Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΔΑΙΜΟΝΙΖΟΜΕΝΟΥ ΝΕΟΥ (Ματθ. 17, 14-23)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Διασκευή ὁμιλίας στίς 24/8/1986)

 

1. Μιλᾶς γιά τόν Θεό, ἤ μιλᾶς στό Θεό;

 

Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε ὅτι ἕνας πατέρας εἶχε τό παιδί του δαιμονισμένο. Καί τό πῆγε στόν Χριστό, νά τό θεραπεύσει, νά τό ἐλευθερώσει ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ διαβόλου. Ὁ Χριστός τόν ρώτησε, ἄν ἔχει πίστη. Καί μετά εἶπε στούς μαθητές του, ὅτι ὅποιος ἔχει πίστη, μπορεῖ νά πεῖ, ἀκόμη καί στό βουνό, «περπάτα, πήγαινε παραπέρα» καί νά πάει, ἀρκεῖ αὐτός πού τό λέει, νά πιστεύει στόν Μεγάλο καί Παντοδύναμο Θεό.

Καί ἐπειδή δέν ἔχουμε τέτοια πίστη, εἶπε ὁ Χριστός, μέ παράπονο, γιά τήν ἀνθρωπότητα καί γιά μᾶς, τά λόγια: «Ὤ γενεά ἄπιστη καί διεστραμμένη!»

Εἴδατε τί ἔκανε; Τήν ἀπιστία τήν ὀνόμασε διαστροφή. Ὅσοι εἶναι ἄπιστοι, λέει ὁ Κύριος, εἶναι διεστραμμένοι.

Ἐμεῖς, πού ὁ πόθος μας εἶναι νά εἴμαστε χριστιανοί, πιστοί καί ἀφοσιωμένοι στόν Χριστό, πού κάνουμε μέ ταπείνωση τήν προσευχή μας στό σπίτι μας, καί ἐρχόμαστε μέ μεγαλύτερη ταπείνωση στήν ἐκκλησία, γιά νά πάρουμε τήν χάρη καί τό ἔλεος τοῦ μεγάλου Θεοῦ καί Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πρέπει νά κάνουμε λίγες σκέψεις, γιά τό τί μεγάλο πράγμα εἶναι ἡ πίστη, πού μᾶς ἑνώνει μέ τόν Θεό.

Μιά φορά, εἶχε προσκληθεῖ ἕνας μεγάλος πολιτικός, ἀρχηγός τοῦ Ἰσραηλιτικοῦ κράτους στή Γερμανία. Καί ἐκεῖ, εἶχε γίνει πρός τιμή του μιά δεξίωση στήν ὁποία παρευρισκόταν ἕνας διαπρεπής κληρικός καί θεολόγος, παγκόσμια γνωστός. Γιά λόγους φιλοφροσύνης τοῦ λέει ὁ πολιτικός:

-Σέ θαυμάζω γιά τήν πίστη σου. Καί γιά τό πόσο ὡραῖα μιλᾶς γιά τόν Θεό.

Τοῦ ἀπάντησε ὁ σοφός κληρικός:

-Κοίταξε, ἐγώ δέν πιστεύω σέ ἕνα Θεό, γιά τόν ὁποῖο μπορῶ νά μιλάω, ἀλλά πιστεύω στόν Θεό, στόν ὁποῖο μπορῶ καί μιλάω.

Τί ἤθελε νά πεῖ, ἀδελφοί μου;

Ἔχουμε ἐδῶ τό τέμπλο, τό καντήλι, τήν ἐκκλησία. Ἀπ΄ ἔξω εἶναι τά δένδρα. Μποροῦμε νά μιλᾶμε καί νά λέμε γι’ αὐτά ὅ,τι θέλουμε καί νά γράψουμε ὁλόκληρα βιβλία γεμάτα ἀπό σοφία καί πνεῦμα καί ἐξυπνάδα. Δέν εἶναι ἔτσι μέ τόν Θεό εἶπε αὐτός ὁ σοφός θεολόγος. Ὁ Θεός, δέν εἶναι κάτι, γιά τό ὁποῖο μποροῦμε νά μιλᾶμε. Ὁ Θεός εἶναι Κάποιος, στόν ὁποῖο μποροῦμε καί μιλᾶμε. Αὐτό ἔχει ἀξία.

Τό ἔχεις καταλάβει; Ἄν ναί, ἔχεις πίστη.

