τήν ἀποκτήσουν, ἀλλά συνεχῶς ζοῦν σάν νά τήν παίζουν «κορώνα-γράμματα». Αὐτή τήν ἐντύπωση δίνουν, ἀφοῦ ἐλάχιστα κάνουν συνειδητά, μόνο καί μόνο γιά τήν ἀπόκτησή της.

          Ὁ μοναχός εἶναι ἕνας ἄνθρωπος, πού θέλει νά πάει στόν παράδεισο. Καί ὄχι ἁπλῶς νά πάει. Ἀλλά νά πάει κατά τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεός ἔχει βέβαια ἔλεος ἄπειρο. Τόσο, ὥστε σώζει καί τό ληστή, καί τόν τελώνη καί τήν πόρνη. Ὅμως ὁ Θεός ζητεῖ τήν τελειότητα. Ζητεῖ νά Τόν ἀγαπᾶμε ἐξ ὅλης ψυχῆς, ἐξ ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης ἰσχύος, ἐξ ὅλης τῆς δυνάμεώς μας. Ζητεῖ νά τοῦ προσφέρωμε καρπό ἔργων, εἰ δυνατόν ἑκατονταπλασίονα. Καί ζητεῖ νά ζοῦμε γιά τή δόξα Του. «Ἐν τούτῳ, λέγει ὁ Χριστός, ἐδοξάσθη ὁ Πατήρ, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν φέρητε, καί ὁ καρπός ὑμῶν μένη»[11].

          Ὁ μοναχός θέλει στή γῆ νά κάμη γιά τήν ψυχή του, καί γιά τό Θεό, ὅ,τι περισσότερο μπορεῖ. Ὄχι ὅ,τι λιγώτερο, ὅπως προσπαθοῦν συνήθως «νά ξεμπλέξουν» οἱ κοσμικοί. Αὐτά ὅμως δέν εἶναι καί τόσο εὔκολα πράγματα. Μόνο τό πρῶτο βῆμα νά κάνει κανείς, τήν ἀποταγή, χρειάζεται τέτοιος ἡρωϊσμός καί τέτοια δύναμη θυσίας, πού ἀκόμη καί ἄνθρωποι μέ βαθύ τόν πόθο τῆς τελειότητος, διστάζουν νά τό κάμουν. Καί θυμηθῆτε τόν πλούσιο νεανίσκο[12] τοῦ εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό ἡ ἀποταγή εἶναι ἕνα τεραστίας σημασίας πνευματικό δρασκέλισμα. Καί τό κάνει κανείς, μόνο ὅταν παύσει νά σκέπτεται λογικά, καί ἀρχίσει νά σκέπτεται «θεολογικά».

          Καί ἀφοῦ ὅμως ὁ μοναχός τό κάμει αὐτό τό δρασκέλισμα, δέν τά εὑρίσκει ὅλα ρόδινα. Κόσμος καί σατανᾶς τόν πολεμοῦν σκληρά. Ἀνελέητα. Ἀνειρήνευτα. Ἀνυποχώρητα. Μέ τό διπλό ἐγωκεντρισμό: τῆς σαρκός καί τοῦ πνεύματος. Καί ἐπειδή «πᾶσα ἡ δύναμις τοῦ ἐχθροῦ ἐπ᾿ ὀμφαλοῦ γαστρός»[13], ἡ κάθαρση γιά τόν μοναχό, καί γιά κάθε ἄνθρωπο, ἀρχίζει μέ τόν ἀγῶνα καί τή νίκη κατά τῶν σαρκικῶν ἐπιθυμιῶν. Χωρίς ἄμυνα στό θέμα αὐτό, χωρίς ἀγῶνα γιά κάθαρση ἀπό τά σαρκικά πάθη, ὁ ἄνθρωπος δέν ἔχει ἀκόμη κάνει οὔτε ἕνα βῆμα στήν ἄμυνά του κατά τοῦ διαβόλου. Ὁ ἐγωκεντρισμός τοῦ πνεύματος μᾶς κάνει νά νομίζωμε, πῶς ἡ δική μας γνώμη εἶναι ἡ πιό καλή τοῦ κόσμου. Πώς δέν ἔχομε ἀνάγκη ἀπό γνώμη καί συμβουλές. Νικιέται μέ τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή σέ Γέροντα. Μέ τήν κοπή τοῦ θελήματος. Καί στά δύο σημεῖα ὁ μοναχός νικάει ἀγωνιζόμενος ἐναντίον τῶν παθῶν. Καί ἀγωνίζεται μέ τούς χειρότερους ὅρους. «Μή θελούσης τῆς καρδίας». Καί αὐτό εἶναι κάτι τό κυριολεκτικά τραγικό. Ἀλλά καί ἐδῶ εἶναι ὅλο τό μεγαλεῖο τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Γιατί «ὁ μοναχός βία ἐστί φύσεως διηνεκής»[14].

Θά ἦταν παράλειψη νά μή ἀνεφέραμε, μέχρι ποῦ ἔφθανε ἡ βία τῶν ὁσίων κατά τῆς φύσεως, γιά νά «σπάζη» μέσα τους τό πνεῦμα τῆς φιληδονίας καί νά σβήσει ἡ ἔστω καί ἐλάχιστη ἀνθυμίαση τῶν παθῶν. Μέ τό πνεῦμα αὐτό, καί στήν ἐπιδίωξή του νά καταδαμάσει τόν ἐγωκεντρισμό τῆς σαρκός καί τοῦ πνεύματος ὁ ὅσιος Ἀκάκιος ὁ Καυσοκαλυβίτης ἔτρωγε τριμμένο ξερό χορτάρι ἀνακατεμένο μέ τριμμένο μάρμαρο. Καί κάθε φορά πού τό ἔτρωγε, γράφει ὁ βιογράφος του, τόν «ἐπήγαινε» αἷμα.(Βλ. Μεγ. Συναξαριστής τόμ Δ', ἔκδ. Γ, σελ. 220 καί Εὐλ. Κουρίλα, ἔ. ἀ. Σελ 74). Ἴσως μερικοί θά τόν κατα­κρί­νουν, ὅτι δέν εἶχε «διάκριση». Ὁ Θεός τόν ἐδόξασε. Τόν ἔκαμε «μυροβλύτη». Ἡ μνήμη του τιμᾶται τήν 12ην Ἀπριλίου. Ἄς σταθοῦμε μέ εὐλάβεια μπροστά στό ἅγιο φρόνημα, πού τόν ὠθοῦσε στήν τόσο σκληρή αὐτή ἐνέργεια.

          Ὁ ἐγωκεντρισμός τοῦ πνεύματος συντρίβεται μέ τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή.

Στό σημεῖο αὐτό, ἄς ἀναφερθοῦμε καί σέ κάτι ἀστεῖο: Σχετικά πρόσφατα μιά ἐφημερίδαἔκανε «ἔρευνα» γιά τό ἅγιο Ὄρος. Ἤθελε νά δείξει ὅτι δέν εἶναι ἐκεῖ τά πράγματα καθόλου καλά. Τουλάχιστον αὐτό συμπέραινε ὁ ἀναγνώστης ἀπό τά γραφτά τῶν ἐρευνητῶν.

Ἕνας δημοσιογράφος ἔγραφε πώς στό Ἅγιο Ὄρος συνάντησε ἕνα μοναχό καθισμένο ἥσυχα σ᾿ ἕνα πεζούλι. τόν πλησίασε καί τόν ρώτησε: «Πάτερ, μπορεῖς νά μοῦ εἰπῆς, τί εἶναι καλόγερος;» Τοῦ ἀπάντησε ὁ γεροκαλόγερος βαθυστόχαστα. «Ὁ καλόγερος εἶναι ἕνα σκυλί. Ἄν τοῦ δώσης ἕνα ξεροκόμματο, τοῦ κάνεις καλό. Ἄν τοῦ δώσης μιά κλωτσιά, τοῦ κάνεις μεγαλύτερο καλό». Καί ὁ νεαρός δημοσιογράφος, πού δέν σκάμπαζε γρῦ ἀπό καλογερική, τοῦ ἔδωσε μιά κλωτσιά! Ἔγραψε στήν ἐφημερίδα του, ὅτι οἱ καλόγεροι εἶναι ἄνθρωποι βλαμμένοι! Καί ὅτι ἡ καλογερική ἐξαθλιώνει τόν ἄνθρωπο!

          Ὁ ἐξαίσιος ἐκεῖνος μοναχός εἶχε δώσει τήν πιό ὄμορφη καί πιό πνευματική ἀπάντηση. Ἀλλά ὅπως λέγει ὁ ἅγιος ἀπόστολος Παῦλος «ψυχικός ἄνθρωπος οὐ δέχεται τά τοῦ Πνεῦματος, οὐδέ γάρ δύναται. Μωρία γάρ αὐτῷ ἐστι»[15].

          Καί μιά τούρκικη παροιμία λέγει: «Τί καταλαβαίνει ὁ γάϊδαρος ἀπό χρυσάφι»!

          Ὅπως βλέπετε, πρέπει νά ξέρει κανείς καί νά διαβάζει. Δέν ἀρκεῖ νά βλέπει. Ἀλλά οὔτε καί νά διαβάζει ἀρκεῖ. Πρέπει καί νά κατανοεῖ.

         

          4. Ἡ προσφορά τῶν μοναχῶν στήν Ἐκκλησία

          1. Ὁ Ἅθως ἄρχισε νά γίνεται κέντρο τοῦ μοναχικοῦ βίου, ὅταν οἱ ἐπιδρομές τῶν Ἀράβων ἀποδεκάτισαν τούς ἀσκητές τῆς Αἰγύπτου καί Συρίας καί κατέστησαν ἀδύνατη τή ζωή τους ἐκεῖ. Καί ἦταν, γιά τούς λόγους πού ἔχομε ἐκθέσει, ὁ ἰδεώδης τόπος. Καί τό κυριώτερο: Ἦταν ἐλεύθερος. Στά χέρια τῶν Ρωμιῶν. Καί ἡ θεία Σοφία ἐφώτισε τούς βασιλεῖς τῆς Κωνσταντινούπολής μας καί περιφρούρησαν τήν ἱερότητα τοῦ τόπου μέ νόμους, πού - δόξα τῷ Θεῷ - ἰσχύουν μέχρι σήμερα. Καί τούς ἐσεβάσθη καί ὁ Σουλτᾶνος. Καί ὁ Χίτλερ.

