Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ (Λουκ. 16, 19-31)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στό Νεοχώρι Ἄρτας, στίς 30/10/1994)
1. Ἡ ζωή τῶν ‘’ἔξω’’
Σήμερα τό Εὐαγγέλιο μᾶς μίλησε γιά ἕνα πλούσιο καί ἕνα φτωχό.
Καί γιά μέν τόν πλούσιο δέν ἀναφέρει ὄνομα. Ἐνῶ γιά τόν φτωχό λέει ὅτι ἦταν «ὁ Λάζαρος».
Μέσα στό Εὐαγγέλιο καί αὐτό ἀκόμη ἔχει σημασία. Γιατί οἱ πλούσιοι χάνουν τήν προσωπικότητά τους. Δέν δίνουν σημασία στό τί ἄνθρωποι εἶναι. Ἀλλά στό πόσα ἔχουν. Καί ἐμεῖς συνηθίζουμε νά λέμε.
-Αὐτός εἶναι «παραλής». Ἔχει παράδες πολλούς. Ἔχει σπίτι μεγάλο. Ἔχει αὐτοκίνητο πρώτης τάξεως. Ἔχει καταθέσεις. Ἔχει, ἔχει…
Γιατί λέμε αὐτά; Ἐπειδή δέν ἔχουμε κάτι περισσότερο καί καλύτερο νά ποῦμε γιά τόν ἄνθρωπο αὐτό. Γιατί στήν πορεία τῆς ζωῆς του, τό κυνήγι τῶν ἐπιγείων ἀποκτήσεων τόν γοήτευσε τόσο πολύ, πού ξέχασε νά ἀγωνιστεῖ νά γίνει «ἄνθρωπος». Μέ ὄνομα, μέ προσωπικότητα.
Καί ὁ Κύριός μας παρέλειψε ἐπίτηδες τό ὄνομα, γιά νά μᾶς δείξει ὅτι πολλές φορές ὁ πλοῦτος κάνει τούς ἀνθρώπους νά χάνουν τήν προσωπικότητά τους. Ἀποκτοῦν πράγματα, ἀλλά χάνουν ἀνθρωπιά καί πνευματική ὑπόσταση.
Ὁ πλούσιος «ἐνεδιδύσκετο πορφύραν καί βύσσον». Φοροῦσε τά καλύτερα ροῦχα πού κυκλοφοροῦσαν. Στολιζόταν ὄμορφα. Ὅλος ὁ κόσμος θαύμαζε τά ροῦχα του, ὄχι τήν προσωπικότητά του. Καί «εὐφραίνετο καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς» Ὁλόκληρη ἡ μέρα του ἦταν ἕνα διαρκές γλέντι. Διασκέδαζε πολύ.
Ἀλλά μέ αὐτά τά λόγια ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός θέλει νά μᾶς πεῖ: «Προσέξτε. Δέν εἶναι ἁπλό ζήτημα ὅτι ἕνας ἄνθρωπος ντύνεται ὅσο μπορεῖ πιό καλά. Δέν εἶναι ἁπλό τό ζήτημα ὅτι ἕνας ἄνθρωπος προσπαθεῖ ὅλη τήν ἡμέρα νά διασκεδάζει. Αὐτά τά πράγματα εἶναι μία μαρτυρία γιά τόν ἄνθρωπο. Μαρτυρία ὅτι χωρίς αὐτά αἰσθάνεται κενός, κούφιος, ἄδειος. Καί προσπαθεῖ νά γεμίσει τόν ἑαυτό του μέ τά ‘’ἔξω’’, γιατί τοῦ λείπουν τά ‘’μέσα’’». Παρακάτω, ὁ Κύριος καί ἐξηγεῖ ποῖα εἶναι τά ‘’μέσα’’.
