ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΟΥ (Ἰω. 5, 1-15)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στό Γαλατά, στίς 18/5/1997)
ΕΛΠΙΣΟΝ ΕΠΙ ΤΟΝ ΘΕΟΝ
1. Γαλήνια ἀναμονή
Ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, ὅτι στήν Ἱερουσαλήμ ὑπῆρχε μιά κολυμβήθρα, πού ἦταν ἐπάνω σέ μιά πηγή. Πότε-πότε κατέβαινε, σ’ αὐτή ἕνας Ἄγγελος καί ἀνατάραζε τό νερό. Καί τότε ὅποιος πρόφταινε καί ἔμπαινε μέσα πρῶτος, γινόταν ὑγιής ὁποιαδήποτε ἀσθένεια καί ἄν εἶχε.
Πολλοί ἀσθενεῖς, ἀπό χίλιες δυό ἀρρώστειες, μαζευόντουσταν γύρω ἀπό τήν κολυμβήθρα καί περίμεναν τήν ὥρα καί τήν στιγμή, πού ὁ Ἄγγελος θά ἀνατάραζε τό νερό. Ὅποιος πρόφταινε ἔμπαινε μέσα πρῶτος.
Ἐκεῖ ἦταν καί ἕνας ἄνθρωπος πού περίμενε, ἄρρωστος, τριάντα ὀχτώ χρόνια. Τριάντα ὀχτώ χρόνια, καθόταν ἔξω ἀπό τήν κολυμβήθρα καί περίμενε νά ταραχτεῖ τό νερό, γιά νά μπεῖ μέσα νά γίνει καλά. Ἀλλά ἦταν παράλυτος· δηλαδή, χέρια καί πόδια παράλυτα. Καί νά τό ἔβλεπε νά ταράζεται, ὅσο νά κάνει νά κινηθεῖ, -πῶς νά κινηθεῖ ὁ παράλυτος; καί ποῦ νά κινηθεῖ;- πρόφταιναν ἄλλοι καί ἔμπαιναν μέσα καί γίνονταν καλά.
Καί νά ὁ παράλυτος στέκει δίπλα ἀπό τήν κολυμβήθρα, τριάντα ὀχτώ χρόνια. Καί περιμένει. Περιμένει μέ τήν ἐλπίδα, ὅτι θά προφτάσει, κάποια φορά, νά μπεῖ πρῶτος, ἐνῶ θά ταράσσεται τό νερό. Βέβαια θά πεῖ κανείς, πῶς νά προφτάσει; Εἶναι δυνατόν ποτέ; Οἱ ἄνθρωποι αὐτό ἔβλεπαν καί τό καταλάβαιναν. Ἀλλά ὁ ἴδιος ἀντί νά κάνει τέτοιες πικρές σκέψεις, καί νά λέει: «μάταιος ὁ κόπος γιά μένα», ἔκανε σκέψεις καλλίτερες καί βαθύτερες: «Τό νερό», σκεπτόταν, «ἔτσι καί ἀλλιῶς, δέν θεραπεύει μόνο του. Ἄν δέν κατεβεῖ ὁ Ἄγγελος τοῦ Κυρίου νά τό ἀναταράξει, ἄν δέν ἔρθει ἡ χάρη καί ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ, τίποτε δέν γίνεται γιά κανέναν». Καί γιά νά ἐπισφραγίσει ὁ Θεός, ὅτι μόνο μέ τήν χάρη του γίνονταν οἱ θεραπεῖες, δέν θεραπεύονταν κάθε φορά πολλοί, σάν νά εἶχε τάχα τό νερό ἰαματικές ἰδιότητες, ἀλλά μόνο ἐκεῖνος πού ἔμπαινε πρῶτος.
Φανταστεῖτε λοιπόν μέ τί βιασύνη καί ὁρμή ἔτρεχαν οἱ ἄνθρωποι, καί πόσοι ὁρμοῦσαν ταυτόχρονα στό νερό. Καί ὅμως μόνο ἕνας, ὁ πρῶτος, λάβαινε τήν ἴαση. Καί ὁ παράλυτος, ἀντί νά ἀπογοητευτεῖ γιά τόν ἑαυτό του, ἀντί νά ἀπογοητευτεῖ ἀπό τόν Θεό, πού ἔβαλλε κριτήριο τό: «ὅποιος μπεῖ πρῶτος», δηλαδή, ὅποιος εἶναι καταφερτζής, ὅποιος εἶναι πιό γερός, ἤ στό κάτω-κάτω, ὅποιος ἔχει ἄνθρωπο, περίμενε ὑπομονετικά. Γιατί ἐκεῖνος ὁ ταλαίπωρος, ὅπως τό ὁμολόγησε, ἦταν ἔρημος στόν κόσμο.
