Η ΑΓΑΠΗ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΕΧΘΡΟΥΣ (Λουκ. 6, 31- 36)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Διασκευή ὁμιλίας στό Χειμαδιό, τό 1986)

 

1. Προϋπόθεση παραμονῆς στήν Ἐκκλησία

 

Ὁ ἄνθρωπος δέν θά πάψει ποτέ, νά ἀγωνίζεται νά προστατεύσει τήν ζωή του, τήν οἰκογένειά του, τήν πατρίδα του. Καί νά δημιουργεῖ γύρω του, γύρω ἀπό τήν οἰκογένειά του, ἀπό τό σπίτι του, ἀπό τήν πατρίδα του, τείχη ἀσφαλείας, πότε μέ πέτρες, πότε μέ ἀσπίδες καί πότε μέ τίς φωνές του: «Θέλουμε εἰρήνη!»

Στήν ἀρχαία ἐποχή, εἶχαν μόνο τείχη μέ πέτρες. Ὅποιος ἔμπαινε μέσα σ’ αὐτά εἶχε ἀσφάλεια καί ὅποιος ἔμενε ἀπ’ ἔξω κινδύνευε νά σφαγεῖ ἀπό τούς ἐχθρούς.

Μᾶς λέγει, τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο ὅτι ἀσφαλές τεῖχος μέσα στό ὁποῖο, ὅταν καταφύγει ὁ ἄνθρωπος σώζεται, εἶναι ἡ Ἐκκλησία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ τόπος στόν ὁποῖο εἴμαστε ἐξασφαλισμένοι γιά τήν αἰώνια σωτηρία μας, καί ἔχουμε τήν βεβαιότητα ὅτι ὅσο βρισκόμαστε μέσα σ’ αὐτή εἴμαστε ζωντανοί ἐν Χριστῷ. Ὅποιος καταφεύγει στήν Ἐκκλησία θά ζήσει αἰώνια. Ὅποιος μένει ἀπέξω κινδυνεύει νά χαθεῖ.

Ἡ Ἐκκλησία συνεχίζει τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν ἀληθινή γνώση. Μᾶς διδάσκει τί εἴμαστε ἐμεῖς, τί εἶναι ὁ Θεός, τί εἶναι ἡ γῆ, τί εἶναι ἡ σάρκα μας, τί εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Στήν Ἐκκλησία μπαίνουμε μέ τό νά βαπτιστοῦμε στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἐξακολουθοῦμε νά μπαίνομε, ὅταν ἔχουμε ἀγάπη. Καί φεύγουμε ἀπό τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ἀπό τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, ὅταν παύσουμε νά ἔχουμε ἀγάπη.

Ἄς δοῦμε τώρα, ὅταν μᾶς λέγει τό Εὐαγγέλιο ὅτι πρέπει νά ἔχουμε ἀγάπη, τί ἐννοεῖ; Πόση ἀγάπη χρειάζεται γιά νά μένουμε ἐν Χριστῷ στήν Ἐκκλησία καί νά ἔχουμε τήν ἐλπίδα νά πᾶμε στήν Βασιλεία Του;

Δέν ζοῦμε, δέν μποροῦμε νά ζοῦμε, ὁ καθένας μοναχός του. Μοναχά τους ζοῦνε τά θηρία. Οἱ ἄνθρωποι ἔχουν κοινωνία. Καί μέσα στήν κοινωνία ἔχουν συναλλαγές, ἔχουν ἐπικοινωνία ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλον.

Λέγει ὁ Χριστός: «ἄν ἀγαπᾶτε ἐκείνους πού σᾶς ἀγαπᾶνε, δέν ἔχετε ἀμοιβή. Καί οἱ πόρνες καί οἱ ἁμαρτωλοί καί οἱ ἐγκληματίες τό ἴδιο κάνουν. Ὅταν δανείζετε τό γείτονά σας καί τή γειτόνισσά σας τό κόσκινο, τό ταψί, τό τσεκούρι σας καί ὁ,τιδήποτε ἄλλο, δέν ἔχετε μισθό γιατί περιμένετε νά σᾶς δανείσει, ὅταν θά ἔχετε ἀνάγκη καί ἐκεῖνος κάτι δικό του. Καί οἱ ἁμαρτωλοί καί οἱ ἐγκληματίες μεταξύ τους ἔχουν ἀγάπη, ἀλληλεγγύη, συνεργασία. Ὅμως δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀληθινή ἀγάπη. Δέν εἶναι αὐτή ἡ ἀγάπη, ἐκείνη πού ἔχει ἀξία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ».

