(Ματ. 15, 21-28)
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΤΗΣ ΧΑΝΑΝΑΙΑΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Ὁμιλία στήν Βίγλα στίς 31/1/1982
Ὁ ἥλιος καί τό λουλούδι
Ὁ Διονύσιος Σολωμός, ὁ μεγάλος ἐθνικός ποιητής, ἦταν ἕνας πολύ καλός χριστιανός. Πίστευε στόν Χριστό μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ψυχῆς του.
Κάποτε ἕνας γνωστός του, βλέποντας τόν τρόπο τῆς ἐνάρετης ζωῆς του, τόν ρώτησε πειρακτικά:
-Δέν μπορῶ νά σέ καταλάβω. Θυσιάζεις τόσα γιά τόν Χριστό. Μά ἐπιτέλους, τί σοῦ δίνει ὁ Χριστός;
Ὁ Σολωμός, τοῦ ἔδειξε ἕνα λουλουδάκι καί τοῦ εἶπε:
-Ὅτι δίνει ὁ ἥλιος σ' αὐτό τό λουλούδι, αὐτό δίνει ὁ Χριστός σέ μένα.
Τί δίνει ὁ ἥλιος στά λουλούδια;
Ἄν δεῖς ἐξωτερικά τά πράγματα, δέν τούς δίνει ἀπολύτως τίποτε. Ἔτσι φαίνεται. Νομίζεις ὅτι ὅλα τά παίρνουν ἀπό τίς ρίζες τους, ἀπό τόν ἀέρα πού τά περιβάλλει καί ἀπό τήν ζωτικότητά τους. Τί μπορεῖ νά δίνει ὁ ἥλιος πού βρίσκεται τόσο μακρυά;
Πᾶρε ὅμως τό λουλουδάκι καί κλεῖστο σ' ἕνα χῶρο πού δέν τό βλέπει ἥλιος καί ἄς ἔχει γῆ καλή καί ἀέρα καθαρό. Τότε θά δεῖς τί προσφέρει ὁ ἥλιος στό λουλούδι.
Τί εἶναι ὅμως ἐκεῖνο πού μᾶς προσφέρει ὁ Χριστός, ὅπως τό προσφέρει ὁ ἥλιος στό λουλούδι;
Καί ἀπό πού τό καταλαβαίνομε ὅτι κάποιος πού δέν πιστεύει στόν Χριστό, δέν ἔχει «αὐτό» πού προσφέρει ὁ Χριστός στόν ἄνθρωπο;
Τό λουλούδι κλεισμένο στό ὑπόγειο, ὅσο καί νά τό τρέφεις, λουδούδι δέν θά γίνει ποτέ γιατί τοῦ λείπει ὁ ἥλιος.
Ὁ ἀληθινός ἄνθρωπος
Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος. Ὅσο καί ἄν τοῦ δίνεις χρῆμα, περιουσίες, φαγητό καί διασκέδαση, χωρίς τόν Χριστό, «ἄνθρωπος» δέν θά γίνει ποτέ. Γιατί ἡ Ἁγία Γραφή θέλει τόν ἄνθρωπο: «Ἄκακο, ἀμίαντο, ἀληθινό, ἀπεχόμενο ἀπό παντός πονηροῦ πράγματος». Μόνο αὐτόν ὀνομάζει «ἄνθρωπο».
Τί λέμε κάθε φορά πού βλέπομε κάποιον νά κάνει τό κακό; Ἄσχετα ἄν καί ἐμεῖς πολλές φορές κάνομε τά ἴδια. Λέμε: «Αὐτός δέν εἶναι ἄνθρωπος». Ἔστω καί ἄν ἐκεῖνος νομίζει ὅτι μέ αὐτά πού κάνει ὀμορφαίνει τή ζωή του.
Ἄν λοιπόν ἐμεῖς, οἱ ἁπλοί καί ἁμαρτωλοί θέλομε τόν ἄνθρωπο «τέλειο, ἄκακο, ἀμίαντο, ἀληθινό, ἀπεχόμενο ἀπό παντός πονηροῦ πράγματος», φαντασθεῖτε πῶς τόν θέλει ὁ Δημιουργός του ὁ Κύριος μας Ἰησοῦς Χριστός.