Πῶς σκεπτόταν ὁ παράλυτος; Ἔλεγε:
«Ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας μας. Ὁ Θεός εἶναι οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, μακρόθυμος καί πολυέλεος. Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας τῶν ὀρφανῶν. Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας τῶν φτωχῶν. Ὁ Θεός εἶναι Πατέρας τῶν ἀδικημένων».
Εἶναι γεμάτη ἡ Ἁγία Γραφή ἀπό τίς διαβεβαιώσεις αὐτές.
Καί ὁ παράλυτος ὅλα αὐτά τά ἔβαζε κάθε ἡμέρα στήν καρδιά του, καί βλέποντας τήν χάρη τοῦ Θεοῦ νά ἐξαπλώνεται, ἀντί νά σκληραίνει, μέ τό παράπονο «γιατί ὄχι σέ μένα;» θαύμαζε τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν εὐσπλαχνία Του, καί ἔλεγε:
«Λίγο ἀκόμη καί θαρθεῖ ἡ σειρά μου. Ὑπομονή! Ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας τῶν φτωχῶν. Ὁ Θεός εἶναι ὁ Πατέρας τῶν πονεμένων καί τῶν θλιβομένων. Εἶναι Πατέρας τοῦ κάθε ἀδικημένου. Τί καί ἄν ἀδικήθηκα ἐγώ, ἀπό ὁποιαδήποτε αἰτία, καί βρίσκομαι σ’ αὐτή τήν κατάσταση; Ὁ Πατέρας μας θά ἁπλώσει τό χέρι Του καί σέ μένα!»
Καί περνᾶνε ἔτσι τριάντα ὀχτώ ὁλόκληρα χρόνια.
Ἐμεῖς στή θέση του τί θά κάναμε;
Θά περιμέναμε ὑπομονετικά; Ἤ θά φεύγαμε καί θά μουρμουρίζαμε: «τουλάχιστον νά περνάει ἡ ζωή μας μέ λιγότερο παράπονο, μέ λιγότερη ἀγωνία. Ἔτσι καί ἀλλιῶς παληοζωή εἶναι, τουλάχιστον ἄς τελειώσει ἤρεμα. Γιατί ἐλπίδα δέν ὑπάρχει».
Ὁ ἄνθρωπος αὐτός δέν εἶπε ποτέ: «ἐλπίδα δέν ὑπάρχει». Ἀφοῦ Θεός ὑπάρχει, καί ὁ Θεός εἶναι ἡ ἐλπίδα μας, περίμενε. Περίμενε ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ, γιατί ὁ Θεός, εἶναι πολύ πιό εὔσπλαχνος ἀπό τούς ἀνθρώπους. Πού κανένας ἀπό αὐτούς δέν φιλοτιμιόταν, βλέποντας τήν κατάσταση καί τήν ἀθλιότητά του, νά τόν σπρώξει στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ, ὅταν ἐταράζετο τό ὕδωρ. Ὅλοι κοίταζαν τόν ἑαυτό τους.
Ἐκεῖνος περίμενε ἀπό τόν Θεό.
2. Πρόσθεσέ μας πίστη Κύριε
Τό μεγάλο πρόβλημα εἶναι ὅτι ὑπάρχουν ἄνθρωποι τρελοί, κυριολεκτικά τρελοί, πού καμαρώνουν γιά τό ὅτι δέν ἔχουν καθόλου πίστη. Μεγαλύτερη ἀθλιότητα σέ ἄνθρωπο δέν ὑπάρχει.