          Ἔτσι ἐδημιουργήθη ἡ ἀσκητική πολιτεία τοῦ Ἄθωνα. Καί ἄς μή σᾶς φανεῖ παράξενο. Ἦταν ἀπαραίτητη. Γιατί ὁ μοναχός, ὅσο κι᾿ ἄν λέγεται μοναχός, εἶναι ἀδύνατο νά ζήσει μοναχός του (ἐκτός ἄν ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ τόν σκεπάσει ἀπό τό πρῶτο του ξεκίνημα, ὅπως τόν ἅγιο Παῦλο τό Θηβαῖο κ.ἄ.). Ὁ μοναχός ἔχει πιό πολύ ἀπό ὅλους ἀνάγκη ἀπό μιά κοινωνία: ἔχει ἀνάγκη ἀπό Γέροντα, πνευματικό, ἱερέα, ζωντανά παραδείγματα καλωσύνης, ὑπομονῆς, ἀγῶνα προσευχῆς, ταπεινώσεως, ὑπακοῆς. Ὁ μοναχός δέν ζεῖ μόνος του. Ζεῖ ἰδιόμορφα. Σέ μιά κοινωνία ἰδιόμορφη. Μέ μέλημά του ὄχι τήν ἀπόκτηση, τό γλέντι, τή διασκέδαση, ἀλλά τήν τήρηση τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ. Καί αὐτή του ἡ θέληση καί ἀπόφαση, ὑπῆρξε, -ὅπως παρατηρεῖ εὐστοχώτατα ὁ ἀοίδιμος Μητροπολίτης Κορυτσᾶς καί καθηγητής Εὐλόγιος Κουρίλας, ἁγιορείτης,- «ἡ εὐσθενεστέρα ἀπολογία ὑπέρ τοῦ Χριστιανισμοῦ»[16]. Πραγματικά. Ἡ ζωή τους, τῶν μοναχῶν, ἦταν καί εἶναι πάντοτε ἡ μεγαλύτερη προσφορά στό Χριστιανισμό. Ὁ ἡρωϊσμός τους καί ἡ θυσία τους τόν ἐξύψωνε καί στά μάτια τῶν εἰδωλολατρῶν, ἀλλά καί στά μάτια τοῦ λαοῦ του. Οἱ ἀρετές καί ἡ πίστη τῶν μοναχῶν δέν ἄφησαν  νά ἐκχυδαϊσθῆ οὔτε τό δογματικό, οὔτε τό ἠθικό κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ.

          2. Σάν παράδειγμα τῆς αἴγλης, πού εἶχε ὁ μοναχικός βίος στά μάτια τῶν εἰδωλολατρῶν, θυμηθῆτε τήν ἱστορία τοῦ Γεροντικοῦ[17]γιά τούς δύο μοναχούς καί τό ἱερέα τῶν εἰδώλων. Ἱερεύς τῶν εἰδώλων σημαίνει: ἐπίστευε στήν εἰδωλολατρεία κάπως πιό συνειδητά καί ἰδεολογικά ἀπό ὅ,τι οἱ ἄλλοι εἰδωλολάτρες. Μιά ἡμέρα λοιπόν αὐτός ὁ ἱερεύς συνάντησε στό δρόμο του ἕνα νεαρό μοναχό, πού ἐκφράζοντας μέ ἀγριότητα τό πιστεύω του γιά τούς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, τοῦ φώναξε: «Αἰ, αἰ, δαῖμον, δαῖμον». Δηλ. διάβολε, διάβολε. Τό ἀποτέλεσμα ἦταν, ὅτι ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων ἐθύμωσε καί τόν ἔκανε τουλοῦμι στό ξύλο. Μετά ἀπό λίγο συνάντησε ἕνα ἄλλο γέροντα, δηλ. ἕνα καλλιεργημένο μοναχό, τόν ὅσιο Μακάριο, ὁ ὁποῖος καί χαιρετώντας τον εὐγενέστατα, τοῦ εἶπε: «Σωθείης, σωθείης, καματηρέ». Δηλ. ὁ Θεός νά σέ ἐλεήσει. Ὁ Θεός νά σέ ἀμείψει. Ὁ Θεός νά σέ σώσει, τόσο πού κοπιάζεις γιά τή σωτηρία σου! Ὁ ἱερέας ἐκεῖνος ἐσυγκινήθη τόσο ἀπό τήν εὐγένεια τῶν εὐχῶν τοῦ Γέροντα, ὥστε μετά ἀπό λίγες ἐξηγήσεις πού ζήτησε, ἔγινε ὄχι μόνο χριστιανός ἀλλά καί μοναχός. Καί ἔμεινε μιά γιά πάντα κοντά στόν ἅγιο ἐκεῖνο Γέροντα. Ποιός; Ὁ ἱερέας τῶν εἰδώλων!

          Στό βίο τοῦ ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Στυλίτου βλέπομε, ὅτι ἀφοῦ πρῶτα ἔζησε... πειραματικά... 133 ἡμέρες μέσα στό χιόνι τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, γιά νά ἰδῆ ποῦ φθάνει ἡ ἀντοχή τοῦ ἀνθρώπου μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, μετά ἀνέβη σέ ἕνα στύλο ἔξω ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη. Ἦταν ἡ πιό ζωντανή διαμαρτυρία τῆς Ἐκκλησίας ἐναντίον τῆς χλιδῆς καί καλοπέρασης τῶν Κωνσταντινουπολιτῶν[18].

          Ὁ μέγας ἱστοριοδίφης Χάρνακ[19] ἔχει κάμει τήν ἑξῆς προσφυᾶ παρατήρηση. «Ἡ γεμάτη ὑπομονή καί καρτερία γενναιοφροσύνη τῶν μοναχῶν ὁδηγεῖ τελικά στό συμπέρασμα, ὅτι ὅταν ὁ χριστιανός ἐπιδιώξει νά πραγματώσει τό ἰδεῶδες του ἔξω ἀπό τόν κόσμο, τότε ὁ κόσμος στήνει μέσα στήν Ἐκκλησία τό δικό του ἰδεῶδες». Γι᾿ αὐτό οἱ μοναχοί σάν τάγμα καί χάρισμα τῆς Ἐκκλησίας πρέπει νά μή εἶναι οὔτε μέσα στόν κόσμο, οὔτε ἔξω ἀπό τόν κόσμο. Πρέπει νά εἶναι στό μεταίχμιο. Δηλ. καί μέσα καί ἔξω. Ἔξω ἀπό τίς ἀπολαύσεις τοῦ κόσμου, ἔξω ἀπό κάθε τι τό σωματικό, καί μέσα, μέ τήν ἀγάπη καί τό ἐνδιαφέρον. Μέ ἄλλα λόγια πρέπει νά εἶναι μιά συνεχής πρόκληση πρός τόν κόσμο νά ὑψώνεται πρός τόν Θεό. Καί ἐπειδή ἀκριβῶς αὐτή εἶναι καί ἡ σχέση τῆς Ἐκκλησίας μέ τόν κόσμο, ἡ ζωή τῶν μοναχῶν εἶναι ζῶσα εἰκόνα τῆς διδασκαλίας τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν σχέση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν κόσμο. Ἐπ᾿ αὐτοῦ ἕνας διαπρεπής γερμανός θεολόγος ὁ Holl, πού ἀσχολήθηκε μέ τόν ἑλληνικό μοναχισμό, γράφει: «Ἡ ἑλληνική Ἐκκλησία ἔχει κάθε δικαίωμα νά καυχᾶται καί νά εἶναι ὑπερήφανη γιά τούς μοναχούς της. Οἱ μοναχοί της διέπρεψαν ἐκεῖ ἀκριβῶς, ὅπου πρέπει νά ἀναζητηθοῦν οἱ ὑπηρεσίες τῶν μοναχῶν. Δηλ. στόν ἐσωτερικό πνευματικό βίο τῆς Ἐκκλησίας, στήν πραγμάτωση τῶν χριστιανικῶν ἀρετῶν». Καί ὁ ἴδιος Γερμανός συμπεραίνει: «Ὅ,τι ἔχει ἡ ἑλληνική Ἐκκλησία, τό χρωστάει στούς μοναχούς της»[20].

          Χωρίς τή δύναμη καί τό φῶς τῆς μοναχικῆς πολιτείας, ὁ λαός τῆς Ἐκκλησίας θά μετέβαινε ἀπό τή μιά κατάπτωση σέ ἄλλη πιό μεγάλη κατάπτωση. Καί ὁ Χριστιανισμός στό σύνολό του θά καταντοῦσε ἐκεῖ πού ἔχουν σήμερα καταντήσει οἱ λεγόμενοι προτεστάντες.