Πῶς τόν θέλει; Εἰκόνα καί ὁμοίωσή του. Δηλαδή;
Εἴτε βλέπεις τόν Χριστό, εἴτε βλέπεις τόν ἄνθρωπο, νά νομίζεις πώς βλέπεις τό ἴδιο.
Προκειμένου νά φτάσομε σέ κάτι τέτοιο -καί πρέπει ὁπωσδήποτε νά φτάσομε- γιατί χριστιανός αὐτό σημαίνει, εἰκόνα καί μίμηση τοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά ἐξετάσομε σοβαρά καί νά δοῦμε:
Τί πρέπει νά κάνομε γιά νά γίνομε χριστιανοί; Στήν πράξη καί ὄχι στό ὄνομα.
Πρόκειται γιά ἐπιτακτική ὑποχρέωσή μας, γιατί ἀξιωθήκαμε νά βαπτισθοῦμε στήν ἁγία κολυμβήθρα καί νά ἔχομε τό τίμιο καί ἅγιο ὄνομα τοῦ χριστιανοῦ
Τό σημερινό Εὐαγγέλιο μᾶς λέει μέχρι πού πρέπει νά φτάνει ἡ προσπάθειά μας.
Ὅταν ὁ οὐρανός φαίνεται κλειστός
Ὁ Χριστός, μιά μέρα, κουράστηκε νά βλέπει ἀνθρώπους πού δέν εἶχαν καμιά ὄρεξη νά ἀγωνιστοῦν γιά νά γίνουν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ἔκανε θαύματα τούς εὐεργετοῦσε. Αὐτοί ὅμως πίσω ἀπό τά θαύματα καί τίς εὐεργεσίες δέν θέλησαν νά καταλάβουν, ὅτι αὐτός πού κάνει ὅτι θέλει καί ἀνασταίνει νεκρούς, εἶναι ὁ Θεός ὁ κυρίαρχος πάντων. Καί συνεπῶς πρέπει ἀντί νά ἀνοίξουν τίς τσέπες τους, νά ἀνοίξουν τήν καρδιά τους καί τό μυαλό τους, γιά νά δεχθοῦν τό θέλημά του καί τό φῶς του.
Τούς ἔβλεπε λοιπόν ὁ Χριστός νά ἀνοίγουν μόνο τίς τσέπες τους. Νά τοῦ πηγαίνουν συνεχῶς τούς ἄρρωστους νά τούς θεραπεύσει. Καί ὅταν γίνονταν καλά «δρόμο». Γιά νά συνεχίσουν τήν προηγουμένη ζωή τους.
Τί εἶναι αὐτή ἡ κατάσταση; Τερατώδης ἀθλιότης.
Γι' αὐτό ἔφυγε ὁ Χριστός καί πῆγε ποῦ; Σέ μιά χώρα εἰδωλολατρική. Τήν Τύρο καί τήν Σιδώνα.
Ἐκεῖ ἄρχισε νά τρέχει πίσω του, μιά γυναίκα, χαναναία, ἡ ὁποία τοῦ φώναζε:
-Ἐλέησέ με, Υἱέ Δαυΐδ. Ἡ θυγατέρα μου εἶναι δαιμονισμένη. Σέ ἀθλία κατάσταση.
Ὁ Χριστός ἔκανε τόν κουφό. Δέν ἔδινε σημασία.
Αὐτή ἀπτόητη ἔτρεχε πίσω του καί φώναζε πιό δυνατά. Μά ὁ Χριστός δέν ἀπαντοῦσε.
Ποιός ἔκανε τόν κουφό;
Ἐκεῖνος, πού ἀνάμεσα στό πλῆθος πού τόν συνέθλιβε, κατάλαβε τήν γυναίκα –τήν αἱμορροοῦσα - πού ἄγγιξε τήν ἄκρη τοῦ ρούχου του καί εἶπε:
-Κάποιος μέ ἀκούμπησε.