Ἔξω ἀπό τό σπίτι τοῦ πλουσίου, καθόταν ἕνας φτωχός. Κουρελιάρης. Βρωμιάρης. Γεμάτος πληγές. Δέν εἶχε τίποτε νά φάει. Ἔψαχνε στά σκουπίδια τοῦ ἀρχοντικοῦ γιά νά βρεῖ κάτι νά βάλει στό στόμα του. «Ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τοῦ πλουσίου». Καί ὁ πλούσιος δέν καταδεχόταν νά τοῦ ρίξει μιά ματιά. Δέν καταδεχόταν νά ἀσχοληθεῖ μέ τό πρόσωπο αὐτό. Ἴσως νά τοῦ ἦταν καί ἐνοχλητικός, λόγῳ τῆς βρωμιᾶς του.
2. Τί μοῦ λές; Ἐγώ ἄλλο περιμένω
Ἔτσι λοιπόν περνοῦσε ὁ χρόνος. Ὁ πλούσιος «εὐφραίνεται καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς» καί κάθε ἡμέρα ἀλλάζει κουστούμια. Ἀπ’ ἔξω ὅλα ὡραῖα. Ἀπό μέσα μηδέν. Ἀλλά τί τόν ἐνδιαφέρει; Δέν σκοτίζεται γιά τίποτε ἐπειδή μένει σέ κάποιες ἁπλοϊκές σκέψεις πού κάνουμε καί ἐμεῖς σήμερα. Τί λέμε; «Ἀξία ἔχει νά περνᾶς καλά. Ἔχουμε ἀκόμα πολλά χρόνια μπροστά μας. Μετά ποιός ξέρει τί γίνεται…» καί μένουμε κολλημένοι στά παρόντα.
Ἀλλά ἀδελφοί μου, κάτι ξεχνᾶμε. Οἱ ἡμέρες μας προχωροῦν γρήγορα καί ἐμεῖς ἡμέρα μέ τήν ἡμέρα ἀλλάζουμε. Λέει ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός: «Ἔχετε δεῖ τά χωράφια; Στήν ἀρχή εἶναι καταπράσινα. Ὅταν ἀρχίζουν καί ἀσπρίζουν τά κριθάρια, τί λέμε; Θέλουν θερισμό. Καί τό κεφάλι τοῦ ἀνθρώπου ὅταν ἀρχίζει καί ἀσπρίζει, τί μᾶς θυμίζει; Ὅτι ἔρχεται ἕνας ἄλλος θερισμός. Ἔρχεται ἡ φθορά, ὁ θάνατος».
Τί σημαίνει φθορά; Λέει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὁ Δαυΐδ ὁ βασιλιάς, θέλοντας νά ἀμείψει ἕνα καλόψυχο γέροντα, τόν Βεεζερλί, πού τοῦ εἶχε συμπαρασταθεῖ ὅταν τόν καταδίωκαν οἱ ἐχθροί του, τοῦ πρότεινε:
-Μήν κάθεσαι μοναχός σου. Ἔλα νά σέ πάρω στά ἀνάκτορα. Νά ζήσεις μαζί μου, ἀναπαυμένος, εὐχαριστημένος.
Ἀπάντησε ὁ γεροντᾶκος:
-Τί νά κάνω βασιλιά μου ἐγώ στά ἀνάκτορα; Νά φάω; Δέν καταλαβαίνει πιά ἡ γλώσσα μου διαφορά στά φαγητά. Νά δῶ τά ὡραῖα τῶν ἀνακτόρων; Δέν βλέπω. Νά ἀκούσω τά τραγούδια πού λέτε στό παλάτι; Δέν ἀκούω; Καί νά σοῦ πῶ κάτι; Ἐγώ τώρα ἕνα περιμένω. Νά κλείσω μιά ἡμέρα τά μάτια μου καί νά μέ βάλουν δίπλα στόν πατέρα μου. Καί δέν δέχθηκε νά πάει στά ἀνάκτορα»
Αὐτός ὁ σοφός γέρος θυμόταν τήν φθορά. Εἶχε μάτια καί τήν ἔβλεπε. Μερικοί ἄνθρωποι, ἔχουν μάτια, ἀλλά δέν τήν βλέπουν καί δέν τήν θυμοῦνται. Ἀλλά ἡ φθορά προχωρεῖ. Τά μαλλιά ἀσπρίζουν καί ἀρχίζουν καί πέφτουν. Τά μάτια δέν βλέπουν, χρειάζονται γυαλιά καί τά αὐτιά ἀκουστικά. Καί θά ρθεῖ μιά ἡμέρα ἕνα τέλος. Τί εἶναι αὐτό τό τέλος;
«Ἀπέθανε ὁ πλούσιος καί ἐτάφη». Ἀπέθανε καί ὁ φτωχός Λάζαρος.
