Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΩΝ ΜΥΡΙΩΝ ΤΑΛΑΝΤΩΝ (Ματθ. 18, 23-35)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στήν Καμαρίνα, στίς 4/9/1994)
1. Ἡ δωρεά τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἀναισθησία τοῦ ἀνθρώπου
Σήμερα τό Εὐαγγέλιο μᾶς μιλάει γιά ἕνα πολύ σοβαρό θέμα, πού εἶναι: ἡ μίμηση τοῦ Θεοῦ Πατέρα στήν ἀγαθότητα καί στήν καλοσύνη. Ἀλλοίμονο, ἅμα δέν φροντίσουμε νά μοιάσουμε στόν Θεό Πατέρα μας, στήν ἀγαθότητα καί στήν καλοσύνη. Διότι αὐτό εἶναι τό μόνο στό ὁποῖο μποροῦμε νά Τόν μιμηθοῦμε.
Ἄν δέν τό κάνουμε πῶς θά βρεθοῦμε κοντά Του, χωρίς αὐτές τίς δυό μεγάλες ἀρετές;
Γιά νά μᾶς τό διδάξει παραστατικά, ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός, εἶπε μιά ἱστορία, πού φαίνεται σάν παραμυθάκι. Εἶπε δηλαδή, πώς ἕνας μεγάλος ἄρχοντας εἶχε πολλούς χρεοφειλέτες, τοῦ χρωστοῦσαν πολλά. Καί τούς κάλεσε νά ξεκαθαρίσουν τούς λογαριασμούς τους.
Παρουσιάστηκε, λοιπόν, ἕνας πού τοῦ χρωστοῦσε δέκα χιλιάδες τάλαντα. Τήν σημερινή ἐποχή θά ἔπρεπε νά ποῦμε, ἑκατό ἑκατομμύρια καί ἄνω. Ἤ μᾶλλον εἶναι λίγο τά ἑκατό ἑκατομμύρια· ἕνα δισεκατομμύριο χρωστοῦσε ὁ ἄνθρωπος αὐτός. Καί δέν εἶχε νά τά δώσει.
Τοῦ λέει ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος: «Ἐγώ τά χρήματά μου τά θέλω. Δέν μπορεῖς νά τά δώσεις; Στή φυλακή καί σύ καί ἡ γυναίκα σου καί τά παιδιά σου. Κατάσχονται ὅλα ὅσα ἔχεις, θά γίνει πλειστηριασμός στήν περιουσία σου, γιά νά πάρω ἐκεῖνα πού δικαιοῦμαι. Διότι σοῦ τά δάνεισα. Δέν σοῦ τά ἔδωσα γιά νά τά φᾶς».
Ἔπεσε στά γόνατά του ὁ χρεοφειλέτης καί τόν παρακαλοῦσε:
-Λυπήσου με, καί θά βρῶ τόν τρόπο σέ λίγο καιρό νά σοῦ ἀποδώσω τό χρέος.
Τότε ὁ ἄρχοντας ἐκεῖνος τόν συγχώρησε. Καί ὄχι μόνο τόν συγχώρησε, ἀλλά τοῦ εἶπε:
-Μιά καί μέ παρακάλεσες μέ αὐτόν τόν ταπεινό, σωστό τρόπο, σοῦ τά χαρίζω ὅλα. Δέν χρειάζεται νά μοῦ τά δώσεις μετά ἀπό ἕνα μήνα, μετά ἀπό ἕνα χρόνο, μετά ἀπό δυό χρόνια. Σοῦ τά χαρίζω μιά γιά πάντα.
Βγαίνει αὐτός ὁ ἄνθρωπος καί βρίσκει ἕνα ἄλλο συνάδελφό του, πού τοῦ χρωστοῦσε ἑκατό δηνάρια. Ἑκατό δηνάρια εἶναι ἑκατό ἡμερομίσθια σημερινά. Δηλαδή τρεῖς χιλιάδες εὐρώ.
Τοῦ λέει ἐκεῖνος:
-Συγχώρεσέ με, θά τά βρῶ καί θά σοῦ τά δώσω.
-Ὄχι, τοῦ λέει, κατ’ εὐθεῖαν στή φυλακή.
Καί τόν ἔκλεισε στήν φυλακή.
Παρακαλοῦσε, ζητοῦσε προθεσμία, δέν ἐδέχθη μέ κανένα τρόπο.