Δέν ἔχει ἀξία ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ νά ἀγαπάει ὁ πατέρας τό παιδί του. Τό γέννησε! Εἶναι φυσική καί ἠθική ὑποχρέωσή του νά τό ἀγαπάει καί νά θυσιάζεται γι’ αὐτό. Ὅποιος δέν τό κάνει, δέν εἶναι ἄνθρωπος, εἶναι τέρας, εἶναι διεστραμμένος. Καί μετά, τό παιδί του θά εἶναι πάντοτε κοντά του. Θά τόν παρηγορήσει στά γεράματά του, θά τόν γηροκομήσει, θά τόν περιποιηθεῖ. «Ἀγάπη», εἶπε ὁ Χριστός, «εἶναι νά ἀγαπᾶς τόν συνάνθρωπο, χωρίς νά περιμένεις ἀπό αὐτόν τίποτα. Ἐλεεῖτε καί δανείζετε, χωρίς νά περιμένετε τίποτα, χωρίς νά περιμένετε ἀνταπόδοση».

Σέ μιά ἄλλη περίπτωση εἶπε ὁ Χριστός: «Ὅταν καλεῖτε στό τραπέζι σας, ἄνθρωπο νά φάει, μήν καλέσετε ἐκεῖνον, πού τήν ἄλλη ἑβδομάδα, θά σᾶς καλέσει στό δικό του, γιά νά γίνει ἀνταπόδοση. Καλέστε ἕνα φτωχό, ἕνα ζητιάνο, πού νά μήν ἔχει νά σᾶς τό ἀποδώσει, γιά νά δικαιοῦστε νά τό πάρετε στήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ».

«Καί ἄν θέλετε νά εἴσαστε παιδιά τοῦ Ἐπουρανίου Πατρός νά ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας, ἐκείνους πού σᾶς μισοῦν, ἐκείνους πού σᾶς κακολογοῦν, ἐκείνους πού σᾶς ἔχουν βλάψει, ἐκείνους πού σᾶς ἔχουν ἀδικήσει, ἐκείνους πού ὅταν τούς βλέπετε μπροστά σας, ταράζεστε γιατί σᾶς ἔχουν κάνει κακό. Καί τότε, ἄν ἀγαπᾶτε αὐτούς τούς ἀνθρώπους, θά εἴσαστε παιδιά τοῦ Ἐπουρανίου Πατέρα»

 

2. Ἡ πιό ὑπέροχη πράξη

 

Ἕνας πατέρας εἶχε τρία παιδιά. Ὅταν μεγάλωσαν τούς μοίρασε τήν περιουσία του. Καί τούς εἶπε:

-Παιδιά μου. Σᾶς τά ἔδωσα ὅλα. Κρατῶ ἀκόμη ἕνα πολύτιμο πράγμα, τό δαχτυλίδι μου. Ἔχει ἕνα μεγάλο διαμάντι. Εἶναι πολύτιμο. Θά τό δώσω σ’ ἐκεῖνον πού θά κάνει τήν πιό καλή πράξη.

Μετά ἀπό λίγο καιρό, ἔρχεται ὁ μεγάλος γιός καί τοῦ λέγει:

-Πατέρα, ἕνας ἄνθρωπος μοῦ ἐμπιστεύτηκε ὁλόκληρη τήν περιουσία του, ἕνα τεράστιο χρηματικό ποσό. Χωρίς χαρτιά καί συμβόλαια. Μοῦ τά ἔδωσε ὅλα στά χέρια μου. Καί μοῦ εἶπε: «Πάρ’ τα, νά μοῦ τά φυλάξεις. Ὅταν τά χρειαστῶ θά στά ζητήσω». Ὅταν ἦρθε καί μοῦ τά ζήτησε, τοῦ τά ἔδωσα ὅλα, μέχρι δεκάρας. Ἄν καί μποροῦσα νά τοῦ πῶ, μιά καί δέν εἶχε κανένα χαρτί: «Φῦγε. Δέν σοῦ δίνω, ἀπολύτως τίποτα».

Ὁ γυιός περίμενε νά ἀκούσει ἀπό τόν πατέρα του ἕνα μεγάλο «μπράβο!» Ἀλλά ὁ πατέρας κούνησε τό κεφάλι του καί τοῦ εἶπε:

- Παιδί μου, ἀλλοίμονο, ἄν δέν τοῦ τά ἔδινες ὅλα. Τότε θά ἤσουν ἕνας παλιάνθρωπος. Ἄν θέλεις νά σέ ἐπαινέσω γιατί δέν ἔγινες παλιάνθρωπος, κάνεις μεγάλο λάθος. Δέν ἔχει ἀξία ἡ πράξη σου αὐτή.