Στίς 28 τοῦ Ἰουνίου γιορτάζουν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, Κύρος καί Ἰωάννης. Ἦταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ, στόν ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων, εἶχε πάει ἕνας ἀσθενής καί προσευχόταν ἡμέρες πολλές. Μιά ἡμέρα, ἐνῶ προσευχόταν, βλέπει ὅραμα: Τούς Ἁγίους Ἀναργύρους νά στέκουν μπροστά στόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ, καί νά Τόν παρακαλοῦν: «Χριστέ μου, λυπήσου τό πλάσμα Σου πού Σέ παρακαλεῖ. Δός του τήν ἴαση» Ἀλλά ὁ Χριστός, ἔκανε τόν κουφό. Δέν ἔδινε σημασία, «οὔτε ναί οὔτε ὄχι».
Τότε κατεβαίνουν οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι καί λένε στόν προσευχόμενο, τόν ἐπικαλούμενο αὐτούς καί τόν Χριστό. «Μήν ἀπογοητεύεσαι, μήν ἐπηρεάζεσαι. Ὁ Χριστός εἶναι οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, θά μᾶς ἀκούσει. Συνέχισε τήν προσευχή σου. Μήν φεύγεις ἀπό τήν ἐκκλησία».
Μένει ὁ ἄνθρωπος στήν ἐκκλησία καί προσεύχεται συνεχῶς. Καί ξαναβλέπει τό ἴδιο ὅραμα. Οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, γονατιστοί, μπροστά στόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ τόν παρακαλοῦν. Καί πάλι ὁ Χριστός κοιτάζει ἀλλοῦ. Τότε κόβει τόν ἄνθρωπο κρύος ἱδρώτας: «Ὁ Χριστός ἀκούει τήν δέηση γιά μένα, ἀλλά δέν θέλει νά τήν «ἀκούσει». Τί χάνω τόν καιρό μου ἐδῶ;»
Ἀλλά κάνοντας τόν λογισμό αὐτό βλέπει τούς Ἁγίους Ἀναργύρους, πάλι δίπλα του καί τοῦ λένε: «Μήν ἀπογοητεύεσαι, μήν ἐπηρεάζεσαι, ὁ Χριστός εἶναι οἰκτίρμων καί ἐλεήμων, ὁπωσδήποτε θά μᾶς ἀκούσει, γιατί μᾶς ἀγαπάει καί σέ ἀγαπάει».
Προσεύχονται πάλι οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, γονατιστοί μπροστά στόν θρόνο τοῦ Χριστοῦ. Καί γυρίζει ὁ Χριστός καί τούς λέει: «Ἐπί τέλους πηγαίνετε καί κάνετε καλά τόν ἄνθρωπο αὐτό. Μή χάνετε λεπτό. Πηγαίνετε τώρα».
Αὐτή ἡ ἱστορία μᾶς δείχνει τήν ἀπέραντη εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί τό Εὐαγγέλιο, πού ἀκούσαμε, ἔρχεται νά τήν φανερώσει ἀκόμη περισσότερο.
3. Ποιοί θά μᾶς ποῦν γιά τήν ἁμαρτία…
Ἦρθε ὁ Χριστός, στήν κολυμβήθρα, πού ἦταν στήν Προβατική πύλη τῆς Ἱερουσαλήμ καί πῆγε κατ’ εὐθείαν στόν παράλυτο. Πῆγε ἐπίτηδες ἐκεῖ, γιά νά τόν βρεῖ.
Τοῦ λέει:
-Θέλεις νά γίνεις καλά;
Ἀπάντησε ἐκεῖνος:
-Πῶς νά γίνω καλά; Δέν ἔχω κανένα νά μέ βάλλει στό νερό, εἶμαι παράλυτος. Ὅσο νά σειστῶ ἐγώ, ὅταν ταράσσεται τό ὕδωρ, ἄλλος ἔχει μπεῖ, ἄλλος ἔχει θεραπευτεῖ.
Τοῦ λέει ὁ Χριστός:
-Κοίταξε ποιός εἶμαι. Λές: «ἄνθρωπο δέν ἔχω». Καί ἐπειδή ὑπάρχουν ἄνθρωποι, πού δέν ἔχουν ἄνθρωπο, γι’ αὐτό Ἐγώ κατέβηκα στήν γῆ καί ἔγινα ἄνθρωπος. Μήν τά ἐπαναλάβεις ποτέ τά λόγια αὐτά.