          3. Οἱ μοναχοί εἶναι τό φῶς τοῦ κόσμου[21]. Διότι, ὅπως προσφυέστατα παρατηρεῖ ὁ ὅσιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος: «Δέν ἠσθένησεν ἡ φύσις, ἀλλ᾿ ἡ προαίρεσις». Ἡ θέληση τῶν ἁμαρτωλῶν ἔχει παραλύσει, ὄχι ἡ φύση!  Καί, ἐπειδή οἱ μοναχοί ἔχουν θέληση τοῦ σωθῆναι καί μάλιστα τόσο μεγάλη καί δυνατή, ὥστε νά διαμαρτύρωνται γιατί ἡ φύση δέν μπορεῖ νά τούς ἀκολουθήσει (π.χ. στυλίτες, ἐρημῖτες, βοσκοί, ἔγκλειστοι, κ.λ.π) ἡ ἀπόφασή τους νά σωθοῦν μέ κάθε τρόπο εἶναι φῶς, εἶναι ὁδηγητική. Δείχνει ἔμπρακτα καί ἐμπράγματα, ὅτι δέν εἶναι ἄρρωστη ἡ φύση, ἀλλά ἡ προαίρεση. Ἡ αὐταπάρνησή τους εἶναι ἡ πιό μεγάλη συμβολή στόν τομέα τῆς οἰκοδομῆς τοῦ Σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Στό παράδειγμά τους ὁ κάθε ἄνθρωπος συνειδητοποιεῖ, ὅτι τοῦ λείπει ἡ θέληση τοῦ σωθῆναι, ὅτι δέν ἔχει φόβο Θεοῦ καί πόθο σωτηρίας. Γι᾿ αὐτό οἱ ἀσκητές εἶναι ἡ πανοπλία τῆς Ἐκκλησίας. Καί γιά ἄμυνα καί γιά ἐπίθεση. Καί σιωπῶν ἀκόμη ὁ ἀληθινός μοναχός εἶναι ΜΑΧΑΙΡΑ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ, δηλ. ἔμψυχο κήρυγμα μετανοίας.

Θυμηθῆτε τόν ἅγιο Ἀντώνιο στήν Ἀλεξάνδρεια. Ὅταν ὁ ἅγιος Ἀντώνιος κατέβηκε γιά πρώτη φορά στήν Ἀλεξάνδρεια, μέ τήν σιωπηλή παρουσία του μόνο, χωρίς κηρύγματα, ἔγιναν Χριστιανοί περισσότεροι εἰδωλολάτρες, ἀπό ὅσους εἶχαν γίνει μιά ὁλόκληρη δεκαετία μέ τά κηρύγματα τῶν λογίων κληρικῶν τῆς σχολῆς τῆς Ἀλεξάνδρειας! Γιατί ὁ Ἀντώνιος ἦταν ἔμψυχο κήρυγμα μετανοίας, γνήσια εἰκόνα χριστιανικῆς ζωῆς. Ὁ λόγος του ἠχοῦσε σάν βροντή, γιατί ὁ βίος του ἔλαμπε σάν ἀστραπή (ὅπως ἐλέχθη γιά τόν μεγάλο ἀσκητή Ἱεράρχη, τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο).

          5. Τό μυστήριο καί τό μεγαλεῖο τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

          Αὐτά τά φρονήματα ἐκφράζοντας ὁ ἀοίδιμος βασιλέας μας Ἀλέξιος Α’ Κομνηνός ἔγραφε στούς ἁγιορεῖτες:

          «Πατέρες ἅγιοι, οἱ τό Ἅγιον Ὄρος κατοικοῦντες, οἴδατε ὅτι, καθάπερ ἡ Κωνσταντινούπολις καί βασίλισσα τῶν πόλεων ἐπάνω πάντων ἐστίν, οὕτω τό βασιλικώτατον καί θεῖον Ὄρος εἰς τά τῆς Οἰκουμένης ὄρη. Καί οὐ μόνον οἱ Βασιλεῖς Χριστιανῶν, ἀλλά καί αὐτά τά ἔθνη τά γύρωθεν ἡμῶν κατοικοῦντα, σύν ἡμῖν καί αὐτά ἐπισεμνύνονται, καί ἀγάλλονται μεθ᾿ ἡμῶν, διά τήν ὑπεράνθρωπον Ὑμῶν πολιτείαν»[22].

          Ἡ ἐκεῖ ζωή τῶν ἀσκητῶν, ἔκανε τό ἅγιο Ὄρος ὄχι ἁπλῶς Βασιλικό, ἀλλά βασιλικώτατο καί θεῖο. Καί ὄχι στά μάτια κάποιου κοινοῦ θνητοῦ, ἀλλά στά μάτια τοῦ εὐσεβεστάτου καί ἐνδόξου βασιλέως Ἀλεξίου. Γιατί ὁ Ἀλέξιος ἦταν πρῶτα Ὀρθόδοξος καί ἔπειτα ὅ,τι ἄλλο.

          Βασιλικώτατο λοιπόν καί θεῖο τό Ἅγιο Ὄρος. Ἀλλά ὄχι μόνο. Ἔχει καί κάτι ἄλλο παραπάνω. Αὐτό τό παραπάνω εἶναι κάτι τό τόσο ὑψηλό καί ὡραῖο, ὥστε μόνο ἄν τό χαρακτηρίσωμε σάν «ἀπόθετο κάλλος»[23], δηλ. κάλλος μεγάλο, μυστικό, ἀποθησαυρισμένο, ἀνεξάντλητο, λέμε κάτι πού ἀνταποκρίνεται στήν πραγματικότητα. Ὑπενθυμίζομε, ὅτι «ἀπόθετο κάλλος» ὠνόμασε γιά πρώτη φορά ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τόν ἀνεξάντλητο θησαυρό θείων νοημάτων, πού ἔχει ἡ Ἁγία Γραφή.

Β’ Τό μήνυμα τῆς ἁγίας κορυφῆς

          1. Τό μυστικό τῆς ἁγίας Κορυφῆς

          Ἔχει λοιπόν καί τό ὄρος ἕνα «ἀπόθετο κάλλος», γιά τήν κατανόηση τοῦ ὁποίου «ἑτέρων ἡμῖν δεῖ ὀφθαλμῶν», κεκαθαρμένων.

          Καί τώρα, ἄς κάμωμε ὑπομονή, νά ἀκούσωμε μερικά, πού τά ἀκούει μέν ὁ ἄνθρωπος καί μέ τόν φυσικό τρόπο, μέ τά αὐτιά τά σωματικά, ἀλλά δέν τά κατανοεῖ, ἄν δέν ἔχει τά αἰσθητήριά του κεκαθαρμένα.

          α. Στό βίο τοῦ ὁσίου καί θεοφόρου πατρός ἡμῶν Πέτρου τοῦ ἐν τῷ Ἄθῳ (ἡ μνήμη του ἑορτάζεται στίς 12 Ἰουνίου) διαβάζομε, πώς, ἀφοῦ εἶχε πιά πάρει τήν ἀπόφαση νά περάσει τή ζωή του ἀγωνιζόμενος γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ταξίδευε στή θάλασσα, εἶδε ἕνα ὅραμα, μιά ὀπτασία.

          «Βλέπει τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο μέ δόξα πολλή, τιμή μεγάλη καί λαμπρότητα, καί μέ παρρησία. Κοντά της ἦταν ὁ ἅγιος Νικόλαος. Στεκόταν μέ πολλή εὐλάβεια μπροστά Της. Μέ δέος. Καί τήν παρακαλοῦσε ταπεινά: ‘Δέσποινα Θεοτόκε, Κυρία τοῦ κόσμου, δεῖξε στό δοῦλο Σου Πέτρο ἕνα ἥσυχο τόπο, ὅπου θά μπορέσει νά μή ξεφύγει ποτέ ἀπό τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὑποσχέθηκε’. Ἡ κυρία Θεοτόκος ἐστράφη στόν ἅγιο Νικόλαο καί τοῦ εἶπε: ‘Ὁ πιό καλός τόπος γιά νά εὕρη κανείς ἀνάπαυση εἶναι τό ὄρος Ἄθως. Τό ἔχω πάρει ἐγώ ἀπό τόν Υἱό μου κληρονομία μου. Ὅποιος θέλει νά φύγει ἀπό τίς κοσμικές φροντίδες καί τήν τύρβη τοῦ κόσμου τούτου, νά πηγαίνει ἐκεῖ, καί θά ἔχει τή δυνατότητα νά ἐργάζεται τό θέλημα τοῦ Κυρίου μας ἀπερίσπαστα. Τό Ὄρος αὐτό εἶναι τό ΠΕΡΙΒΟΛΙ μου. Καί στό ἑξῆς θά ὀνομάζεται ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ. Γιατί θά γεμίσει ἁγίους καί ἁγιότητα. Γιατί, ὅσους πηγαίνουν ἐκεῖ, ἐγώ θά τούς ἀγαπῶ καί θά τούς βοηθῶ πολύ. Θά ἔρθει δέ καιρός, πού ἀπό ἄκρο σέ ἄκρο του θά εἶναι γεμᾶτο μοναχούς. Χαίρει τό πνεῦμα καί ἀγαλλιᾶ καί σκιρτᾶ. Γιατί νύχτα καί ἡμέρα θά ὑμνοῦν τό ὑπερήμνητο ὄνομα τοῦ Κυρίου καί Υἱοῦ μου. Καί, ἄν τό κάνουν καί τηροῦν τίς θεῖες ἐντολές, δέν θά τούς ἀφήσω ποτέ. Θά τούς βοηθῶ παντοῦ καί πάντοτε. Θά ἀποδιώκω τούς νοητούς καί αἰσθητούς τους ἐχθρούς καί πειρασμούς. Θά τούς ἀνακουφίζω τούς πόνους καί κόπους. Καί θά τούς ἀξιώσω νά πάρουν χαρίσματα πολύ μεγάλα. Καί ἔτσι τό Ὄρος αὐτό θά γίνει παγκόσμια ξακουστό σάν ἅγιο Ὄρος»[24].

          Τό ἀπόθετο κάλλος τοῦ ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ συνεχής σ᾿ αὐτό μυστική παρουσία τῆ Ὑπεραγίας Θεοτόκου, πού τή μαρτυροῦν ἀδιάψευστα οἱ ἄπειρες ἐμφανίσεις Της στούς ἁγίους καί ἀξίους καί τά δυσεξαρίθμητα θαύματά Της.