Ἔρχεται ὁ δεύτερος γιός καί τοῦ λέγει:

-Ἐγώ, πατέρα, συνάντησα ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μοῦ ἐμπιστεύτηκε μεγάλα πράγματα. Μοῦ ἔδωσε, ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του. Καί ἐγώ δέν τόν ἐκμεταλλεύτηκα. Τόν προστάτευσα καί τοῦ φάνηκα χρήσιμος.

Ἀπάντησε ὁ πατέρας:

-Παιδί μου, ἔτσι εἶναι οἱ ἄνθρωποι. Ἐδῶ ἦρθε ὁ ἄνθρωπος μέ ὅλη του τήν εἰλικρίνεια καί ἔπεσε στά χέρια σου, ὅπως πηγαίνει τό μωρό στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του, καί καμαρώνεις γιατί αὐτό τόν ἄνθρωπο τόν προστάτευσες; Δέν εἶναι μεγάλη ἡ πράξη σου παιδί μου. Εὐγενική εἶναι, καλή εἶναι, ἀνθρώπινη εἶναι, ἀλλά δέν εἶναι μεγάλη.

Ἦρθε καί ὁ τρίτος γιός καί εἶπε:

-Ἐνῶ, περπατοῦσα στόν δρόμο, εἶδα ἕνα ἄνθρωπο πού μέ εἶχε βλάψει, ἕναν ἐχθρό μου. Καθόταν σ’ ἕνα ψηλό βράχο καί ἀποκοιμήθηκε στήν ἄκρη. Ἦταν ἕτοιμος νά πέσει κάτω καί νά σκοτωθεῖ. Ὅταν εἶδα ὅτι, κινδυνεύει νά πέσει, ἔτρεξα, τόν ἔπιασα ἀπό τό χέρι, τόν ξύπνησα καί τοῦ εἶπα: «τράβα παραπάνω, θά πέσεις».

Λέει ὁ πατέρας:

-Παιδί μου, αὐτή εἶναι καλή πράξη. Σέ σένα θά δώσω τό δαχτυλίδι.

 

3. Βαδίζοντας στήν «Ὁδό ἀγάπης»

 

Πηγαίνουμε σέ μιά πόλη τῆς Ἰταλίας, πού λέγεται Μπολονία. Ἐκεῖ, ὑπάρχει μιά ὁδός, πού φέρει τό ὄνομα: «Ὁδός ἀγάπης». Πῶς πῆρε αὐτό τό ὄνομα;

Σ’ ἐκεῖνο τόν τόπο ζοῦσε παληά μιά χήρα γυναίκα μέ τό μονάκριβο παιδί της, πού ἦταν ἡ ἐλπίδα καί τό καμάρι τῆς ζωῆς της. Ἀλλά μιά ἡμέρα, τό παλληκάρι ἄρχισε λογομαχία μ’ ἕναν ἄλλο νεαρό. Λόγο, τό λόγο ἄναψε καυγάς καί ὁ νεαρός τράβηξε ἕνα μαχαίρι καί τόν σκότωσε. Ὅταν ὁ δράστης κατάλαβε τί ἔκανε ταράχτηκε. Ἔτρεξε νά βρεῖ καταφύγιο. Καί χωρίς νά ξέρει ποῦ πάει, χτύπησε τήν πόρτα τῆς χήρας, τῆς μητέρας τοῦ νεκροῦ. Ἄνοιξε ἐκείνη, χωρίς νά ξέρει τίποτα καί τόν ἔμπασε μέσα.

Ὅταν μπῆκε μέσα, ἔπεσε στά πόδια της, καί τῆς λέει:

-Σῶσε με! Σκότωσα ἄνθρωπο. Ἔρχονται νά μέ πιάσουν καί θά μέ σκοτώσουν. Γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, κρύψε με!

Ἡ μητέρα, χωρίς νά ξέρει ποιόν εἶχε σκοτώσει ὁ νεαρός, τόν ἔκρυψε στό πιό ἀσφαλές μέρος τοῦ σπιτιοῦ της. Σέ λίγο, καταφθάνουν οἱ ἀστυνόμοι.

- Τί εἶναι; Τί θέλετε;

-Κάποιος κρύφτηκε σ’ αὐτήν τήν περιοχή. Μήν εἶναι στό σπίτι σου;

-Ἐλεύθεροι νά ψάξετε, ὅπου θέλετε. Ἀνοῖχτε, ὅπου θέλετε, κοιτάχτε. Δέν ἔχω κρύψει κανέναν.