Δέν τό ἔχεις καταλάβει; Ἀπό τό πρωί μέχρι τό βράδυ νά μιλᾶς γιά τόν Θεό, εἶσαι γιά τόν Θεό πεθαμένος.

 

2. Θαυμαστά ἔργα πίστεως

 

Οἱ ἅγιοι πατέρες λένε: Ἡ προσευχή εἶναι ἡ ἀνάσα τῆς ψυχῆς. Ἐάν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται καί ἐπικαλεῖται τόν Θεό, ἄν μιλάει μαζί Του, ἡ ψυχή του ἀνασαίνει, εἶναι ζωντανή. Τί κάνουμε, ὅταν πλησιάσει γιά κάποιον τό φοβερό γεγονός, πού λέγεται θάνατος; Παίρνουμε ἐμεῖς οἱ ἁπλοί ἄνθρωποι ἕνα καθρεφτάκι, ἕνα τζάμι, καί τό βάζουμε κοντά στό στόμα του, γιά νά δοῦμε: βγῆκε καμιά σταγόνα ὑγρασία στό καθρεφτάκι; Ἄν ναί, ἀνασαίνει λιγάκι ἀκόμα, εἶναι ζωντανός ὁ ἄρρωστος. Ἔτσι καί βάλεις τό καθρεφτάκι καί δέν πιάσει καθόλου ὑγρασία, τότε φωνάξτε τόν γιατρό νά δώσει τό ἐπίσημο πιστοποιητικό.

Κάτι ἀνάλογο γίνεται καί μέ τήν ψυχή. Βγαίνει ἀπό τήν ψυχή προσευχή, δοξολογία, ὕμνος, ἐπικοινωνία, κουβέντα μέ τόν Θεό; Εἶναι ζωντανή.

Δέν βγαίνει; «Ὤ γενεά ἄπιστος καί διεστραμμένη!»

Ὅποιος ἔχει πίστη, ἔχει καί προσευχή. Καί ὅποιος ἔχει προσευχή, ἔχει τήν σωστή σχέση μέ τόν Θεό.

Ποιά εἶναι ἡ σωστή σχέση μέ τόν Θεό; Νά πιστεύω ὅτι ἐγώ εἶμαι δημιούργημά Του, καί μπροστά Του εἶμαι μικρός. Αὐτός εἶναι Παντοδύναμος. Ὅτι λέει γίνεται.

Εἶπε ὁ Χριστός: Ὅποιος ἔχει πίστη, θά πεῖ στό βουνό νά πάει παραπέρα καί θά πάει. Πόσα τέτοια γεγονότα ἔχουμε;

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος, ὁ θαυματουργός, εἶπε σέ ἕνα βουνό, «περπάτα βουνό», καί περπάτησε.

Λέγει ἀκόμη ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, γιά ἕνα Πατριάρχη τῆς Ἀλεξανδρείας, γύρω στό 1650, τόν Ἰωακείμ τόν μεγάλο, πού πέθανε ἑκατόν τριάντα πέντε χρονῶν, γεμάτος ἁγιοσύνη. Μιά μέρα τόν πῆραν οἱ Τοῦρκοι, καί τοῦ εἶπαν:

-Ἄν Πατριάρχη εἶναι σωστή ἡ πίστη σου, πές στό βουνό νά περπατήσει.

Ὁ Πατριάρχης προσευχήθηκε γιά δυό μέρες. Μετά πῆρε τό θυμιατό στά χέρια του, λιβάνισε τό βουνό, καί εἶπε: «Δόξα τῇ ἁγίᾳ, καί ὁμοουσίῳ, καί ζωοποιῷ Τριάδι» Μετά φώναξε στά Ἀραβικά: «περπάτα βουνό». Καί τό βουνό περπάτησε. Ἐπειδή φοβήθηκαν οἱ Τοῦρκοι ὅτι ἔρχεται κατά πάνω τους, τόν παρεκάλεσαν νά τοῦ πεῖ νά σταματήσει. Τοῦ τό εἶπε ὁ πατριάρχης καί τό βουνό σταμάτησε.

Ἔγιναν τήν παλαιά ἐποχή θαύματα, γίνονται καί σήμερα. Ποιό εἶναι τό δεῖγμα τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος ἔχει στήν ψυχή, τήν διαστροφή τῆς ἀθεΐας; Ἀκούει τά θαύματα τῶν Ἁγίων καί ἀντί νά πεῖ: «ὁ Θεός εἶναι Παντοδύναμος, ὅ,τι θέλει μπορεῖ νά κάνει. Ὅ,τι θέλει! Ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλά μεγαλύτερα καί περισσότερα», κουνάει τό κεφάλι του.

Ἐκεῖνος πού «κουνάει, τό κεφάλι του», ὅταν ἀκούει τά θαύματα τῶν Ἁγίων, ἁπλούστατα, πρέπει ἀπό τό κούνημα τοῦ κεφαλιοῦ του, νά καταλαβαίνει τήν ἀθλιότητά του. Καί τότε, ἀρχίζει ἡ ἀνόρθωση, ἡ ὑγεία.

Κάποτε ἕνας ἄθεος ἔκανε μιά διάλεξη καί ἰσχυριζόταν ὅτι δέν ὑπάρχει Θεός, καί δέν ἀξίζει τόν κόπο νά ἀσχολεῖται κανείς μέ τήν θρησκευτική ζωή. Ὅταν τελείωσε, ρώτησε:

-Μήπως θέλει κανείς νά πεῖ κάτι;

Σηκώθηκε μιά ἡλικιωμένη γυναίκα καί τοῦ εἶπε:

-Ἐγώ ἔμεινα εἴκοσι πέντε χρονῶν χήρα, καί εἶχα τέσσερα παιδάκια. Δέν εἶχα δεκάρα. Καί περιουσία μηδέν. Εἶχα μόνο τήν πίστη στόν Θεό, καί μερικά βιβλία θρησκευτικά. Τά ὁποῖα τά διάβαζα καί μάθαινα, πώς πρέπει νά φέρομαι καί τί νά πιστεύω. Καί μέ αὐτό τόν τρόπο ἀνέθρεψα τά παιδιά μου. Ὑποφέραμε πολύ! Ἀλλά τελικά, νά ἔχει δόξα ὁ Θεός, τά παιδιά μου μέ ἀκούσανε καί σήμερα τά καμαρώνει ὅλος ὁ κόσμος. Ἐγώ τώρα εἶμαι γερόντισσα, ὀγδόντα πέντε χρονῶν, καί περιμένω μέ γαλήνη νά ἔρθει ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου μου, γιατί πιστεύω ὅτι ἀφοῦ ἔζησα πάνω στήν γῆ ὅπως θέλει ὁ Θεός, μέ ἀναμένει ἀνοιχτή ἡ πύλη τῆς αἰωνίας ζωῆς, ὁ Κύριος μας καί ἡ Παναγία.

Τῆς λέει ἐκεῖνος:

-Δέν θέλω νά σοῦ στερήσω αὐτές τίς καλές ἐντυπώσεις πού ἔχεις.

Τοῦ ἀπάντησε:

-Κοίταξε νά σοῦ πῶ δάσκαλε. Δέν εἶναι τό θέμα νά μοῦ στερήσεις ἤ νά μοῦ πεῖς κάτι. Ἐγώ σέ ἐρωτῶ: Ἐμένα ἡ πίστη μου, μοῦ ἔδωσε αὐτά. Πές μου τώρα, ἐσένα τί σοῦ ἔδωσε ἡ ἀθεΐα;

Νά ποῦμε τί δίνει ἡ ἀθεΐα; Πρῶτα ἀπό ὅλα κάνει τόν ἄνθρωπο νά εἶναι ἀκόρεστος στά πάθη, δοῦλος τῶν παθῶν.

Βρές, ἄν μπορεῖς, νέο πού δέν πιστεύει, νά ζεῖ σεμνά καί νά μήν θέλει νά σπαταλήσει τά πάντα γιά διασκεδάσεις καί γλέντια. Προχώρα καί λίγο παραπέρα. Ἄν οἱ νέοι αὐτοί δέν εἶναι ἀπό οἰκογένειες πού κρατοῦσαν τίς ἠθικές ἀρχές, τουλάχιστον ἕνας γέρος καί μιά γριά μέσα στό σπίτι, θά δεῖτε ὅτι καμιά φορά δέν δίστασαν νά πουλήσουν τίς ἀδελφές τους καί τήν μάνα τους.

Ὅποιος ἔχει μάτια, αὐτά τά βλέπει. Ἡ ἀθεΐα ἔχει τόση βρωμιά, πού δέν τήν βγάζει οὔτε ἡ χειρότερη χαβούζα τοῦ κόσμου.

Αὐτά καί χειρότερα δίνει ἡ ἀθεΐα στούς ἀνθρώπους. Σκοτώνονται γιά τό παραμικρό, διαλύεται ἡ ψυχή καί μένουν πνευματικά ράκη. Καί τί ἄλλο ἀκόμη δίνει; Ἀπό τήν ἀπιστία στήν αἰώνιο ζωή, περιμένουν τόν θάνατο, χωρίς νά ξέρουν πού πηγαίνουν, ἤ τήν τελευταία στιγμή θυμοῦνται τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, καί τρέμουν μέ τόν χειρότερο τρόπο.

 

3. Οἱ καρποί τῆς προσευχῆς

 

Ὅποιος ἔχει πίστη, ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό. Καί ὅποιος θέλει νά ἀποκτήσει πίστη, ἀρχίζει καί ἐπικοινωνεῖ μέ τόν Θεό, τηρώντας τό θέλημά του.

Πῶς ἀποκτάει ὁ ἄνθρωπος ἀρετές;

Βάζει κάτω τόν ἑαυτό του καί τόν «δέρνει». Δηλαδή;

Ἅμα πίνει, δέν ἐπιτρέπει στόν ἑαυτό του νά πάει στήν ταβέρνα.

Ἅμα βλασφημεῖ, «βάζει πιπέρι στήν γλώσσα του».

Ἅμα κάνει κάποια ἄλλη ἁμαρτία, τιμωρεῖ τόν ἑαυτό του. Γιατί; Γιά νά τήν κόψει. Γιατί ἅμα δέν κόψεις τήν ἁμαρτία δέν ἐλευθερώνεσαι.

Καί τόν ἑαυτό μας, τόν βάζουμε στό δρόμο τοῦ Θεοῦ, μέ βία καί μέ ἀγώνα ἐναντίον τῶν παθῶν μας. Καί στήν πίστη τήν ἀποκτοῦμε μέ ἀγώνα. Γιατί συνέπεια τῶν ἁμαρτιῶν μας εἶναι ἡ διάλυση τῆς προσωπικότητός μας. Γι’ αὐτό, πηγαίνοντας στό σπίτι μας, γονατίζουμε καί παρακαλοῦμε τόν Θεό: «Πρῶτα Θεέ μου δός μου πίστη, δός μου φωτισμό, δός μου δύναμη». Ὅσο περισσότερο ἕνας ἄνθρωπος προσεύχεται, τόσο περισσότερο ἔρχεται καί τό φῶς καί ἡ δύναμη καί ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά του.

Λέει ἕνας ἀπό τούς ἁγίους Πατέρες. Χίλια «Κύριε ἐλέησον» στό σπίτι, εἶναι κατώτερης ἀξίας ἀπό ἕνα «Κύριε ἐλέησον» στήν ἐκκλησία, γιατί ἡ ἐκκλησία εἶναι τόπος ἅγιος. Ἐρώτημα: Εἴπατε ποτέ μιά ἡμέρα, χίλια «Κύριε ἐλέησον» μέσ’ στό σπίτι σας; Ἅμα τά εἴπατε, εἴσαστε μακάριοι, καλότυχοι, φωτισμένοι, εὐτυχισμένοι. Ἅμα δέν τά εἴπατε, ἀδελφοί μου, μεμφθεῖτε, καί καταδικάστε τόν ἑαυτό σας, γιατί τόν ἀφήνετε ἐλεύθερο στήν κάθε ἀνόητη σκέψη καί στήν κάθε τυχαία ἀπασχόληση, καί δέν κάνετε τό ἱερότερο καί πνευματικότερο πράγμα, τήν προσευχή!

Ἀλλά καί καταλάβετε τί ἀπέραντη ἀξία ἔχει νά ἔρχεται ὁ ἄνθρωπος στήν ἐκκλησιά, καί νά στέκει μισή ὥρα, μιά ὥρα, καί μέσα του, καθ’ ὅλο το διάστημα τῆς λειτουργίας, νά λέγει: «Κύριε ἐλέησέ με καί φώτισέ με!»

Ἄς εὐχηθοῦμε, ἡ χάρη τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά διανοίξει ὅλων μας τίς καρδιές καί τίς διάνοιες καί νά τίς γεμίσει μέ τό ἄχραντο καί ἀνέσπερο φῶς τοῦ λόγου Του, τοῦ Εὐαγγελίου, τῆς σοφίας του. Καί νά μᾶς κάνει νά περπατοῦμε πάνω στή γῆ σύμφωνα μέ τό ἅγιο θέλημά Του. Ἀμήν.-