          Δέν εἶναι ἀνόητο, ἔχοντας τή ζωντανή Της παρουσία ἐν δόξῃ καί δυνάμει, νά καθόμαστε νά συζητοῦμε καί νά διαμβφισβητοῦμε, ἄν ἡ Παρθένος ἐπῆγε στό Ἅγιο Ὄρος καί πρίν ἀπό τήν Κοίμησή της; Τί προσθέτει τό ναί; Τί ἀφαιρεῖ τό ὄχι; Ἄλλωστε δέν ἔχει καμμία σημασία, ἄν ἀπό κάπου ἐπέρασε κάποτε ἡ Παναγία, ἀλλά ἄν ἐξακολουθεῖ νά κάθεται καί νά ξεχύνει ἀπό ἐκεῖ τή χάρη της. Τό ζήτημα λοιπόν δέν εἶναι, ἄν κάποτε ἡ Παναγία ὠνόμασε τό Ἅγιο Ὄρος Περιβόλι Της, ἀλλά ἄν ἐξακολουθεῖ νά τό θεωρεῖ ἀκόμη[25].

          Περιβόλι τῆς Παναγίας εἶναι τό Ἅγιο Ὄρος. Καί ἡ κορυφή του θρόνος Της.

          β. Ὅμως ἡ κορυφή τοῦ Ἄθω ἔχει καί ἕνα ἄλλο μυστικό καί ἀπόθετο κάλλος, πού εἶναι ἡ πιό γλυκειά ὀμορφιά σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ἡ ἁγία κορυφή ἔχει τό σχῆμα τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ[26]. Ναί, ἔχει τό σχῆμα τοῦ Σταυροῦ. Πρῶ­τος τό παρετήρησε ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης. Ὁ μέγας αὐτός πατέρας καί ἀσκητής ἀνεβαίνοντας στήν ἁγία Κορυφή «ἁρπαζόταν». Ἁρπαζόταν ὁ νοῦς του στή θέα τοῦ τιμίου Σταυροῦ. Καί, ἀφοῦ ὁ Σταυρός εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ καί τῆς ἁγίας Τριάδος, μήπως ἡ θεωρία τοῦ τιμίου Σταυροῦ εἶναι τό ἴδιο μέ τή θεωρία τοῦ ἀκτίστου Φωτός; Νά, γιατί ὅλος ὁ ὀρθόδοξος κόσμος στρέφει τά βλέμματά του στό ἅγιο Ὄρος, ἀπό ὅπου περιμένει δύναμη, φῶς, εὐλογία. Ὁλόκληρο τό ἅγιο Ὄρος ἔχει στραμμένα τά βλέμματα τῆς ψυχῆς του στήν ἁγία κορυφή, τό αἰθέριο θυσιαστήριο τοῦ πλάστου, ὅπως προσφυέ­στα­τα χαρα­κτηρίζει τήν κορυφή τοῦ Ἄθω ὁ ἀοίδιμος Εὐλόγιος Κουρίλας.

          Χαῖρε Σταυρέ, ἁγίων βλέμμα[27].

          Χαῖρε ἅγιον Ὄρος Ἄθω, ἡ γάρ δόξα Κυρίου, ὁ τίμιος Σταυρός, ἐπί σέ ἀνέτειλε[28].

          2. Τό μήνυμα τῆς κορυφῆς στούς μοναχούς

          Κάθε τι τό ὑψηλό εἶναι καί μιά πρόκληση. Ἡ πιό δυνατή πρόκληση. Πρόκληση γιά ἐκείνους πού δέν συμβολίζονται καί δέν ἀφήνουν τόν ἑαυτό τους νά γίνουν σκέτη σάρκα.

Τό πιό ὑψηλό στό κόσμο εἶναι ὁ Σταυρός καί ἡ Παναγία. Ὁ Σταυρός εἶναι ὁ συμβολισμός τοῦ ἀγώνα γιά τήν σωτηρία. Συμβολισμός τῆς θυσίας καί τῆς αὐταπαρνήσεως. Καί παράλληλα εἶναι ἡ δύναμη καί ἡ εὐλογία τοῦ ἀγώνα καί τῶν ἀγωνιζομένων. Ἡ Παναγία εἶναι ἡ πιό μεγάλη πρόκληση, γιά ὅλους τούς δούλους τοῦ Θεοῦ, πού ἔχουν φρόνημα ἀληθινά θεϊκό. Ζηλεύουν τίς ἀρετές Της. Καί θέλουν νά τίς φθάσουν. Τίς ἀρετές Της. Καί τή δόξα Της.

Σταυρός καί Παναγία, ὅπως εἴπαμε, συναντῶνται στήν κορυφή τοῦ ἁγίου Ὄρους. Γι᾿ αὐτό ἡ ἁγία κορυφή τοῦ Ἄθω εἶναι ὄντως κορυφή. Κορυφή ἁγιότητας, στόχος καί πόθος τῶν ἁγίων καί τῶν μοναχῶν. Ὅλων. Ἐκεῖ ἐπαναπαύεται ὁ Θεός: Ὅπου ὁ Σταυρός καί ἡ Παναγία! Καί ἀπό ἐκεῖ κατεβαίνουν σέ μᾶς ὅλα τά δῶρα τοῦ Θεοῦ. Καί μᾶς φωτίζουν. Καί μᾶς ἁγιάζουν.

Γιά ὅλα αὐτά ἡ ἁγία κορυφή τοῦ Ἄθω εἶναι ἕνας συμβολισμός. Ἀλλά καί μιά οὐσία. Ἄς ἰδοῦμε πῶς:

ὅσιος Μάξιμος ὁ Καυσοκαλύβης, μοναχός ἐνάρετος καί ἀγωνιστής στήν προσευχή καί τήν νηστεία, ζητοῦσε ἀπό τόν Κύριο ἔλεος καί φωτισμό.

Μία λοιπόν Κυριακή, τῶν ἁγίων Πατέρων, μετά τήν Ἀνάληψη, φανερώνεται σ᾿ αὐτόν ἡ Κυρία Θεοτόκος μέ τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά Της καί τοῦ λέγει.

«Ἀκολούθει μοι, πιστότατε Μάξιμε, καί ἀνέβα στήν κορυφή τοῦ Ἄθω, γιά νά πάρεις τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος».

Τήν ὀπτασία αὐτή τήν εἶδε τρεῖς φορές. Ἔτσι μετά ἀπό ἑπτά ἡμέρες ἄφησε τή Λαύρα καί ἀνέβηκε στήν κορυφή τοῦ Ἄθω, τό Σάββατο τῆς Πεντηκοστῆς. Τό βράδυ ἔγινε ἐκεῖ ἀγρυπνία, μετά ἀπό τήν ὁποία οἱ ἄλλοι προσκυνητές μοναχοί ἔφυγαν. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ἔμεινε ἐκεῖ τρία νυχθήμερα μόνος. Προσευχόταν ἀδειαλείπτως στόν Κύριο καί τήν ὑπεραγία Θεοτόκο. Ἀλλά αὐτό ἐξώργισε τόν Σατανᾶ, πού προσπάθησε νά τόν διώξει ἀπό ἐκεῖ μέ κάθε τρόπο. Τοῦ φαινόταν σάν νά ἐγίνοντο ἀστραπές, βροντές, σεισμοί τρομεροί καί σάν νά ξεκόβονταν καί κατρακυλοῦσαν μέ τρομακτικό θόρυβο καί καταστρεπτικά ἀποτελέσματα βράχοι καί βουνά ὁλόκληρα. Καί ὅλα αὐτά τά ἔκαναν τά δαιμόνια γιά νά τόν ἐκφοβίσουν. Καί ἄλλοτε ἄκουε φοβερές ἄγριες φωνές, καί ἔβλεπε ἕνα πλῆθος ἀπειλητικῶν ἀνθρώπων νά ἀνεβαίνουν ἀπό ὅλα τά μέρη τοῦ Ὄρους ἐναντίον του, καί νά ὁρμοῦν νά τόν διώξουν βιαίως ἀπό τήν ἁγία κορυφή. Ἀλλά ὁ ἅγιος Μάξιμος μέ τή χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος δέν ἐφοβεῖτο. Ἔκανε συνεχῶς νοερά προσευχή. Παρακαλοῦσε τόν Κύριο καί Σωτῆρα μας καί τήν Ὑπεραγία Θεοτόκο καί προστάτη του.