Τοῦ ἔλεγαν οἱ μαθητές:
-Μά Κύριε, σοβαρολογεῖς; Ἐμεῖς λέμε, πῶς εἴμαστε ἀκόμη ζωντανοί... Ἐδῶ κοντεύουν νά μᾶς ποδοπατήσουν καί σύ λές «κάποιος μέ ἀκούμπησε»;
-Ναί, ξέρω ὅτι κάποιος μέ ἀκούμπησε. Καί ὅτι βγῆκε ἀπό πάνω μου δύναμη.
Παρουσιάστηκε τότε ἡ γυναίκα καί τοῦ εἶπε:
-Ναί, Κύριε, ἐγώ σέ ἀκούμπησα.
Τῆς εἶπε ὁ Κύριος:
-Ὕπαγε ἡ πίστη σου σέ ἔσωσε.
Καί θεραπεύτηκε ἐκείνη τήν στιγμή ἀπό τήν ἀρρώστια της.
Αὐτός λοιπόν πού ἤξερε μέσα στό συνωστισμό, ὅτι κάποιος τόν ἀκούμπησε ἐπίτηδες, ἔκανε τώρα ὅτι οὔτε ἀκούει, οὔτε βλέπει, οὔτε καταλαβαίνει. Γιατί; Κάτι ἤθελε νά μᾶς πεῖ.
Συγκινήθηκαν οἱ μαθητές καί τοῦ εἶπαν στενοχωρημένοι:
-Ἐπιτέλους Κύριε, ἀπόλυσέ την. Κάνε της ἐκεῖνο πού ζητᾶ. Γιά νά φύγει. Μᾶς ξεκούφανε.
Ἀλλά ὁ Χριστός φέρθηκε μέ ἕνα τρόπο, πού ἐμεῖς σήμερα θά τόν λέγαμε «ἀπαίσιο, ἀπάνθρωπο».
Γιατί τί εἶπε; «Οὐκ ἀπεστάλην εἰ μή εἰς τά πρόβατα τά ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ».
-Τί δουλειά ἔχω ἐγώ μέ αὐτή; Ἐγώ μέ τούς Ἑβραίους ἔχω νά κάνω.
Τόν ἄκουσε ἡ γυναίκα μά δέν εἶπε: «Ὁρῖστε. Δέν θέλει γιά μένα νά κάνει τίποτε». Οὔτε πῆρε τόν δρόμο της.
Ἀλλά πῆγε κοντά καί τοῦ λέει:
-Κύριε, ἐλέησέ με.
Ὁ Χριστός ἀπάντησε μέ ἕνα τρόπο, δυό φορές χειρότερο ἀπό πρίν.
-Δέν εἶναι καλό πράγμα νά παίρνει κανείς τό ψωμί πού ἔχει γιά τά παιδία του καί νά τό πετάει στά σκυλιά. Οὔτε νά ἀφήνει τά παιδιά νηστικά, γιά νά φᾶνε τά σκυλιά.
Τί τῆς ἔλεγε;
-Σέ βλέπω σάν ἕνα σκυλάκι. Καί μάλιστα τήν στιγμή πού ἔχω παιδιά.
Σέ μιά τέτοια συμπεριφορά, ἄνθρωπος μέ ἕνα κουκουτσάκι ἐγωισμό, τό λιγότερο πού κάνει εἶναι: λέει μερικές βρισιές καί φεύγει.
Ἀλλά ἡ χαναναία ἀπάντησε:
-Κύριε, καί τά κυνάρια, ἐσθίουν. Καί τά σκυλάκια κάτι τρῶνε ἀπό τό ἀφεντικό τους. Δῶσε μου καί ἐμένα κανένα ψιχουλάκι. Ἀπό κεῖνα πού περισσεύουν ἀπό τά παιδιά. Ὄχι τῶν παιδιῶν τό ψωμί.