Ἀλλά γιά κοιτᾶξτε μιά διαφορά:
Τόν μέν Λάζαρο, τόν πῆραν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ καί τόν πῆγαν στούς κόλπους τοῦ Ἀβραάμ. Στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Στόν Παράδεισο. Πέθανε καί ὁ πλούσιος καί τόν πῆραν οἱ ἄνθρωποι. Ὄχι ἄγγελοι. Καί τόν πῆγαν σέ ἕνα τάφο. Τόν ἔβαλαν στό χῶμα.
Ἐμεῖς βέβαια, ὅταν δοῦμε τόν Λάζαρο νά πεθαίνει καί τόν πλούσιο νά πεθαίνει, λέμε: «Ἔτσι εἶναι ὁ κόσμος. Ἕνας-ἕνας φεύγει. Ὅλοι θά πεθάνουμε. Καλότυχος ὁ πλούσιος, ὅλη του τή ζωή ἦταν χορτασμένος. Τοῦ ἔγινε καί μιά ὡραία κηδεία. Τί ἄλλο ἤθελε;» Αὐτά εἶναι τά ἀνθρώπινα λόγια, ἀλλά ὑπάρχει ἕνα «ἀλλά». Ποιό εἶναι τό «ἀλλά;»
Λέει ὁ Χριστός, ὅτι ὁ Λάζαρος πῆγε στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Καί ὁ πλούσιος στήν κόλαση. Στόν τόπο τῆς βασάνου. «Ποιός ξέρει;» λέμε ἐμεῖς ὅταν μᾶς ποῦν τίποτε γιά κόλαση καί γιά Παράδεισο. Ποιός τά εἶδε αὐτά; Ποιός τά ξέρει;»
Ἀπάντηση: Ἐκεῖνος πού εἶναι καί ἐδῶ καί ἐκεῖ πάνω στόν οὐρανό, τά ξέρει καλά. Ποιός εἶναι αὐτός; Ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός. Θεός ἀληθινός, ἦρθε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ, ἀλλά δέν ἦταν ποτέ μόνο στή γῆ. Ἦταν ταυτόχρονα καί στόν θρόνο τοῦ Πατέρα του. Αὐτός λοιπόν πού βλέπει παρελθόντα, παρόντα καί μέλλοντα, ὁρατά καί ἀόρατα, ὑλικά καί πνευματικά, αὐτός μᾶς λέγει ὅτι μετά τόν θάνατο ἀλλάζει τό σκηνικό. Καί ἐκεῖνος πού ἦταν καλότυχος ἐδῶ, ἅμα δέ φρόντισε νά ζήσει μέ καλωσύνη, ἀνθρωπιά, ὑποταγή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν ἔκανε ἀγώνα πνευματικό νά προτιμάει τά ἐπουράνια ἀπό τά ἐπίγεια, καί νά προτιμάει τόν Θεό ἀπό τό γλέντι καί τήν ἀνηθικότητα πού τέρπει τήν σάρκα, τότε δέν θά εἶναι καλότυχος ἐκεῖ.
