Η ΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ (Λουκ. 5, 1-11)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στή Λυγιά, στίς 27/9/1998)
1. Ἡ σωστή στάση ἀπέναντι στό Θεό
Ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, ὅτι ἐνῶ ὁ Χριστός περιπατοῦσε στήν παραλία τῆς Τιβεριάδος, βρῆκε κάποιους ψαράδες νά φτειάχνουν τά δίχτυα τους μετά τό βραδυνό ψάρεμα. Τούς λέει:
-Τί κάνετε; Πῶς πήγατε;
-Κοπιάσαμε ὅλη τή νύχτα, ἀπάντησαν, ἀλλά δέν πιάσαμε ἀπολύτως τίποτα.
Ὁ Χριστός ἀνέβηκε στό καραβάκι τους πού ἦταν κοντά στήν ἀκτή καί ἀπό ἐκεῖ ἄρχισε νά μιλάει στούς ψαράδες καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους πού εἶχαν μαζευτεῖ στήν παραλία. Τούς ἔκανε μία ὠφέλιμη διδασκαλία. Ὅταν τελείωσε, εἶπε στόν Πέτρο πού τοῦ εἶχε παραχωρήσει τό καραβάκι:
-Ρίξε τώρα τό δίχτυ σου νά πιάσεις κανά ψαράκι, γιά τήν καλωσύνη πού ἔκανες.
Ἀπάντησε ὁ Πέτρος:
-Κύριε, ὅλη τή νύχτα κοπιάσαμε, πού εἶναι καί ἡ ὥρα νά πιάσουμε ψάρια καί δέν πιάσαμε τίποτα. Μιά ὅμως καί τό λές, θά τό κάνω. Ἄς εἶναι ἡμέρα, πού δέν πιάνουν τίποτε. Θά τό ρίξω πάλι τό δίχτυ. Καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ὅ,τι γίνει.
Πραγματικά, πῆγε καί τό ἔρριξε καί ἔπιασε τόσα ψάρια, πού δέν χωροῦσαν στό καραβάκι. Καί φώναξαν ἕνα ἄλλο καΐκι νά ρθεῖ νά βάλουν καί σ’ αὐτό ἀπό τά ψάρια πού εἶχαν πιαστεῖ μέ ἐνέργεια θεϊκή.
Τότε ὁ Πέτρος ἔκανε τή σκέψη: «Μά τί συμβαίνει; Ὅλη τή νύχτα, δέν ἔπιασα τίποτα καί τώρα, ὥρα πού δέν εἶναι γιά ψάρια, ρίχνω κατά τήν ἐντολή αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου τό δίχτυ καί πιάνει τόσα ψάρια πού δέν τἄχα δεῖ οὔτε στόν ὕπνο μου… Τί εἶναι αὐτός ὁ ἄνθρωπος;».
Πῆγε κοντά στό Χριστό, τόν προσκύνησε καί τοῦ εἶπε:
-Ἔξελθε ἀπ' ἐμοῦ Κύριε. Κατέβα ἀπό τήν βάρκα μου. Ἐγώ δέν εἶμαι ἄξιος νά σέ ἔχω κοντά μου. «Ἔξελθε ἀπ' ἐμοῦ Κύριε, ὅτι ἐγώ ἄνθρωπος ἁμαρτωλός εἰμι».