Τότε ὁ Κύριος εἶπε:
-Ὦ γύναι μεγάλη σου ἡ πίστις. Γενηθήτω σοι ὡς θέλεις. Αὐτό περίμενα ἀπό σένα νά δῶ. Τί πίστη ἔχεις; Καί διαπιστώνω, ἔχεις μεγάλη πίστη. Πήγαινε καί νά γίνει ὅπως θέλεις. Καί θεραπεύτηκε ἡ κόρη της ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη.
Ὅπως ζητᾶς τόν ἀέρα νά ἀνασάνεις
Τί ἔκανε ὁ Χριστός;
Ἐδοκίμαζε! Ἁπλῶς, ἐδοκίμαζε. Ἔχει δικαίωμα νά δοκιμάζει ὅποιον θέλει καί ὅπως θέλει.
Ἐμεῖς ὅσο πιό πολύ δοκιμαζόμαστε στήν ἀρετή, τόσο πιό πολύ γινόμαστε εἰκόνες τοῦ Θεοῦ. Μίμηση τοῦ Χριστοῦ. Ἄνθρωποι μεγάλης ἀρετῆς.
Πότε δοκιμαζόμαστε στήν ἀρετή; Ὅταν ὑποφέρομε γιά τό καλό, γιά νά εἴμαστε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ.
Ἕνας σοφός δάσκαλος, θέλοντας νά δείξει σέ ἕνα μαθητή του, ὅτι τήν μεγαλύτερη ἀξία στή ζωή τήν ἔχει ἡ ἠθελημένη προσπάθεια γιά τό καλό, τοῦ εἶπε:
-Δέν πᾶμε νά κάνομε ἕνα μάθημα στή θάλασσα;
Ὅταν ἔφτασαν, τόν ἁρπάζει ὁ μεγάλος καί τόν κρατάει κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. Σπαρτάριζε ὁ μαθητής, ἀλλά γερό τό χέρι τοῦ δασκάλου τόν κρατοῦσε μέσα στό νερό. Ἔπειτα τόν ἄφησε καί ὅταν συνῆλθε τόν ρωτᾶ:
-Ὅταν ἤσουν μέσα στό νερό, τί ζητοῦσες;
-Ἀέρα! Νά ἀναπνεύσω.
-Γύρευες τίποτε ἄλλο;
-Ὄχι. Μόνο ἀέρα.
Τοῦ λέει ὁ δάσκαλος:
-Ὅπως ἐκείνη τήν στιγμή ζητοῦσες τόν ἀέρα, μέ τέτοια θέληση, μέ τέτοια δύναμη καί μέ τέτοια ἀποφασιστικότητα, πρέπει νά ζητᾶς σέ ὅλη σου ἡ ζωή τό καλό καί τήν ἀρετή. Μόνο τότε θά νικήσεις τό κακό καί θά γίνεις «ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ».
Ἔτσι εἶναι. Γιατί ἅμα ἕνας λέει γιά τόν ἑαυτό του:
-Ἔ, θέλω τό καλό... Ἀλλά μή μοῦ τυχαίνουν ἐμπόδια καί πειρασμοί· ξέγραψέ τον. Τήν ἀθλιότητα τήν ἔχει ἀπό τώρα μέσα του.
Ὁ ἄνθρωπος πού δέν ἔχει ἀπόφαση νά πολεμήσει τά πάντα καί νά νικήσει τά πάντα, γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, δέν ἀξίζει νά λέγεται χριστιανός.
Ἀλλά τί εἶναι; Σάρκα.
Ὁ ἅγιος Μακάριος καί τό κρανίο
Διαβάζομε στό βίο τοῦ ἁγίου Μακαρίου τοῦ Αἰγυπτίου.
Περπατοῦσε στήν ἔρημο καί συνάντησε ἕνα κρανίο.
-Κρανίο, τό ρώτησε, σέ ποιόν ἀνῆκες;
Καί τό κρανίο τοῦ ἀπάντησε. Γιατί στόν Χριστό καί στούς ἀνθρώπους μέ δύναμη καί Πνεῦμα Χριστοῦ, τίποτε δέν εἶναι ἀδύνατο.