Καί λοιπόν φαίνεται σ᾿ αὐτόν ἡ Θεοτόκος μετά δόξης πολλῆς ὡς Βασίλισσα περικυκλουμένη ἀπό ἄρχοντας πολλούς καί κρατοῦσα εἰς τάς χεῖρας της τόν Υἱόν της καί δημιουργόν τῆς κτίσεως. Ὁ ἅγιος τήν ἐγνώρισε ἀπό τό περιαστράπτον γύρω Της θεῖον φῶς, ἀπό τό ὁποῖο καί ἐπείσθη, ὅτι δέν ἦταν πλάνη δαιμονική, ἀλλά ἀληθινή θεία ὀπτασία καί ἐμφάνεια. Καί ἀφοῦ τήν ἐχαιρέτισε μέ τόν ἀρχαγγελικόν ὕμνον, τό «Θεοτόκε Παρθένε, χαῖρε κεχαριτωμένη Μαρία, ὁ Κύριος μετά Σοῦ...» ἔπεσε καί προσκύνησε τόν Κύριο καί τή Θεοτόκο. Καί ὁ μέν Κύριος τόν εὐλόγησε, ἡ δέ Παναγία τοῦ εἶπε. «Λάβε, σεβάσμιε ἀθλοφόρε, τό χάρισμα κατά τῶν δαιμόνων. Καί κατοίκησε στούς πρόποδες τῆς κορυφῆς τοῦ Ἄθω. Τό θέλημα τοῦ Υἱοῦ μου εἶναι νά ἀνεβῆς σέ μεγάλο ὕψος ἀρετῆς. Νά γίνεις διδάσκαλος καί ὁδηγός πολλῶν στήν ἀρετή. Καί νά τούς σώσεις. Μετά ἡ Θεοτόκος τοῦ ἔδωκε ἄρτον οὐρανιον, ἐπειδή ἦταν τρεῖς ἡμέρες νηστικός. Ὅταν ἔβαλε τό ψωμί ἐκεῖνο στό στόμα του αἰσθάνθη μιά ἄρρητη εὐωδία, εἶδε νά κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί νά τόν κυκλώνει τό θεῖο φῶς καί ἄκουσε τόν ἀγγελικό ὕμνο. Ὅλα αὐτά ἐγέμισαν μέ τόση χαρά τήν καρδιά του, ὥστε παρ᾿ ὅτι ἡ ἄχραντος Θεομήτωρ δέν ἐφαίνετο πιά, τρεῖς ἡμέρες δέν ἤθελε νά φύγει ἀπό τήν ἁγία κορυφή. Καί τίς τρεῖς αὐτές ἡμέρες ὁλόκληρες αἰσθανόταν τήν ἴδια ἄρρητη εὐωδία καί ἔβλεπε τό θεῖο ἄκτιστο Φῶς. Μετά κατέβηκε ἀπό ὑπακοή. Ἀλλά ἀφοῦ παρέμεινε ἐκεῖ λίγες ἡμέρες, ξαναανέβηκε. Ἐπῆγε στό σημεῖο ὅπου ἐστέκετο ἡ πανύμνητος Εὐεργέτις τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, ἐγονάτισε καί ἀσπάσθηκε τό χῶμα, πού ἐπάτησε Ἐκείνη καί μέ δάκρυα εὐχαριστώντας Τῆς ἐζήτησε καί πάλι νά ἀξιωθῆ τῆς θείας ἐμφάνειας. Ἀλλά δέν Τήν ξαναεῖδε. Μόνο τό ἄκτιστο φῶς ξαναεῖδε καί τήν θεία εὐωδία τοῦ ἁγίου Πνεύματος ξαναοσφράνθη, ὅπως καί πρῶτα. Ἀπό ᾿κεῖ καί πέρα ὁ ἅγιος ξαναανέβηκε στήν ἁγία κορυφή δύο-τρεῖς φορές. Καί τίς τρεῖς ἀξιώθηκε νά ἰδῆ καί πάλι τό ἄκτιστο Φῶς καί νά αἰσθανθῆ τή θεία εὐωδία  τοῦ Πνεύματος[29].

Ὁ Θεός ὅ,τι θέλει ἁγιάζει. Καί ὅπου γίνεται αἰσθητή ἡ χάρις καί ἡ μεγάλη δόξα τῆς φιλανθρωπίας Του, ὁ τόπος ἐκεῖνος γίνεται γῆ ἁγία. Θυμηθῆτε, τί εἶπε στόν προφήτη Μωϋσῆ. «Λῦσαι τό ὑπόδημά σου ἐκ τῶν ποδῶν σου· ὁ γάρ τόπος ἐν ᾧ σύ ἔστηκας ἐπ᾿ αὐτόν, γῆ ἁγία ἐστίν»[30].

Ἄς μή μᾶς φαίνεται λοιπόν παράξενο, πώς ἐκεῖ πού ἐκδηλώνεται αἰσθητά ἡ ἀγάπη καί ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, γίνεται αἰσθητή καί ἡ χάρις τοῦ ἁγίου Πνεύματος μέ ἕνα ὑπεργήινο μοσχοβόλημα τοῦ τόπου, πού τόσοι καί τόσοι τό ἔχουν αἰσθανθῆ μέχρι καί σήμερα. Τό ὑπερφυέστατο αὐτό μοσχοβόλημα, ὅπως μαρτυρεῖ ὁ π. Ἀνδρέας στό Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, πολλοί τό ἀντιλαμβάνονται σέ πολλά ἄλλα μέρη, ἀλλά καί σέ ὅλη τήν ἔκταση τῆς πλαγιᾶς, ἀπό τήν ἁγία κορυφή μέχρι τίς πέτρες καί τά βράχια, πού βρέχει ἡ θάλασσα στά Καυσοκαλύβια[31]. Εἶναι ἡ εὐωδία πού ἡ Παναγία ξέχυσε ἀπό τήν ἁγία κορυφή στίς ψυχές τῶν μαθητῶν τοῦ ἁγίου Μαξίμου σέ πιστή τήρηση τῆς ὑπόσχεσης πού ἔδωκε στόν ἅγιο Μάξιμο.  Ἄς μοῦ ἐπιτραπῆ νά ἀναφέρω, ὅτι τήν εὐωδία αὐτή ἀξιώθηκα νά τήν αἰσθανθῶ καί ἐγώ.

Ἀλλά νά τό ἐρώτημα. Γιατί ἡ κορυφή τοῦ ἁγίου Ὄρους ἔχει πιό πολλή χάρη καί δόξα; Τί ἔχει παραπάνω ἀπό τά ἄλλα μέρη τοῦ ἁγίου Ὄρους καί ἀπό τά ἄλλα ἱερά προσκυνήματα στή γῆ; Πολλά. Ὄχι ἕνα. Πολλά. Καί ὅλα θαυμαστά καί μεγάλα.

Πρῶτον, τό ὅτι εἶναι ἡ κορυφή τοῦ περιβολιοῦ τῆς Παναγίας.

Δεύτερο, ὅτι ἡ Παναγία ἔκαμε ἐκεῖ τίς πιό σημαντικές της ἐμφανίσεις. Ἡ πιό σπουδαία εἶναι ἡ ἐπικύρωση τῆς σημασίας τῆς νοερᾶς προσευχῆς καί τῆς ἀποστολῆς τοῦ διδασκάλου τῆς νοερᾶς ἤ καρδιακῆς προσευχῆς γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου.

Τρίτο, τό ὅτι ἔχει τό σχῆμα τοῦ τιμίου καί ζωοποιοῦ Σταυροῦ, πού εἶναι ἡ δόξα τοῦ Χριστοῦ, ἡ δόξα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἡ δόξα τῶν ἀγγέλων καί τῶν ἁγίων, καί ἡ δύναμη καί τό μέσο εὐλογίας ὅλων τῶν ἀγωνιζομένων.

Καί τέταρτο, εἶναι ὁ συμβολισμός τῶν μυστικῶν ἀναβάσεων στίς θεοποιούς ἀρετές, πού ὁδηγοῦν τόν ἄνθρωπο στήν κατά Χριστόν τελειότητα.

Καί γιά ὅλα αὐτά οἱ ἁγιορεῖτες τό θεωροῦν πολύ ὑψηλό νά ἀνεβῆ κανείς ἐκεῖ. Καί θέλουν τοὐλάχιστον μία φορά στή ζωή τους νά κοπιάσουν νά ἀνεβοῦν νά ἀγρυπνήσουν ἐκεῖ.

Ἀλλά γιά ὅλα αὐτά ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά ἀνεβαίνει ἐκεῖ νόμιμα. Κατά Θεόν νόμιμα. Δηλ. ὅπως θέλει ἡ Παναγία. Καί ὅπως ἀπαιτεῖ ὁ Σταυρός. Μέ ταπείνωση καί θυσία. Διαφορετικά, ἀντί γιά ὠφέλεια, παίρνει ζημία.

Στό βιβλίο Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους ὁ π. Ἀνδρέας παραθέτει καί δυό τραγικές ἱστορίες γιά μοναχούς, πού δέν ἀνέβηκαν νόμιμα, ἀφοῦ δέν ἐπῆγαν μέ ταπείνωση.

Γιά τόν ἕνα, τόν Σάββα, γράφει, ὅτι ξεκίνησε χωρίς πόθο πνευματικό. Ἐπήγαινε, γιά νά μή ὑστερεῖ ἀπέναντι ἄλλων. Καί γιά νά πάει ἔκανε παρακοή. Δηλ. ἄλλο τοῦ εἶπε ὁ Γέροντάς του νά κάμει καί ἄλλο αὐτός ἔκαμε. Ἀλλά ἀκριβῶς γι᾿ αὐτό, στήν ἁγία κορυφή δέν βρῆκε τόν Χριστό, οὔτε τήν Παναγία οὔτε ἀγγέλους. Συνάντησε μόνο τό Σατανᾶ μεταμορφωμένο σέ ... πνευματικό. Καί ὁ Σατανᾶς «πνευματικός» τοῦ εἶπε: «Ἐγώ, εἶμαι πνευματικός. Ὅλοι οἱ ὑποτακτικοί, πού ξεθαρρεύουν καί θέλουν νά κάνουν τό θέλημα τό δικό τους, ἔρχονται σέ μένα. Σένα, μέχρι τώρα σέ σκέπαζε ἡ ἐξωτερική ὑπακοή, πού ἔκανες στό Γέροντά σου. Ἀλλά δέν πειράζει· ἐγώ εἶδα τήν προαίρεσή σου καί ἦρθα νά σέ εὕρω, μόνος μου». Ὁ ταλαίπωρος Σάββας ἔσκυψε νά τοῦ φιλήσει τό χέρι νομίζοντας, πώς βρῆκε ἄνθρωπο νά συνεννοηθεῖ! Καί τότε εἶδε πώς ὁ γερο–ασπρογένης πνευματικός ἦταν ὁ Διάβολος. Καί ἀπό ἐκείνη τή στιγμή ὁ ταλαίπωρος μοναχός Σάββας, λόγω αὐτοπεποιθήσεως καί παρακοῆς ἀντί νά ἁγιασθῆ καί ἁγιοποιηθῆ μέ τό ἀνέβασμά του στόν Ἄθω, ἐδαιμονοποιήθη. Γιατί, αὐτή εἶναι ἡ τραγική συνέπεια ἐκείνου πού πρέπει νά ἀνεβῆ πολύ ψηλά. Ὅτι δηλαδή αὐτός, ἄν πέσει, πέφτει τόσο οἰκτρά, ὥστε δαιμονοποιεῖται τελείως[32].