Τί ἔκανε ὁ Πέτρος, ὅταν εἶδε τά ψάρια καί κατάλαβε ὅτι δέν πιάστηκαν κατά φυσική τάξη, ἀλλά τά μάζεψε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ; Ἡ ἐντολή καί ἡ θέληση Ἑνός, πού τόν νόμιζε ἁπλά ἅγιο; Ἔκανε ὁ ἀπόστολος Πέτρος μία σύγκριση μέ τόν ἑαυτό του. Δέν ἔμεινε στά «ἔξω». Δέν κόλλησε τά μάτια του στά ψάρια, οὔτε ἄρχισε νά τρίβει τά χέρια του καί νά λέει: «Ἀμάν. Ψάρια, ψάρια, ψάρια. Ἔ, λεφτά πού θά πάρουμε σήμερα!» Ἀλλά τί ἔκανε; Ἀπό τήν στιγμή πού πῆρε τό μήνυμα ὅτι ἔχει μπροστά του ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ, κοίταξε τά «μέσα» καί εἶδε ὅτι δέν ἦταν ἄξιος οὔτε τέτοιας δωρεᾶς, οὔτε νά συναντήσει ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ. Γι' αὐτό εἶπε:
«Ἔξελθε ἀπ' ἐμοῦ Κύριε». Δέν μπορῶ νά ἔχω ἐγώ καμιά σχέση μέ σένα. Δέν εἶμαι ὅπως μέ θέλεις. Ἐγώ εἶμαι ἄνθρωπος ἁμαρτωλός.
2. Στό Θεό δέν πᾶμε ὅπως-ὅπως
Ἄς πᾶμε πιό παλαιά. Ὁ Ἰακώβ, γυιός τοῦ πατριάρχη Ἰσαάκ, ταξίδευε ἀπό τήν Παλαιστίνη στή Μεσοποταμία. Πήγαινε στό σπίτι τοῦ παπποῦ του. Στό δρόμο νύχτωσε καί ξάπλωσε νά κοιμηθεῖ. Καί εἶδε ἕνα ὅραμα. Μία σκάλα πού ξεκινοῦσε ἀπό τό προσκέφαλό του καί ἔφτανε στόν οὐρανό. Στήν κορυφή τῆς σκάλας, στεκόταν «ὁ Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν». Καί πάνω στή σκάλα, ἀνέβαιναν καί κατέβαιναν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ πού δοξολογοῦσαν τόν Κύριο τῆς δόξης. Σηκώθηκε ὁ Ἰακώβ καί εἶπε: «Δέν τό ἤξερα. Νόμιζα πώς ὁ τόπος αὐτός εἶναι ἕνας συνηθισμένος τόπος. Ἀλλά δέν εἶναι. Αὐτός ὁ τόπος εἶναι πύλη τοῦ οὐρανοῦ». Δέν τὄξερα. Ἄν τό ἤξερα, δέν ξάπλωνα ἐδῶ κάτω. Γιατί τό κορμί μου εἶναι μολυσμένο ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί δέν κάνει ἐμεῖς νά μολύνουμε τούς ἅγιους τόπους. Ἀλλά δέν τό ἤξερα…
Νά κάνουμε τήν καλή σκέψη: «Μήπως ἔτσι τό σκεπτόταν καί ὁ Πέτρος; Ὅπως τό σκεπτόταν καί ὁ Ἰακώβ;» Νά μήν ποῦμε: «Ἔ, δέν εἶναι καί ἔτσι, μή τήν παίρνουμε τήν εὐλάβεια τόσο σοβαρά».
Ἄς δοῦμε μιά ἄλλη ἱστορία:
Ὁ Μωυσῆς ἦταν στό Σινᾶ καί ἔβοσκε τά πρόβατα τοῦ πεθεροῦ του.
Ξαφνικά βλέπει ἀπέναντί του ἕνα βάτο ζωσμένο στίς φλόγες ὥρα πολλή. Ἀλλά δέν καιγόταν οὔτε ἕνα φύλλο του. Ἔμενε τό ἴδιο, καταπράσινο. Πλησίασε νά δεῖ. «Τί εἶναι τοῦτο ἐδῶ; Δέν εἶδα ποτέ φωτιά καί νά μήν καίει ὅ,τι βρεῖ. Τίνος εἶναι παρουσία; Πάω νά δῶ»
Καί κάνοντας νά πλησιάσει ἀκούει ἀπό μέσα ἀπό τίς φλόγες τήν φωνή τοῦ Θεοῦ τῶν Πατέρων:
-Μήν πλησιάζεις στόν τόπο αὐτό Μωυσῆ. Γιατί ὁ τόπος πού βρίσκεσαι εἶναι ἅγιος. Βγάλε πρῶτα τά παπούτσια σου καί μετά ἔλα νά μέ δεῖς.
Τί τοῦ εἶπε ὁ Θεός ἀδελφοί μου; Ξέρεις ὁ τόπος εἶναι ἅγιος. Κοντά στό Θεό δέν πάει κανείς ὅπως-ὅπως, ὅπως μπαίνει στό καφενεῖο, στό μπακάλικο, στήν κουζίνα του. …
Τήν παληά ἐποχή οἱ πιό πολλοί δέν εἶχαν παπούτσια. Καί ὅσοι εἶχαν τά φοροῦσαν σπάνια. Στίς ὁδοιπορίες τά ἔδεναν στόν ὦμο τους. Ὅταν ἔμπαιναν σέ κατοικημένο μέρος τά φοροῦσαν, γιατί ἤθελαν νά φανοῦν οἱ ταλαίπωροι ὅτι κάτι εἶναι καί αὐτοί. Ἀφοῦ… ἔχουν καί παπούτσια.
Νά γιατί εἶπε ὁ Θεός στόν Μωυσῆ:
-Βγάλε τά παπούτσια σου. Κοντά στό Θεό δέν πᾶνε οἱ ἄνθρωποι μέ τό φρόνημα ὅτι «κάτι εἶναι». Στό Θεό κοντά πᾶνε μέ ταπείνωση. Σώματος ταπείνωση, ἐξωτερική. Ἀλλά καί ἐσωτερική. Προπαντός ἐσωτερική.
Ἄν στό Μωυσῆ γιά τήν βάτο πού καιγόταν, εἶπε ὁ Θεός αὐτά τά λόγια, φανταστεῖτε τί λέει σέ μᾶς, πού μπαίνουμε στήν Ἐκκλησία γιά νά δοῦμε τόν Χριστό. Ποῦ τόν βλέπουμε; Στή Θεία Εὐχαριστία πού εἶναι ὁ Χριστός ἐπάνω στό Σταυρό. Καί μᾶς δίνει τό σῶμα του καί τό αἷμα του γιά νά τό γευθοῦμε μέ πίστη, μέ καθαρή καρδιά, γιά νά ἁγιαστοῦμε, νά σωθοῦμε, νά καθαριστοῦμε ἀπό κάθε ἁμαρτία. Τά ἀκούσατε τά λόγια: «Λάβετε φάγετε, τοῦτό μού ἐστι τό σῶμα, τό ὑπέρ ὑμῶν κλώμενον». Γιά σᾶς ἔγινε κομμάτια εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν. «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες». Αὐτό εἶναι τό αἷμα μου. Χύθηκε πάνω στό Σταυρό καί χύνεται εἰς τούς αἰώνας μέσα στά ἅγια Ποτήρια τῆς Ἐκκλησίας, «εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον».
Τί σημαίνει καθαρισμός ἀπό τόν μολυσμό τῆς ἁμαρτίας; Καί γιατί τόν καθαρισμό αὐτό τόν ἔχουμε τόσο πολύ ἀνάγκη;
Κάποια φορά, σκοτώθηκε ἕνας νέος. Καί αὐτός πού ἦταν χαρά, καύχημα καί ἐλπίδα τῶν γονέων του, βρέθηκε μετά ἀπό μέρες μισοσαπισμένος· νά βρωμάει. Τό πῆραν τό παιδί νά τό κηδεύσουν καί ὅλοι στεκόντουσταν μακρυά, ξέροντας ὅτι ὅταν σαπίσει τό σῶμα, ἔχει μία δηλητηριώδη οὐσία πού λέγεται πτωμαΐνη. Καί ὑπάρχει κίνδυνος, ἔτσι κάνεις καί ἀκουμπήσεις τό πτῶμα νά δηλητηριαστεῖς καί νά πεθάνεις. Τόσο φοβερό δηλητήριο εἶναι ἡ πτωμαΐνη. Ἀλλά ἡ ταλαίπωρη μητέρα του, ξέφυγε ἀπό αὐτούς πού τήν κρατοῦσαν καί ὅρμησε νά φιλήσει γιά τελευταία φορά τό παιδί της. Καί τό φίλησε.
Τήν τραβήξανε οἱ ἄνθρωποι σάν τρελλοί, ἀπό πάνω του. Ἀλλά τό κακό εἶχε γίνει. Ἡ πτωμαΐνη εἶχε δηλητηριάσει τήν μητέρα, καί μετά ἀπό λίγο πέθανε. Γιατί; Γιατί ἕνα παλληκάρι, ἄγγελος ὀμορφιᾶς καί λεβεντιᾶς εἶχε μεταβληθεῖ σέ μολυσματική ἑστία. Καί ἐάν πήγαιναν ἀνυποψίαστοι οἱ ἄνθρωποι νά τόν φιλήσουν, θά πέθαινε ὁλόκληρο τό χωριό. Νά τί εἶναι ἡ μολυσματική ἑστία πού τήν καταλαβαίνουμε μέ τίς αἰσθήσεις μας καί μολύνει τό σῶμα μας καί τό σκοτώνει! Κάπως ἔτσι μᾶς μολύνει ἡ ἁμαρτία καί μᾶς νεκρώνει πνευματικά, ἔστω καί ἄν δέν τό συνειδητοποιοῦμε.
Διαβάζουμε στούς βίους τῶν ἁγίων: Μιά φορά περπατοῦσε ἕνας ἅγιος καί δίπλα του πήγαινε ὁ ἄγγελος φύλακάς του. Καί αἰσθανόταν χαρά καί ἀγαλλίαση ὁ ἅγιος βλέποντας αἰσθητά τήν παρουσία καί τήν προστασία τοῦ Κυρίου.Ἐμεῖς βέβαια, δέν τόν βλέπουμε τόν ἄγγελο φύλακά μας. Ὅμως εἶναι κοντά μας. Γι' αὐτό νά μή φοβόμαστε καί νά μήν ἀπογοητευόμαστε.
Ἐνῶ περπατοῦσαν, συνάντησαν ἕνα ψόφιο σκυλί πού ἔβγαζε ἀφόρητη δυσωδία. Ὁ ἅγιος καλόγερος, ἔκανε ἕνα μεγάλο κύκλο καί ἀπομακρύνθηκε πολύ γιά νά γλυτώσει ἀπό τήν δυσωδία. Ἀλλά ὅταν γύρισε νά δεῖ τί κάνει ὁ ἄγγελος, τόν εἶδε νά βαδίζει ἴσα στό δρόμο του καί νά περνᾶ πάνω ἀπό τό σκυλί. Καί εἶπε μέσα του: «Ἔμ, βέβαια, ἄγγελος εἶναι. Δέν τόν ἐπηρεάζει αὐτή ἡ βρώμα. Ἀλλοίμονο σέ ἐμᾶς τούς ταλαίπωρους ἀνθρώπους πού εἴμαστε χῶμα καί τέτοια πράγματα μᾶς βλάπτουν».
Συνέχισαν τόν δρόμο τους καί νά· συναντᾶνε ἕναν ἄνθρωπο ὡραιότατο ἐξωτερικά, ντυμένο ὡραῖα ροῦχα καί ἀρωματισμένο μέ εὐωδιαστά ἀρώματα. Ὁ καλόγερος, πού εἶχε ὑποφέρει ἀπό τήν βρώμα τοῦ ψόφιου σκυλιοῦ ἀνάπνευσε βαθειά γιά νά μπεῖ αἰσθανθεῖ λίγη εὐωδία. Ἔπειτα ἔρριξε μιά ματιά στόν ἄγγελο καί τόν βλέπει νά κρατάει τήν μύτη του καί τό στόμα του κλειστό.