-Ἀνήκω σέ ἕνα ἱερέα τῶν εἰδώλων.
-Ποῦ βρίσκεται τώρα ἡ ψυχή αὐτοῦ τοῦ ἱερέα;
-Στήν κόλαση.
Πόσο βαθειά στήν κόλαση;
-Τόσο βαθειά, ὅσο εἶναι τό μέσον ἀνάμεσα στόν οὐρανό καί στή γῆ.
-Κάτω ἀπό τόν ἱερέα τῶν εἰδώλων, ὑπάρχει ἄλλος;
-Ναί. Πιό κάτω, πηγαίνουν οἱ χριστιανοί, πού δέν ἐξετίμησαν τήν χάρη τοῦ Χριστοῦ καί δέν τίμησαν τό βάπτισμα τό ὁποῖο ἔλαβαν στό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἄς τό σκεφθοῦμε καλά. Πιό κάτω ἀπό τούς εἰδωλολάτρες, καί πιό κάτω ἀπό τούς ὑπηρέτες τῶν δαιμονίων, τούς ἱερεῖς τῶν εἰδώλων, πᾶνε οἱ χριστιανοί πού ἀθέτησαν καί δέν τίμησαν τό ἅγιο βάπτισμα.
Ἀνόητος ὅποιος παίζει μέ τήν ψυχή του
Ἐρώτημα γιά μᾶς:
Ἄς σκεφθοῦμε τί μᾶς περιμένει, ὅταν ἀφήνομε τόν ἑαυτό μας νά ζοῦμε ὅπως μᾶς φυσάει ὁ ἄνεμος. Ὅπως μᾶς κατευθύνουν τά πάθη καί οἱ διαθέσεις τῆς στιγμῆς.
Τί μᾶς περιμένει καί τί θά βροῦμε κάποια μέρα.
Ὁ Χριστός θέλοντας νά περιγράψει αὐτή τήν κατάσταση, εἶπε γιά τόν Ἰούδα: «Καλό εἶναι νά μήν εἶχε γεννηθεῖ ὁ ἄνθρωπος αὐτός». Γιά κάθε ἄνθρωπο πού θά χάσει τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί θά πάει στήν κόλαση, πρέπει νά τό ἐπαναλάβομε. «Καλύτερα νά μήν εἶχε γεννηθεῖ πάνω στή γῆ».
Γιατί; Γιατί αὐτή τήν ταλαίπωρη ζωή τήν ὁποία νομίζει ὅτι τήν γλυκαίνει μέ τήν ἁμαρτία του, θά τήν διαθεχθεῖ μιά περίοδος αἰώνιας τιμωρίας.
Μέ ὅλα μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά παίζει. Ἄν ὅμως παίζει μέ τήν ψυχή του, εἶναι ὁ πιό ἀνόητος ἄνθρωπος πού γεννήθηκε στόν κόσμο. Καί τό γεγονός ὅτι θά ὑπάρχουν μερικά ἀκόμη ἑκατομμύρια ἀνοήτων, τόν ἴδιο δέν πρόκειται νά τόν ὠφελήσει καθόλου.
Ἄς ζητήσομε ἀπό τόν Κύριο δύναμη καί φωτισμό νά ἀγωνισθοῦμε νά τηρήσομε τό ἅγιο θέλημά του.
Ἄν τυχόν μέχρι σήμερα σάν ἄνθρωποι –καί ὁπωσδήποτε ἔχει συμβεῖ- ἔχομε πέσει, ἄς ζητήσομε τό ἔλεός του, μέ τήν ἴδια ταπείνωση πού τό ζήτησε γιά τήν κόρη της ἡ Χαναναία.
Καί μετά μέ τήν ἴδια δύναμη ὅπως αὐτή ἄς ἀναζητήσομε νά γίνομε καί ἐμεῖς ἄνθρωποι «δίκαιοι, ἀμίαντοι, ἀληθινοί, ἀπεχόμενοι ἀπό κάθε πονηρό πράγμα». Ἀμήν.-