Ἀλλά, δέν εἴμαστε στόν κόσμο μόνοι. Αὐτά τά πράγματα τά εἶδαν καί ἄλλοι ἄνθρωποι, οἱ ὁποῖοι εἶχαν λίγη εὐαισθησία καί εἶπαν μέσα τους: «Βρέ τόν παληάνθρωπο. Τό ἀφεντικό του, τοῦ χάρισε δισεκατομμύρια, τά λίγα εὐρώ, τοῦ ἦταν πολύ νά τά χαρίσει καί αὐτός; Καί νά εὐσπλαχνιστεῖ τόν σύνδουλό του;»
Καί πῆγαν καί τά εἶπαν στόν ἄρχοντα. Ἐκεῖνος θύμωσε, μετάνιωσε πού τόν εἶχε συγχωρήσει, καί τοῦ εἶπε: «Κατ’ εὐθεῖαν στή φυλακή, μέχρι νά τά ξοφλήσεις ὅλα».
2. Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις
Ἐξηγεῖ ὁ Χριστός: Ὁ ἄρχοντας, συμβολίζει τόν Θεό Πατέρα. Καί οἱ δυό χρεοφειλέτες, εἴμαστε ἐμεῖς, πού ἔχουμε κάνει ἀπέναντι τοῦ Θεοῦ πολλά ἁμαρτήματα. Κάθε ἡμέρα συνεχίζουμε νά κάνουμε καί μερικά ἁμαρτήματα, εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό ὅταν ἐρχόμαστε στήν ἐκκλησία ἤ κάνουμε σπίτι τήν προσευχή μας, λέμε: «Συγχώρησέ με Θεέ μου! Ἐλέησέ με Θεέ μου! Ξέχασε τά ἁμαρτήματά μου! Δές με μέ καλοσύνη! Παράλαβέ με στήν Βασιλεία Σου, ὅταν κλείσω τά μάτια μου. Γιατί ἀλλοίμονό μου, ἄν πεθάνω καί βρεθῶ στήν κόλαση!»
Καί λοιπόν; Ὁ Θεός, μᾶς συγχωρεῖ, γιατί εἶναι Πανάγαθος. Μᾶς συγχωρεῖ μέ χίλιους-δυό τρόπους. Καί μάλιστα μέ τήν ἱερά ἐξομολόγηση. Πού ἔχουμε, ἑκατό τοῖς ἑκατό τήν σιγουριά ὅτι μᾶς συγχώρησε ὁ Θεός. Ἐνῶ σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἔχουμε μιά πιθανότητα, γιατί δέν ἀκούσαμε ἀπάντηση.
Ζητᾶμε λοιπόν, ἀπό τόν Θεό συγχώρηση, γιά τά καθημερινά μας ἁμαρτήματα τά πολλά, πού γιά νά τό ποῦμε μέ ἁπλά λόγια, Τόν γράφουμε εἴκοσι τέσσερις ὧρες τό εἰκοσιτετράωρο στά παλιά μας τά παπούτσια. Καί Τόν θυμόμαστε μισό λεπτό τό βράδυ, κάνοντας βιαστικά τόν σταυρό μας καί λέγοντας, κρύα καί νυσταγμένα: «Ἔ, συγχώρεσέ με Χριστέ μου, ἔνοχος εἶμαι καί ἐγώ». Καί ὁ Θεός μᾶς συγχωρεῖ. Καί μετά;
Μετά βρίσκεται κάποιος ἄνθρωπος, ἀδελφός μας, πού μᾶς μπῆκε λιγάκι στό ρουθούνι. Δέν μᾶς ἔκανε καί τίποτε σπουδαῖο, ἀλλά δέν θέλουμε νά τόν συγχωρήσουμε.
Λέει ὁ Θεός: «Ἐάν δέν συγχωρεῖτε ἐσεῖς, ἀπό τή καρδιά σας, ἐκείνους πού μπῆκαν στό ρουθούνι σας, καί σᾶς ἔβλαψαν κατά κάποιο τρόπο, οὔτε ὁ Θεός Πατέρας θά συγχωρήσει ἐσᾶς».
Γιατί; Γιατί, γιά νά εἴμαστε παιδιά τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά Τοῦ μοιάσουμε στήν καλοσύνη καί στήν ἀγαθότητα.
Ἄς δοῦμε μερικές πτυχές αὐτοῦ τοῦ ζητήματος.