-Τί συμβαίνει; Τόν ρώτησε. Γιατί στό σκυλί δέν ἔκανες τίποτα τέτοιο καί ἐδῶ κάνεις;
Τοῦ λέει ὁ ἄγγελος:
-Ἡ βρώμα τοῦ σκυλιοῦ ἦταν φυσική. Δέν μέ πειράζει. Καί ἡ εὐωδία τῶν ἀρωμάτων δέν μέ συγκινεῖ. Ἐγώ τώρα μυρίζομαι τήν δυσωδία τῆς ψυχῆς του. Καί κοντεύω νά σκάσω ἀπό τήν δυσωδία τῶν ἁμαρτιῶν του.
Τί διαφορά τοῦ ἀγγέλου μέ ἐμᾶς! Πού τρέχουμε ὅπου μυριστοῦμε ἁμαρτία. Καί καμιά φορά τήν ἔχουμε καύχημα.
Ἀδελφοί. Ἡ ἁμαρτία εἶναι μολυσματική ἑστία. Καί ἅμα τήν ἀφήσεις, βρωμάει ὅλο καί περισσότερο. Ὅπως τό πτώμα. Ἔτσι εἶναι ἡ ἀνεπιμέλητη ἁμαρτία, πού δέν φροντίζουμε νά τήν σταματήσουμε.
3. Ἀπόφαση καί ἐργασία
Ὅταν ὁ Πέτρος εἶπε στό Χριστό: «φῦγε ἀπό κοντά μου Κύριε γιατί εἶμαι ἁμαρτωλός», ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε: «Μή φοβᾶσαι. Δέν εἶμαι ἐδῶ γιά νά σέ κατακρίνω. Καλύτερο θέλω νά σέ κάνω. Ὅπως ἐσύ πιάστηκες στό δίχτυ τοῦ Θεοῦ, ἔτσι σέ θέλω καί σένα. Νά γίνεις ἁλιέας ἀνθρώπων. Νά ψαρεύεις ψυχές. Ὄχι γιά τό τηγάνι, ἀλλά γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ»
Ὅποιος πιστεύει στό Θεό ἔχει στόμα ἀνοιχτό, πού μιλάει γιά τόν Θεό. Ὅποιος αἰσθάνθηκε τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, μιλάει γιά τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ὅποιος δοκίμασε τήν χαρά τῆς ἐλπίδας τῆς Ἀναστάσεως, μιλάει γιά τήν Ἀνάσταση.
Μέ τόν τρόπο αὐτό ὁ καθένας μιλώντας γιά τόν Θεό, γίνεται ἀπόστολος τοῦ Χριστοῦ. Καί «ψαρεύει» γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ…
Νά ἕνα ὡραῖο μήνυμα τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου: «Βᾶλτε τελεία καί παῦλα στήν ἁμαρτία καί πεῖτε: Κύριε, δέν εἶμαι ἄξιος νά εἶμαι κοντά σου. Πρέπει νά καθαριστῶ. Πρέπει νά καταλάβω τήν εὐσπλαγχνία σου, τό ἔλεος σου, τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως». Καί νά ἀρχίσουμε νά δουλεύουμε πνευματικά πάνω στόν ἑαυτό μας, γιατί τίποτε δέν θά μᾶς ὠφελήσει ἄν τελικά δέν ἀξιωθοῦμε τῆς αἰώνιας ζωῆς καί χαρᾶς καί δέν βρεθοῦμε κοντά στήν Παναγία, κοντά στούς ἁγίους καί προπαντός κοντά στόν πολυεύσπλαγχνο σωτήρα καί Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό. Ἀμήν.-