Ὁ πλούσιος λοιπόν, εὑρισκόμενος ἐν μέσῳ βασάνων καί ὀδυνόμενος στίς φλόγες τῆς κολάσεως ψάχνει νά βρεῖ τήν ἀλήθεια. Σηκώνει τά μάτια του καί βλέπει σέ μιά τεράστια ἀπόσταση τόν πατέρα Ἀβραάμ, τήν ἐλπίδα, τήν χαρά ὅλων. Γιά ποιόν δέν εἶναι χαρά ὁ πατέρας του καί μάλιστα ὁ πατέρας ὁ ἐκλεκτός τοῦ Θεοῦ; Ὁ εὐλογημένος τοῦ Θεοῦ; Βλέπει καί τόν Λάζαρο στήν ἀγκαλιά τοῦ Ἀβραάμ. Καί βάζει τίς φωνές:
-Πατέρα μου, πού μέσῳ τῶν ἀπογόνων σου μέ γέννησες, κοίταξε τί ἀθλιότητα ἔχω τώρα. Λυπήσου με! Δέν ζητῶ μεγάλο πράγμα. Στεῖλε τόν Λάζαρο, μοῦ βάλει μέ τό δάχτυλό του μία σταγόνα νερό στό στόμα. Τέτοια ὀδύνη πού ἔχω καί αὐτό τό τοσουλάκι, θά εἶναι γιά μένα παρηγοριά.
3. Τό πολύτιμο δίδαγμα
Αὐτή εἶναι ἡ ἀλλαγή τοῦ σκηνικοῦ πού γίνεται ἀνάλογα μέ τά ἔργα μας. Καί ὁ πατέρας Ἀβραάμ, ὁ εὔσπλαγχνος, δέν γυρίζει τό πρόσωπο ἀλλοῦ, ὅπως τό γύριζε ὁ πλούσιος γιά τόν Λάζαρο ὅταν τόν ἔβλεπε βρωμιάρη. Ἀλλά τοῦ ἀπαντάει:
-Τέκνον! Παιδάκι μου…
Τί ὡραῖα πού τοῦ λέει «παιδάκι μου». Γιατί ὁ πλούσιος εἶχε παιδικά μυαλά, σ’ ὅλη του τή ζωή. Τό παιδάκι τί κάνει; Παίζει καί δέν σκέπτεται τό μέλλον. Ὁ πατέρας σκέπτεται τό μέλλον καί τό στέλνει στό σχολεῖο. Τό παιδάκι σκέπτεται μόνον τό παρόν. Γι' αὐτό ὁ ἄνθρωπος πού σκέπτεται μόνον τό παρόν, ἔχει παιδικά μυαλά. Καί τουλάχιστον νά ἔχει λίγη ἀθωότητα καί καλωσύνη ὅπως ἔχει τό παιδάκι, κάτι διορθώνεται. Ἔ, τότε εἶναι τουλάχιστον ἕνα καλό παιδάκι, πού τοῦ ἀξίζει συμπόνια. Ἀλλά γιά φανταστεῖτε νά ἔχει παιδικά μυαλά καί πονηρό καί κακό ἦθος… Τί φοβερό πράγμα!
-Τέκνον, λέει ὁ Ἀβραάμ, βλέπεις τί ἀπόσταση μᾶς χωρίζει. Δέν ὑπάρχει ἐπικοινωνία μεταξύ μας. Μή ξεχνᾶς ὅμως ὅτι τελικά ἐσύ ἔκανες τίς ἐπιλογές σου. Ἀπόλαυσες τά ἀγαθά σου στήν πρόσκαιρη ζωή. Καί τώρα πονᾶς καί βασανίζεσαι. Τό κεφάλι σου φταίει παιδί μου, ὄχι ἄλλος.