Ἕνας ἄλλος μοναχός ἐπίστευε πολύ στό λογισμό του. Νόμιζε τόν ἑαυτό του ἀρκετά ἐνάρετο καί συνετό, ὥστε νά βλέπει ποιό καί τί θέλει ὁ Θεός. Ἔτσι δέν ἔχανε τόν κόπο του νά ρωτάει πνευματικό. Νήστευε καί προσευχόταν, χωρίς εὐλογία. Κάθε ἡμέρα καί περισσότερο. Καί ἄρχισε νά φαντάζεται τόν ἑαυτό του σέ πνευματική κατά Θεό προκοπή. Καί ὁ διάβολος ἦρθε νά τόν συνδράμει: «Πάτερ Σπυρίδων», τοῦ εἶπε, «ὁ Θεός δέχθηκε τίς προσευχές καί τίς νηστεῖες σου σάν εὐῶδες θυμίαμα. Καί ἐπειδή εἶδε τήν προαίρεσή σου, σέ καλεῖ νά ἀνεβῆς στήν ἁγία κορυφή τοῦ Ἄθω γιά νά λάβεις καί σύ χαρίσματα, δύναμη γιά μεγαλύτερες καί περισσότερες ἀρετές».

Ὁ χαζο-άνθρωπος, πού φανταζόταν τόν ἑαυτό ἀρκετά ἔξυπνο, δέν κατάλαβε τίποτε. Καί ἔσπευσε νά ἀνεβῆ στόν Ἄθω. Καί ἐκεῖ εἶδε ἕνα ἐξαίσιο ὅραμα. Κάτι πού ἔμοιαζε μέ τόν Σωτῆρα Χριστό μέσα σέ ἕνα ὁλοπόρφυρο χρῶμα καί γύρω του στρατιές ὄντων, γιά τά ὁποῖα σχημάτισε τή γνώμη πώς θά ἦταν οἱ ἅγιοι. Ἀνάμεσά τους ἀναζήτησε τόν προστάτη του ἅγιο Σπυρίδωνα. Μόλις ὅμως τόν διέκρινε μιά κραυγή ἐκπλήξεως ξέφυγε ἀπό τό στόμα του. «Κύριε, ἐλέησον!» Καί λέγοντας τό «Κύριε, ἐλέησον»! δοκίμασε μιά ἔκπληξη ἀκόμη πιό μεγάλη. Ὁ τάχα Χριστός καί οἱ τάχα ἅγιοι πού τόν συνόδευαν ἐξαφανίστηκαν στό λεπτό, κυνηγημένοι ἀπό τή χάρη καί τή δόξα καί δύναμη τῆς ἐπικλήσεως τοῦ φοβεροῦ τοῖς ὑπεναντίοις ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ. Γιατί ὁ διάβολος, πού εἶχε ἀπατηλά παρουσιασθῆ ὁλόφωτος, δέν ἀντέχει στό ἄκουσμα τοῦ ὀνόματος τοῦ Χριστοῦ, ἔστω καί ἄν τό προφέρει κανείς σάν νά ἦταν ἐπιφώνημα.

Ὅπως ἐξηγοῦσε ἀργότερα ὁ ἀγαθός μοναχός, πού ἀπό ἐκείνη τή στιγμή, γιά νά ἀξιωθῆ συγχωρήσεως καί νά σωθῆ, ἔκανε τή μετάνοια, τήν ταπείνωση καί τή ὑπακοή μοναδικό στόχο στή ζωή του, εἶχε ἰδῆ τόν ἅγιο Σπυρίδωνα, μέ μιά σκούφια πολύ πιό μεγάλη ἀπό ὅπως τόν βλέπομε στίς ἅγιες εἰκόνες του[33].

3. Τό μήνυμά της στήν Ἐκκλησία καί στό Γένος μας

          Γιά τούς Ρωμιούς ἡ κορυφή τοῦ ἁγίου ὄρους ἔχει καί μιά ἄλλη μυστική ὑποθήκη.

          Ἡ κορυφή τοῦ Ἄθω εἶναι τό μοναδικό μέρος τῆς Ἑλλάδος, ἀπό ὅπου σέ καιρό αἰθρίας, φαίνεται τό πνευματικό κέντρο τῆς φυλῆς μας, ἡ Κωνσταντινούπολη. Αὐτό εἶναι σπουδαῖο καί συμβολικό ἀπό δυό πλευρές. Γιά νά μή σβήνει μέσα στή ψυχή μας, ὅτι πατρίδα μας καί κέντρο μας εἶναι ἡ Κωνσταντινούπολη, πρέπει μέσα μας νά ἔχωμε αἰθρία, δηλ. φῶς πίστεως Θεοῦ καί καθαρότητα ἀπό τή σκοτεινή συννεφιά τῶν παθῶν. Ἀκόμη συνειδητοποιοῦμε πώς, γιά νά βλέπει κανείς τήν Κωνσταντινούπολη πνευματικά, πρέπει νά στηρίζεται στό Σταυρό. Στό Σταυρό, πού ἡ Κωνσταντινούπολη μέχρι τό 1453 στεκόταν γονατιστή μπροστά Του καί εἶχε δόξα της τό Σταυρό, ἐνῶ ἀπό τότε, πού σύμφωνα μέ τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἄρχισε ἡ βασιλεία τοῦ ἀντιχρίστου στή γῆ[34], ἡ Κωνσταντινούπολη ἄλλαξε θέση. Ἀνέβηκε στό Σταυρό. Σταυρώθηκε ἡ ἴδια. Καί μαζί της τό Γένος μας. Μέχρι σήμερα.

          Τί λέτε; Ἦταν ποτέ δυνατό νά καταλάβαιναν τίποτε ἀπό τό μυστικό καί ἀπόθετο κάλλος τῆς Ὀρθοδόξου σκέψης καί ζωῆς, καί γενικά ἀπό τό μεγαλεῖο τοῦ γένους μας, ἐκεῖνοι πού τό μετέβαλαν μέ τήν ἰδεολογία καί τήν πολιτική τους σέ μιά πνευματικά ὑπανάπτυκτη κομπλεξική χώρα, πού ἔχει ἀνάγκη νά μιμηθῆ τά προοδευμένα ἔθνη καί μάλιστα βαθμηδόν, γιατί δέν ἦταν ἄξιο νά τό κατορθώσει μέ μιᾶς[35];

          Καί τότε μέν, τό 1821, εἶχαν καί λίγο δίκιο. Εἶχαν τόν ἐνθουσιασμό πού δίνει ἡ αὐταπάτη. Σήμερα ὅμως ὅλος ὁ κόσμος ἔχει ἀντιληφθῆ, ὄτι βρίσκεται στήν χειρότερη παρακμή. Ἐκεῖ τήν ἔφερε ὁ λεγόμενος εὐρωπαϊκός πνευματικός πολιτι­σμός. Σέ ἀνατολή καί δύση. Γι᾿ αὐτό καί οἱ ρῶσοι Σολζενίτσιν καί Σαχάρωφ σάν τήν πιό μεγάλη συμφορά καί καταστροφή τοῦ ρωσικοῦ λαοῦ θεωροῦν τήν ἀποκοπή του ἀπό τή βυζαντινή παράδοση. Καί μεγαλύτερο ὀλετῆρα τῆς Ρωσίας θεωροῦν τόν κατά τούς εὐρωπομανεῖς «Μέγα», δηλ. τόν Τσάρο Πέτρο Α', πού ἐξευρωπάϊσε τή χώρα του.

          Σήμερα ἐμεῖς συνειδητοποιοῦμε, πώς τό ἅγιο Ὄρος εἶναι ἡ πιό οὐσιαστική συνέχεια τῆς πατρικῆς κληρονομίας. Εἶναι ἡ ζωντανή βίωση τῆς πατερικῆς μας σκέψης, πού εἶναι πιό σωστή ἀπό τήν ἀρρωστημένη εὐρωπαϊκή σκέψη, πού ἀγνοεῖ τή σχέση σώματος καί ψυχῆς, ταΐζει μέ ἄνεση τόν ἄνθρωπο μέ πορνεία καί ἀκολασία, καί μετά ἀπορεῖ γιατί δέν ἔχει καί πνευματική προκοπή!...

          Ἰδού τί λέγει ἕνας ρωμιός καλόγερος ὁ Κάλλιστος Ἀγγελικούδης, κριτικάροντας τόν Θωμᾶ τόν Ἀκινάτη:

          «Ἕως ἄν θεωρητικός τις ᾖ τοῦ ἐν τοῖς ὁρατοῖς ἐμφαινομένου κάλλους, φυσικός τις ἤ καί φυσιολόγος προσαγορεύεται, ὥσπερ καί οἱ Ἕλληνες, οὕς ὁ Θωμᾶς φιλοσόφους καλεῖ. Ἐπειδάν δέ ταῦτα ὑπερβῇ, ὥσπερ οἱ τῆς πίστεως υἱοί χριστιανοί, καί αὐτῷ παραστῇ τῷ Θεῷ, καί ἀπό τοῦ τοῖς οὖσι κάλλους ἐπί τό ὄντως καλόν καί ἐράσμιον ἀναδράμῃ, οὗ ἡ θέα μόναις ταῖς καθαραῖς καρδίαις ἐμφαίνεσθαι πέφυκε, τότε ἐπί τά τῆς θεολογίας ἀνώτερα προκόψας καί ἐποπτικός γενέσθαι δύναται[36].

          Στό Ὄρος ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνας. Καί ἑνιαῖος! Καί προσπαθεῖ νά βάλει τάξη στόν ἑαυτό του, ὥστε οὔτε νά γίνει δύο χωριστά μέρη, σῶμα καί ψυχή, ξένα μεταξύ τους, ἀντίθετα στούς πόθους καί στόχους καί ἀνάγκες τους, οὔτε νά σβήσει τό ἕνα γιά χάρη τοῦ ἄλλου, ὅπως κάνουν οἱ ὑλιστές. Ἡ τοποθέτηση αὐτή εἶναι καί ψυχολογικά, καί βιολογικά, καί ὑλιστικά ἀκόμη, καί βεβαίως καί πολύ περισσότερο θεολογικά, σωστή. Ἡ Γραφή μάλιστα μόνο αὐτή δέχεται, ἀφοῦ μᾶς λέγει, πώς μόνο τό ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ζῶν λόγος τοῦ Θεοῦ, διικνεῖται «ἄχρι μερισμοῦ ψυχῆς καί πνεύματος, ἁρμῶν τε καί μυελῶν»[37], δηλ. σώματος.