«Ἴδε διά σέ ἄνθρωπος γέγονα, διά σέ σάρκα περιβέβλημαι, καί λέγεις ἄνθρωπον οὐκ ἔχω; Ἄρον τόν κράββατόν σου καί περιπάτει» Πάρε τό κρεβάτι σου καί φύγε. Καί ὁ ἄνθρωπος ἔγινε καλά ἀμέσως.
Σήκωσε τό κρεβάτι του στόν ὦμο, ὁ παράλυτος, πού δέν μποροῦσε νά κινηθεῖ, καί ἔφυγε.
Ἔφυγε, ὑπακούοντας στήν ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, χωρίς νά προσέξει, χωρίς νά προλάβει νά ρωτήσει, ποιός ἦταν ἐκεῖνος πού τόν ἔκανε καλά. Καί ὁ Χριστός ἐξαφανίστηκε ἀνάμεσα στό πλῆθος. Ὁ παράλυτος, ἔτρεξε στό ναό, νά εὐχαριστήσει τόν Θεό.
Τόν βλέπουν οἱ Ἑβραῖοι νά βαστάζει τό κρεβάτι του, ἡμέρα ἀργίας, ἦταν Σάββατο, καί τοῦ λένε:
-Πῶς καί κουβαλᾶς τό κρεβάτι σου; Εἶναι ἁμαρτία.
Λέει ἐκεῖνος:
-Ἐκεῖνος πού μέ ἔκαμε καλά, μοῦ εἶπε νά τό κρατήσω καί νά τό μεταφέρω. Καί τόν ἄκουσα. Γιατί ἄν δέν ἦταν τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἦταν Θεός, πῶς θά ἔκανε τέτοιο πράγμα;
Τόν βρίσκει ἀργότερα ὁ Χριστός καί τοῦ λέει:
-Βλέπεις; Ἔγινες καλά. Μήν ἁμαρτάνεις ἀπό ἐδῶ καί πέρα, γιατί αἰτία ὅλων τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἁμαρτία. Φρόντισε νά εἶσαι, ὅσο τό δυνατόν, εὐάρεστος στόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία φέρνει τό κακό στόν ἄνθρωπο. Ἡ ἁμαρτία χωρίζει ἀπό τόν Θεό. Ἡ ἁμαρτία χωρίζει ἀπό τήν πίστη. Ἡ ἁμαρτία καταστρέφει τήν ἐλπίδα.
-Ποιός εἶσαι Κύριε; Ρώτησε ὁ παράλυτος.
-Ἐγώ εἶμαι, πού σέ θεράπευσα.
Καί πῆγε ὁ ἄνθρωπος γεμάτος χαρά, νά πεῖ στούς Ἑβραίους, ὅτι ὁ Ἰησοῦς τόν ἔκανε καλά, νομίζοντας ὅτι θά πίστευαν καί ἐκεῖνοι στόν Χριστό. Γιά νά τούς βοηθήσει τό ἔκανε καί νά τούς φωτίσει.
4. Ὅποιος ἐλπίζει στό Θεό δέν διαψεύδεται
Καί ἐμεῖς πρέπει νά φροντίσουμε νά μεγαλώσουμε καί νά βαθύνουμε τήν πίστη μας στόν Χριστό, μέ τά καλά μας ἔργα, μέ τήν ὑπομονή μας, μέ τήν ἐλπίδα μας, μέ τήν νηστεία μας, μέ τήν προσευχή μας, μέ τό νά τρέχουμε, ὅσο τό δυνατόν μποροῦμε περισσότερο, ἐκεῖ πού εἶναι ὁ Θεός, στήν ἐκκλησία Του, καί μάλιστα τήν ὥρα τῆς Λειτουργίας.
Καί νά φροντίσουμε νά παίρνουμε μέσα μας τόν Χριστό, τό Ζωοποιό Σῶμα Του καί τό τίμιο Αἷμα Του, πού μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί μᾶς δίνει τήν αἰώνια ζωή.
Ἄς μάθουμε νά πιστεύουμε στόν Χριστό, νά ἐλπίζουμε στόν Χριστό, καί νά καρτεροῦμε τόν Χριστό. Εἶναι ὁ Πατέρας μας. Κανένας δέν μᾶς ἀγαπάει τόσο. Καί δέν θά μᾶς ἀφήσει ποτέ. Ἀμήν.-