-Δέν τόν συγχωρῶ, ποτέ! λέει κάποιος.
-Γιατί ἀδελφέ;
-Μέ εἶπε ψεύτη.
-Καλά, δέν ἔχεις πεῖ ποτέ σου ψέματα; Δέν εἶσαι ψεύτης; Γιατί σοῦ κακοφάνηκε, πού σοῦ τό εἶπε;
-Μέ εἶπε πονηρό.
-Καλά, δέν σκέφτηκες ποτέ σου πονηρά καί ὕπουλα; Γιατί σοῦ κακοφάνηκε, πού σέ εἶπε πονηρό; Ἀφοῦ σοῦ λέει τήν ἀλήθεια. Γιατί δέν ἔκανες τόν καλό λογισμό: «πόσο πρέπει νά διορθωθῶ, ἀφοῦ ἔπεσα, ὄχι μόνο στήν ἀντίληψη τοῦ Θεοῦ πού τά βλέπει ὅλα, ἀλλά καί τῶν ἀνθρώπων, πού δέν βλέπουν οὔτε τό ἕνα χιλιοστό;»
-Εἶπε, ὅτι τόν κουτσομπόλεψα.
-Καλά δέν κουτσομπολεύεις; Δέν κουτσομπόλεψες ποτέ σου κανένα ἄνθρωπο;
Πόσο παράλογοι εἴμαστε! Πόσο ἀδικαιολόγητοι, σέ ἐκεῖνα πού προφασιζόμαστε! Πόσο ἔπρεπε νά μᾶς κατέχει, ὅταν λέμε τέτοια λόγια, ἐντροπή, ὄχι μόνον ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί ἐνώπιον τῶν ἀνθρώπων;
Ἄς προχωρήσουμε ὅμως. Λέει ἕνας ἄλλος.
-Δέν τόν συγχωρῶ. Μοῦ σκότωσε τό παιδί μου, τόν πατέρα μου, τήν ἀδελφή μου, τήν μητέρα μου.
Ἀδελφέ. Τό παράπονο αὐτό εἶναι πικρό καί βαρύ. Θέλει πολύ δυνατό φάρμακο. Ἀλλά νά πάρουμε πρῶτα, τί λέει αὐτό τό ἴδιο τό γεγονός: «μοῦ σκότωσε τόν πατέρα μου, ἤ τό παιδί μου, ἤ τόν ἀδελφό μου»
Διαβάζουμε στίς διδαχές τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ.
«Ἄν ἕνας ἄνθρωπος μοῦ σκότωσε τόν πατέρα μου καί τήν μητέρα μου καί τόν ἀδελφό μου, τόν συγχωρῶ αὐτόν τόν ἄνθρωπο. Ἄν ὅμως βλαστήμησε τόν Χριστό μου καί τήν Παναγία μου, δέν θέλω νά τόν βλέπω στά μάτια μου».
Τί θέλει νά πεῖ ὁ Ἅγιος;
Ἀπό τό νά σκοτώσει κανείς τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου, μεγαλύτερη ἁμαρτία εἶναι ἡ βλασφημία τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Ἔλα δῶ τώρα, ἀδελφέ. Σοῦ σκότωσε τόν πατέρα σου καί τήν μητέρα σου καί τό βρίσκεις μεγάλο ἁμάρτημα. Τήν βλαστήμια πού ἄφησες νά φύγει ἀπό τό στόμα σου, εἰς βάρος τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἤ τῆς πανάχραντης Μητέρας του, τή βλέπεις ἐπειδή εἶναι λόγος γιά φτηνό καί δέν σέ πειράζει καθόλου; Ἀντί νά πεῖς: «Ἐγώ τό θηρίο, ἐγώ ὁ ἀσεβέστατος, ἄνοιξα τό στόμα μου καί βλαστήμησα τό πάντιμο καί μεγαλοπρεπές ὄνομα τοῦ Σωτῆρος μου Ἰησοῦ Χριστοῦ... Τί εἶναι ἡ πράξη ἐκείνη τοῦ φτωχοῦ ἀνθρώπου πού σκότωσε τόν πατέρα μου καί τήν μητέρα μου ἤ τόν ἀδελφό μου, μπροστά σέ μιά τέτοια πράξη; Ποιός πρέπει νά ἐκδικηθεῖ τόν ἄλλον; Ποιός ἔχει δίκιο;»
Ἀλλά ἄς ἀφήσουμε τά λόγια τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ καί ἄς δοῦμε τό θέμα λογικά, ἀνθρώπινα. Μεγάλος πόνος νά χάσεις ἀδελφό, παιδί, νά ὑποστεῖς τέτοια τρικυμία στήν οἰκογένειά σου. Μεγάλο τό παράπονο καί πικρό. Λέει ὅμως ὁ Χριστός: «Ἐάν δέν συγχωρήσετε τά ἁμαρτήματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων, ὄχι ἐξωτερικά, ἀλλά ἀπό τήν καρδιά σας, δέν πρόκειται ὁ Πατέρας σας ὁ Οὐράνιος, νά συγχωρήσει τά δικά σας».
Γιά νά τό σκεφτοῦμε προσεκτικά. Ὁ Θεός Πατέρας ἔστειλε στόν κόσμο τόν Υἱό Αὐτοῦ τόν Μονογενῆ γιά νά μᾶς διδάξει, νά κάνει θαύματα, νά μᾶς φανερώσει τήν ἀλήθεια, νά τήν δεχτοῦμε γιά νά σωθοῦμε. Καί ἐμεῖς, οἱ πρόγονοί μας, σταύρωσαν τόν Χριστό. Τί ἔπρεπε νά κάνει ὁ Θεός Πατέρας; Ἔπρεπε νά ρίξει φωτιά, νά μήν μείνει τίποτε στόν κόσμο. Ἀλλά Ἐκεῖνος πῶς φέρθηκε; Τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε λύτρο, συγχώρηση, ἄφεση, συμφιλίωση, καταλλαγή. Καί ἔγινε, ἡ θυσία τοῦ Σωτῆρος μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, τό ἄνοιγμα τοῦ παραδείσου. Υἱός τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ Χριστός. Υἱός Μονογενής. Καί Ἐκεῖνος, μέ τόν θάνατο τοῦ Υἱοῦ Του, συμφιλιώθηκε μέ μας, καί μᾶς συγχώρησε. Ἐσύ δέν μπορεῖς νά συγχωρήσεις, γιά νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν Πατέρα τόν Ἐπουράνιο;
3. Ἡ ἀληθινή συγχώρηση
Λέμε καμιά φορά στήν ἐξομολόγηση: «Ἐγώ τόν συγχωρῶ, παπούλη, αὐτό τόν ἄνθρωπο πού μέ πίκρανε, δέν θέλω τό κακό του. Ἐγώ δέν θά τοῦ κάνω ποτέ κακό. Ἀλλά τόν ἀφήνω στό Θεό. Ὁ Θεός νά τόν τιμωρήσει».
Ἐρώτημα: Καλά· τί συγχώρηση εἶναι αὐτή, ὅταν «παρακαλεῖς» τόν Θεό νά τόν τιμωρήσει; Ἁπλά λές: «Ἐγώ δέν ἔχω μπράτσα γερά, δέν ἔχω δυνατότητα νά τόν τιμωρήσω καί παρακαλῶ τόν Θεό νά τόν τιμωρήσει». Τήν κακία τήν κρατᾶς μέσα σου. Καί τό στόμα λέει ψέματα μέ τά λόγια: «Ἐγώ τόν συγχωρῶ, ἀλλά τόν ἀφήνω νά τόν τιμωρήσει ὁ Θεός».
Ἐάν θέλεις νά ἔχεις συγχώρηση, νά πεῖς: «Θεέ μου δέν θέλω νά τιμωρηθεῖ πουθενά, ἀλλά νά εἶναι συγχωρημένος καί ἀπό Σένα καί ἀπό μένα.»
Τί μᾶς λέει τό Ἅγιο Εὐαγγέλιο;
Μᾶς λέει, ὅτι ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Καί ἐκεῖνοι πού θέλουν νά εἶναι κοντά Του, πρέπει νά φροντίζουν νά πλαταίνουν τήν καρδιά τους, καί νά ἔχουν, ὅσο τό δυνατόν, περισσότερη ἀγάπη καί καλοσύνη.
Καί ἡ ἀγάπη καί ἡ καλοσύνη ἡ ἀληθινή, φαίνεται κυρίως στήν προθυμία μέ τήν ὁποία συγχωροῦμε τά σφάλματα τῶν ἄλλων ἀνθρώπων πού κάνουν ἐναντίον μας. Ἀμήν.-