          Οἱ Μοναχοί ξέρουν καί πιστεύουν, ὅτι «ἡ ψυχή τοῖς ἔξωθεν σχήμασιν εἴωθε συμμεταβάλλεσθαι καί πρός αὐτά τυποῦσθαι»[38]. Οἱ Ὀρθόδοξοι μισοῦν τόν πιετισμό, δηλ. τά ἐξωτερικά ἔργα, πού εἶναι ἀποσυνδεδεμένα ἀπό τόν ἔσω ἄνθρωπο. Ὁ Ὀρθόδοξος μοναχός ζῆ τήν παράδοση τῶν πατέρων γιά τή σχέση καί ἀλληλεπίδραση μεταξύ πράξεων τοῦ σώματος καί τάσεων τῆς ψυχῆς· μεταξύ παθῶν καί ἠδονῶν καί καθαρότητας ψυχῆς· ἐνεργειῶν σωματικῶν καί νοῦ, συναισθημάτων, θελήσεως, ἀποφάσεων· μεταξύ πράξεως καί θεωρίας. Ἡ τοποθέτηση αὐτή εἶναι ἡ σωστή, ἡ φυσική, ἡ ἀνθρώπινη. Εἶναι αὐτονόητη καί εὐκολονόητη. Ὅσο κι ἄν ἔχει ὁ ἄνθρωπος μολυνθῆ ἀπό τά συνθήματα τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ, πού ξεχωρίζει τήν ψυχή ἀπό τό σῶμα, τό καταλαβαίνει χωρίς κόπο. Γι᾿ αὐτό καί σπάνια φεύγει ἄνθρωπος ἀπό τό ἅγιο Ὄρος, χωρίς νά ἔχει σέ κάποιο βαθμό θέσει ὑπό ἀμφισβήτηση τήν ἀξία τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ.

          Ἡ πατερική μας παράδοση ξέρει, ὅτι  ὁ ἄνθρωπος δέν γεννιέται ἠθικά ἀκίνητος. Ὁ ἄνθρωπος δέν γεννιέται. Γίνεται. Μέ τόν ἀγῶνα του γιά ἁγιασμό. Καί μέ τόν ἀγῶνα του προχω­ρεῖ συνεχῶς πρός τά ἄνω, πρός τήν κορυφή τοῦ Ἄθω, τῆς ἁγιότητας. Γι᾿ αὐτό κοπιοῦν οἱ μοναχοί. Ἐπειδή ὁ Χριστός εἶπε: «Ἐν τούτῳ ἐδοξάσθη ὁ Πατήρ, ἵνα ὑμεῖς ὑπάγητε καί καρπόν πολύν φέρητε, καί ὁ καρπός ὑμῶν μένῃ[39]».

          «Καθαιρόμενος ὁ νοῦς, ἀπό τῆς καθάρσεως μεταβαίνει εἰς φωτισμόν, καί ἀπό τοῦδε ἥκει εἰς τήν τελειότητα. Εἰ μή μεταβολή ἔστιν αὕτη ἡ κίνησις, ταὐτόν ἔσται κάθαρσις καί φωτισμός καί τελείωσις. Ἀλλά τοῦτο, σωφρονοῦσι, καί μακρόθεν ἄτοπον φαίνεται[40]».

          Ἐπειδή λοιπόν ἐκεῖνοι, πού ζοῦν στό ἅγιο Ὄρος ἔχουν κάμει τήν πορεία πρός τήν τελείωση, μοναδικό τους ἔργο, τό ἅγιον Ὄρος εἶναι σχολεῖο Ὀρθοδοξίας. Καί τά θαύματα τῆς κορυφῆς του δείχνουν, ὅτι πρέπει σέ Ὀρθοδοξία νά ἀναβαίνωμε μέ τήν ἄσκηση, καί ὄχι νά κατεβαίνωμε μέ τίς μάταιες διαμάχες γύρω ἀπό γενεαλογίες καί ζητήματα, πού μόνο μᾶς βλάπτουν, γιατί μᾶς ἀποτραβοῦν ἀπό τό κύριο ἔργο.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ:   Τ Ο   Χ Ρ Ε Ο Σ   Μ Α Σ

          Τό ἅγιο Ὄρος εἶναι ἡ ἀκρόπολη τοῦ πατερικοῦ πνεύματος, τῆς πατερικῆς διδασκαλίας καί τῆς πατερικῆς ζωῆς. Εἶναι ἡ Ἀκρόπολη τῆς Ὀρθοδοξίας. Τό τελευταῖο ὀχυρό. Καί γύρω του γίνεται πόλεμος τραχύς γιά τήν ἄλωσή του.

          Τό πολεμάει ὁ διάβολος μέ τά ὄργανά του καί ἀπό μέσα καί ἀπό ἔξω. Ἀπό μέσα, τάχα γιά τά ὑψηλότερα ἰδανικά, γιά μιά κατά τή δική τους ἀντίληψη ἔννοια Ὀρθοδοξίας, μέ τήν καταφρόνηση τῆς μεγάλης ἀρετῆς τῆς ταπεινώσεως καί ὑπακοῆς, δηλ. τῆς μή ἐμπιστοσύνης στήν γνώμη καί τό θέλημά τους. Ἔτσι ὁ σατανᾶς κατόρθωσε, ὅπως καυχήθηκε μέ τό στόμα μιᾶς δαιμονισμένης στόν ἅγιο Γεράσιμο Κεφαλληνίας λίγο πρί τό 1924[41]ὅτι θά μεταβάλει τό κάθε μοναστήρι σέ μητρόπολη, τήν κάθε σκήτη σέ Σύνοδο, καί τήν κάθε καλύβη σέ Πατριαρχεῖο. Δηλ. μέ τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου οἱ μοναχοί ἀπέρριψαν τήν ταπείνωση καί τήν ὑπακοή, ἀμέλησαν γιά τό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς προσευχῆς, καί ἀγωνίζονται, ἤ μᾶλλον παρηγοροῦνται, ὅτι ἀγωνίζονται γιά τήν περιφρούρη­ση τῆς πίστεως. Αὐτοί εἶναι οἱ «ζηλωτές». Καρπός τῆς ἐνέργειας τοῦ διαβόλου. Διάλυση τοῦ ἁγίου Ὄρους.

          Ἀπό ἔξω ὁ διάβολος πολεμάει μέ τόν Οἰκουμενισμό, δηλ. μέ τήν δυτικίζουσα θεολογία, πού δέν βλέπει διαφορά οὐσίας μεταξύ Ὀρθοδοξίας καί Δυτικῶν (Καθολικῶν καί Διαμαρτυρομένων) καί γι᾿ αὐτό βρίσκει πολύ ἁπλό πρᾶγμα τήν τυχόν ἕνωση. Γιά νά παίρνουν τά ἐπιχειρήματά τους κῦρος, οἰ μέντορες τοῦ οἰκουμενισμοῦ, διακηρύττουν ὅτι ἡ θεολογία συνεχῶς... ἐξελίσσεται καί... προοδεύει! Καί ὅτι οἱ ἅγιοι Πατέρες δέν ἦσαν καί πολύ... σπουδαῖοι. Οὔτε δημιουργοῦν γιά τήν Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθοδοξία δέσμευση! Αὐτά βέβαια ἐντελῶς ξένα στό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

          Σ᾿ αὐτούς χρειάζεται ἄμυνα μέ τό πνεῦμα τῶν ἁγίων καί τοῦ ἁγίου Ὄρους. Τήν ἄμυνα ἐκφράζει ὁ ἅγιος Νικηφόρος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, μέ τά ἑξῆς λόγια, πού διατυπώνουν ἀντιθετικά τίς δύο ἀβυσσαλέα διαφορετικές τοποθετήσεις: «Οὗτοι, τούς ὁσίους καί θεοφόρους πατέρας ἡμῶν κατεξευτελίζουσι καί φαυλίζουσι, μηδέν φάσκοντες διαφέρειν αὐτούς τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἔν τε δόξῃ (στίς γνῶμες τους) καί ἀρετῇ. Σοφούς δέ ἑαυτούς χειροτονοῦσι οἱ σαρκοφιλόσοφοι, καί θεολόγοι ἀξιοῦσι καλεῖσθαι παρά τῶν ἰδίων μαθητῶν οἱ κενολόγοι, καί χρυσόστομοι οἱ αἰσχρόστομοι». Τά λόγια αὐτά δέν χρειάζονται ἐπεξηγήσεις. Οὔτε ἰδιαίτερο κόπο γιά νά καταλάβει κανείς, τί λένε σέ πολλούς σύγχρονους θεολόγους.

          Ἕνας ἄλλος ἐχθρός τοῦ ἁγίου Ὄρους εἶναι ἡ πολιτική, πού τό βλέπει σάν τόπο πού μπορεῖ νά ἀξιοποιηθῆ τουριστικά γιά τήν εἴσοδο συναλλάγματος στή χώρα. Αὐτό ὅμως θά ζημιώσει πολύ τή χώρα, τό γένος μας καί τήν Ὀρθοδοξία, γιατί ἔτσι θά πέσει τό τελευταῖο ὀχυρό τοῦ πατερικοῦ ὀρθοδόξου πνεύματος, ἀπό τό ὁποῖο πρέπει νά ξεχυθεῖ τό φῶς στή χώρα μας καί σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Σ᾿ αὐτούς ὑπενθυμίζομε μόνο τά λόγια τοῦ Πινδάρου: «Ἔστι δέ φῦλον ἐν ἀνθρώποισι ματαιότατον/ ὅστις αἰσχύνων ἐπιχώρια παπταίνει τά πρόσω/ μεταμώνια θηρεύων ἀκράτοις ἐλπίσι»[42].