Ἔψαξαν παντοῦ καί δέν βρῆκαν τίποτα. Ἀλλά ὅταν ἔφευγαν λέει ἕνας ἀστυνομικός στό διπλανό του:

- Ἄχ καί νά ἤξερε αὐτή ἡ κακομοίρα, ὅτι ψάχνουμε τό δολοφόνο τοῦ γιοῦ της!

Ὅταν τό ἄκουσε, ἡ γυναίκα λιποθύμησε. Γύρισαν πίσω οἱ ἀστυνόμοι καί τή συνέφεραν. Καί ἐκείνη, στέκει βουβή.

-Μήπως ξέρεις; Τήν ξαναρωτοῦν.

-Ὄχι, δέν ξέρω τίποτα.

Ὅταν ἔφυγαν πῆγε στό εἰκονοστάσι, γονάτισε μπροστά στήν ἄχραντη εἰκόνα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί εἶπε τά λόγια τοῦ ἁγίου καί δικαίου προφήτου Ἰώβ: «Σύ μοῦ τό ἔδωσες Κύριε, Σύ μοῦ τό πῆρες. Νά εἶναι τό ὄνομά Σου εὐλογημένο εἰς τούς αἰώνας. Ἐγώ μόνη μου ἦρθα στή γῆ, μόνη μου θά φύγω».

Καί, ἀφοῦ κοίταξε πάλι τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ, καί κατάλαβε τί τῆς ζητάει. Πῆγε στό μέρος πού ἦταν κρυμμένο τό παιδί, ὁ φονιάς καί τοῦ λέει:

-Παιδί μου, πρέπει νά ξέρεις ὅτι σκότωσες τόν γιό μου. Ἀπό αὐτή τή στιγμή, ἐγώ σέ υἱοθετῶ, σέ παίρνω στή θέση τοῦ παιδιοῦ μου. Καί ἄν σέ πιάσουν θά ρθῶ στό δικαστήριο, νά σέ ὑποστηρίξω, γιά νά σωθεῖς.

Πραγματικά ἔπιασαν τό νεαρό καί τόν πῆγαν στό κακουργοδικεῖο. Καί πῆγε ἡ μητέρα ἐκείνη καί ζητοῦσε γονατιστή ἀπό τούς δικαστές, στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, νά συγχωρήσουν τό δολοφόνο τοῦ παιδιοῦ της. Οἱ δικαστές συγκινήθηκαν καί τόν ἄφησαν ἐλεύθερο. Καί ἀπό τότε, ὁ δρόμος ἐκεῖνος ὀνομάστηκε: «Ὁδός ἀγάπης», γιά νά θυμόμαστε ὅτι:

Ὅπως δέν ἐπιτρέπεται νά ζοῦμε κυριευμένοι ἀπό τά πάθη τῆς σάρκας καί νά κάνουμε πορνεῖες καί μοιχεῖες, ἐπειδή τό ἀπαιτεῖ ἡ σάρκα μας, ἔτσι δέν ἐπιτρέπεται καί νά μισοῦμε τούς ἐχθρούς μας, ἐπειδή μᾶς σπρώχνει σ’ αὐτό ἕνα ἄλλο πάθος, ὄχι σαρκικό, ἀλλά ψυχικό. Γιατί ὁ Χριστός μᾶς λέει ὅτι ἄν θέλουμε νά γίνουμε τέκνα Του, πρέπει τά πάθη καί τῆς σάρκας καί τῆς ψυχῆς νά τά νικήσουμε καί νά τά νεκρώσουμε. Καί νά εἴμαστε εὔσπλαχνοι, ὄχι μόνο στά παιδιά μας, ἀλλά καί στούς ἐχθρούς μας.

Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο νά μᾶς δίνει σοφία καί σύνεση, νά ἀναζητοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ πού φωτίζει τίς ψυχές, γιά νά μπορέσουμε νά ἐλευθερωθοῦμε ἀπό τά φθοροποιά πάθη. Καί ἄς καταλάβουμε ὅτι ὅλα τά πάθη εἶναι δαιμονικά καί ὀλέθρια, ἀλλά τό χειρότερο ἀπό ὅλα εἶναι νά ἔχει κανείς μίσος καί κακία.

Άς φροντίζουμε λοιπόν νά γεμίζουμε τήν καρδιά μας μέ ἀγάπη, γιατί αὐτή θά μᾶς φέρει κοντά στό Χριστό καί στή Βασιλεία Του. «Ὁ Θεός ἀγάπη ἐστι» Ὅποιος ἔχει ἀγάπη, εἶναι τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὅποιος δέν ἔχει βρίσκεται στό σκοτάδι.