Μέ τά λόγια αὐτά ὁ πατέρας μας Ἀβραάμ ξύπνησε τή συνείδηση τοῦ πλουσίου πού μέχρι τότε κοιμόταν. Καί ἐκεῖνος τοῦ εἶπε:
-Πατέρα Ἀβραάμ, ἀφοῦ δέν μπορεῖ νά ρθεῖ ἐδῶ ὁ Λάζαρος, στεῖλ’ τον τουλάχιστον στό σπίτι τοῦ πατέρα μου. Εἶναι ἐκεῖ ἄλλα πέντε ἀδέλφια μου. Ζοῦν μέ τόν ἴδιο τρόπο πού ἔζησα ἐγώ. Νά τούς πεῖ μία κουβέντα, μήπως καί βάλλουν μυαλό. Νά μήν ἔρθουν καί αὐτοί ἐδῶ, στόν τόπο τῆς βασάνου.
Ὁ πλούσιος, στήν κόλαση, θυμήθηκε τά ἀδέλφια του καί τά πόνεσε νά μήν πᾶνε στόν τόπο τῆς βασάνου. Ἐμεῖς, ἐδῶ, μέσα στήν Ἐκκλησία πού ἐλπίζουμε στήν ἀπόκτηση τῆς αἰώνιας χαρᾶς στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα μας, τοῦ νέου Ἀβραάμ, τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, θυμόμαστε τόν ἀδελφό μας πού βαδίζει γιά τόν τόπο τῆς βασάνου; Θυμόμαστε τήν ἀδελφή μας, τό παιδί μας, τόν φίλο μας; Τούς φωνάζουμε; Τούς λέμε τίποτε;
Ἐμεῖς ζοῦμε χωρίς νά ἔχουμε δεῖ τά μετά θάνατον. Καί γι' αὐτό ἀφοῦ δέν ἔχουμε δοκιμάσει στό πετσί μας τήν τιμωρία τῆς κολάσεως, παρότι ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία, καί δοξολογοῦμε ἔστω τόν Θεό, τά παίρνουμε λιγάκι ἐλαφρά. Ἀλλά ὁ Διδάσκαλός μας, ἐκεῖνος πού εἶναικαί ἐκεῖ καί ἐδῶ κάτω στή γῆ κοντά μας, ὁ Χριστός, τό φῶς τοῦ κόσμου μᾶς λέγει: «Θά ἀλλάξει τό σκηνικό. Καί ἡ ἀλλαγή θά εἶναι τραγική. Μήν τά παίρνετε αὐτά ἐλαφρά. Ζήσετε μέ συνέπεια τό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Πιστέψατε καί ὑπακούσατε στό λόγο τοῦ Θεοῦ».
Ἐκεῖνος πού σταυρώθηκε γιά μᾶς δέν εἶναι ποτέ δυνατόν νά μᾶς γελάει.
Ἀπάντησε ὁ Ἀβραάμ στόν πλούσιο:
-Δέν χρειάζεται νά ἀναστηθεῖ ὁ Λάζαρος καί νά πάει νά μιλήσει στ’ ἀδέλφια σου. «Ἔχουσι Μωυσέα καί τούς προφήτας, ἀκουσάτωσαν αὐτῶν». Ἔχουν τίς ἅγιες γραφές. Ἔχουν Ἐκκλησία, ἔχουν παπάδες, ἔχουν πνευματικούς ὁδηγούς. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἁπλωμένο σέ ὅλη γῆ. Ποῦ ἀπολογία γιά τήν ἀδιαφορία μας; Τί δέν ξέρουμε; Λίγο-πολύ ὅλα εἶναι γνωστά. Ἄς προσπαθήσουμε λοιπόν νά ἐφαρμόσουμε ὅσο μποροῦμε μέ περισσότερη συνέπεια τά ἱερά λόγια τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Οἱ πτωχοί, μέ τήν ὑπομονή. Οἱ πλούσιοι μέ τήν καλωσύνη, τήν ἀγάπη, τήν πίστη, τήν ταπείνωση. Φροντίζοντας ὅλοι μας γιά τόν «ἔσω ἄνθρωπο». Ὄχι γιά τά «ἔξω». Ἀμήν.-