          Ἐμεῖς ἄς ἀγαπᾶμε τό ἅγιο Ὄρος. Καί ἄς ἀγωνισθοῦμε νά διατηρηθῆ. Τότε σιγά-σιγά τό φῶς τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, πού ἔχει νικηθῆ στόν «κόσμο»[43], θά ὐπάρχει ἐλπίδα ὅτι θά ἀνακτήσει ἔδαφος πρῶτα στή χώρα μας καί μετά σ᾿ ὁλόκληρο τόν κόσμο, ἀφοῦ «μεγάλη ἡ ἀλήθεια καί ἰσχύει παρά πάντα».


[1] Ἡ ἀρχή αὐτή εἶναι πολύ βασική. Εἶναι ἡ ἔμπρακτη προσπάθεια ἀποφυγῆς τῆς ὑποκρισίας. Εἶναι σύμφωνη μέ τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Ὁ ποιήσας καί διδάξας μέγας κληθήσεται».

[2]Ἁγίου Θεολόγου, Λόγος ΚΖ' (Θεολ. Α', 3). Συνιστοῦμε σ᾿ ἐκείνους πού θέλουν νά ἀποκτήσουν λίγη ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία τή μελέτη τῶν Θεολογικῶν λόγων τοῦ ἁγ. Γρηγορίου.

[3]Ἁγίου Γρηγορίου, ἔ. ἀ. Λόγος ΚΗ' (Θεολ. Β' 2).

[4]Β' Πέτρου 1,16-18

[5]Τά λόγια αὐτά εἶναι πολύ σκληρά. Εἶναι ὅμως σωστά. Οἱ Λατίνοι ἐξεκίνησαν ἔχοντας τήν ἴδια πίστη μέ ἐμᾶς. Σήμερα οὔτε πίστη ἔχουν πιά τήν ἴδια, οὔτε ἤθη. Θεωρώντας χρέος τους νά συμμορφώνωνται κάθε ἐποχή μέ τό πνεῦμα της γιά λόγους ἱεραποστολικούς κατάντησαν τήν θεολογία τους καί τήν ἐκκλησιαστική τους ζωή περιπατητική.

[6]  Β' Πέτρου, 2, 22

[7] Παν. Σούτσου, Ὁδοιπόρος, Ἀθήνα 1831

[8]Δίον καί Ἀκρόθωος, ὠνομάζονταν τά πολισμάτια ἐκεῖνα

[9]Εἰκόνα τοῦ ἀπείρου πλούτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους σέ μουσειακό ὑλικό  μᾶς δίνουν οἱ μεγαλειώδεις τόμοι τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, πού φέρουν τόν τίτλον «Θησαυροί τοῦ Ἁγίου Ὄρους» καί παρουσιάζουν μόνον τίς  μινιατοῦρες τῶν χειρογράφων κωδίκων του.

[10]ἉγίουΑὐγουστίνου, In Joannis Evangelium Tractatus XXXIV, 2

[11] Ἰωάν. 15, 8-15

[12] Λουκ. 18, 18-30

[13] Ἰώβ 40, 6. Τό χωρίον αὐτό τό τονίζουν πολύ οἱ ἅγιοι πατέρες, γιά νά δείξουν πόσο μεγάλη καί ψυχώλεθρος εἶναι ἡ σημασία τῶν σαρκικῶν ἡδονῶν, ἰδίως τῶν ὑπό τήν γαστέρα.

[14] Ἰωάννου Σιναΐτου, Κλῖμαξ Λόγος Α, ι'.

[15] Α΄ Κορ. 2, 14-15

[16] Εὐλογίου Κουρίλλα, Ἱστορία τοῦ Ἀσκητισμοῦ, Θεσσαλονίκη 1929, σελ. 28

[17] Άββᾶ Μακαρίου λβ΄

[18] Β. Μenthon, Moναστήρια και ἅγιοι τοῦ Ὀλύμπου τῆς Βιθυνίας, Θεσσαλονίκη 1980, σελ. 163. Ἀνάλογο περιστατικό βρίσκουμε καί στο Γεροντικό (Ἀββᾶ Μακαρίου β΄)

[19] Ἐν Εὐλογίου Κουρίλλα, ἔ.ἀ. σελ 29

[20] K. Holl, Das Griechische Mőnchtum

[21] Ἁγ. Ἰωάννου Κλῖμαξ, λόγος κστ΄, κγ.

[22] Θεοκλήτου Μοναχοῦ Διονυσιάτου, Μεταξύ Οὐρανοῦ καί γῆς, ἔκδ. Δ΄, σελ. 242

[23] Οἱ Ἅγιες Γραφές σάν περιγραφές καί μαρτυρίες περί τῆς Θείας Δόξης, ἔχουν μέσα τους ἕνα κάλλος «μυστικό» ἤ «ἐναποκείμενο» ἤ «κεκρυμμένο» ἤ «ἀπόθετο». Ὁ ἅγιος Γρηγόριος μᾶς λέγει, ὅτι τό ἀπόθετο κάλλος ἀξιώνονται καί βλέπουν, ἐννοοῦν καί καρποῦνται μόνον ὅσοι μελετοῦν τίς Ἅγιες Γραφές «μή ραθύμως», «μηδέ παρέργως», ἀλλά «διασχόντες τό γράμμα» προσπαθοῦν νά «παρακύπτουν εἴσω». Μόνον αὐτοί καταυγάζονται ἀπό τόν φωτισμό τῆς θείας γνώσεως (Ἁγ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος ΛΑ΄ (Θεολ. Ε΄) 21).

[24] Μέγας Συναξαριστής, τ. ΣΤ΄, ἔκδ. Γ΄, σελ. 151

[25] Οἱ Ἰουδαῖοι ἐπίστευαν, ὅτι ἡ καταγωγή τους ἀπό τόν Πατριάρχη Ἀβραάμ τούς εἶχε καταστήσει ἀγαπημένους τοῦ Θεοῦ μέ βέβαιη τή σωτηρία. Ὁ Χριστός, γιά νά τούς δείξει, ὅτι ἐξηγοῦσαν πολύ στραβά τίς προφητεῖες, τούς εἶπε: «Μή ἄρξησθε λέγει, ὅτι πατέρα ἔχομεν τόν Ἀβραάμ δύναται γάρ ὁ Θεός καί ἐκ τῶν λίθων ἐγεῖραι τέκνα τῷ Ἀβραάμ». Καί ἕνας ἅγιος γέροντας τοῦ Γεροντικοῦ ἐπέπληξε ἀμόναχους μοναχούς τῆς ἐρήμου μέ τά λόγια. «Ἀδελφοί, μή μολύνωμεν τόν τόν, ὅν οἱ πατέρες ἡμῶν ἐκαθάρισαν ἀπό τῶν δαιμόνων».

[26] Τσετβέρικωφ Σεργίου, Στάρετς Παΐσιος Βελιτσκόφσκι, Παρίσι 1976, σελ. 77  (ρωσσ.).

[27] Χαιρετισμοί τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, οἶκος κγ΄

[28] Ὁ τίμιος Σταυρός εἶναι ἡ πιό μεγάλη εὐλογία, τιμή καί εὐπρέπεια. Ὅπου ὁ Σταυρός, ἐκεῖ τιμή, δόξα, εὐλογία, εὐπρέπεια, δύναμη, ἁγιασμός.

[29] Μέγας Συναξαριστής, τόμος Α΄, σελ. 260-261, καί Εὐλογίου Κουρίλλα, ἔ.ἀ. σελ.

[30]  Ἐξόδου 2, 5.

[31] Ἀνδρέου Μοναχοῦ, τό Γεροντικό τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Ἀθῆναι 1979, σελ. 163

[32] ἔν. ἀ. σελ. 66-71

[33]  ἔ. ἀ. σελ. 125-130.

[34] Ὁμιλία εἰς τό Β΄ Θεσσ. 2, 6-7  P.G. 62, 486. «Ἡ ἀρχή ἡ Ρωμαϊκή, ὅταν ἀρθῆ ἐκ μέσου, τότε ἥξει ἐκεῖνος», δηλ. ὁ ἀντίχριστος.

[35] Τίς ἰδέες αὐτές ἐνστερνίζονταν σχεδόν ὅλοι ἐκεῖνοι πού εἶχαν κάποια βαρύτητα στόν ἀγῶνα (Κοραῆς, Κολοκοτρώνης κ.λ.π.) καί ἔτσι κατεδικάσθη τό Γένος μας στήν κομπλεξική νοοτροπία, νά νομίζη τόν ἑαυτόν του ἀδικημένο καί  νά θέλει νά μιμηθῆ τά ξένα «προηγμένα» ἔθνη. Διέφεραν μόνο στόν τρόπο, πού ἤθελαν «νά γίνει ἡ Ἑλλάδα φράγκικο». Ἄλλοι τό ἤθελαν νά γίνει ἀπότομα καί ἄλλοι μέ ...... ρέγουλα!

[36] Καλλίστου Ἀγγελικούδη, Κατά Θωμᾶ Ἀκινάτη, ὑπό Στυλ. Παπαδοπούλου, Ἀθῆναι 1970, παράγρ. 138, σελ. 85.

[37]  Ἑβρ. 4, 12

[38]  Ἰωάννου, Κλῖμαξ, Λόγος ΚΕ, νδ΄

[39] Ἰωάννου 15, 5,16

[40] Καλλίστου Ἀγγελικούδη, ἔ. ἀ., παράγρ. 195, σελ. 110

[41] Ἀνδρέου Μοναχοῦ, ἔ. ἀ. σελ. 153

[42] Πινδάρου, Πυθιόνικος Γ, ἐπ. α΄

[43] Ἡ λέξη «κόσμος» μέ τή θεολογική της σημασία καί ἔννοια. Σάν τό ἀντίθετο καί ἀντίπαλος τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ.