Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ (Λουκ. 10, 25-37)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στή Φιλοθέη, στίς 14/11/1999)
1. Ὅλοι καλοί, ὅλοι στίς δουλειές τους
Κάθε φορά πού ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία ἀλλά καί κάθε φορά πού σηκώνουμε τό χέρι μας γιά νά κάνουμε τό Σταυρό μας, πρέπει πρῶτα νά εὐχαριστοῦμε τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό πού μᾶς φώτισε καί τόν πιστεύομε καί τόν ἐπικαλούμεθα. Τό ὄνομά του καί ἡ πίστη σ’ αὐτό εἶναι ζωή αἰώνιος. Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει πάρει τό βάπτισμα στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ! Μακάριος ὁ ἄνθρωπος πού πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου. Γιατί λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Ὅποιος ἐπικαλεῖται τό ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ θά σωθεῖ»
Ἄς ἀνοίγουμε λοιπόν τό στόμα μας γιά νά δοξολογοῦμε τόν Θεό. Τό στόμα τοῦ σώματος, ἀλλά περισσότερο τό στόμα τῆς καρδιᾶς μας. Ταυτόχρονα ἄς ἀνοίγουμε αὐτιά σώματος καί ψυχῆς, γιά νά ἀκοῦμε τόν λόγο του ὁλόψυχα. Γιατί ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ζωοποιός ἐπειδή εἶναι λόγος ὄχι ἀνθρώπου ἀλλά τοῦ Θεοῦ.
Ἄς θυμηθοῦμε μιά παλιά ἱστορία. Οἱ δύο μεγάλοι τεχνίτες ὁ Δαίδαλος καί ὁ Ἴκαρος εἶχαν συλληφθεῖ ἀπό τόν βασιλιά τῆς Κρήτης τόν Μίνωα. Ἐκεῖνος θέλοντας νά τούς ἐκμεταλλευτεῖ δέν τούς ἄφηνε νά γυρίσουν στόν τόπο τους. Ἀλλά ὁ Δαίδαλος βρῆκε τή λύση. Παρατήρησε ὅτι τά πουλιά, ἐνῶ ἔχουν σῶμα καί βάρος πετᾶνε στόν ἀέρα. Καί εἶπε: «Πρέπει καί ἐμεῖς νά φτειάξουμε φτερά. Ἀλλιῶς δέν ξεφεύγουμε»
Ἔφτειαξε λοιπόν κέρινα φτερά, τά κόλλησε πάνω του καί πάνω στό γυιό του τόν Ἴκαρο καί ξεκίνησαν. Ἀλλά ὁ μέν Δαίδαλος -συνετός γέροντας- πετοῦσε φρόνιμα. Ὁ νεαρός Ἴκαρος ἤθελε νά κάνει τίς ἐπιδείξεις του, ὅπως κάνουν καί τήν σημερινή ἐποχή τά παλληκαράκια μέ τά μηχανάκια τους. Πού ὄχι μόνο ἀναταράζουν τόν κόσμο μέ τούς θορύβους, ἀλλά καμιά φορά παθαίνουν κάτι καί σπάζουν τοῦ πατέρα τους καί τῆς μητέρας τους τήν καρδιά…
Ὁ Ἴκαρος πῆρε τά ὕψη, παρά τίς συστάσεις τοῦ πατέρα του, πλησίασε πολύ τόν ἥλιο πού ζέστανε τά κέρινα φτερά του. Σέ λίγο ἔλειωσαν, ξεκόλλησαν ἀπό πάνω του καί ἔπεσε μέ ὁρμή στή θάλασσα.
Ἕνας μεταγενέστερος ζωγράφος ἔκανε μέ ἀφορμή αὐτό τό περιστατικό ἕνα διδακτικό πίνακα, πού δείχνει τά ἑξῆς: Τήν ὥρα πού ὁ Ἴκαρος ἔπεφτε στή θάλασσα, ἕνας ἄνθρωπος καθισμένος ἐκεῖ κοντά, ἔριχνε τό ἀγκίστρι του νά πιάσει ψάρια. Εἶδε τί γίνεται καί ἀδιαφόρησε.
Ἕνας ἄλλος παραδίπλα, ἔπαιζε μέ τήν φλογέρα του. Γύρω του ἔβοσκαν τά πρόβατά του. Οὔτε αὐτός ἔδωσε σημασία.
Κάποιος ἄλλος ἔσκαβε τό χωράφι του. Καί αὐτός εἶδε τί γινόταν ἀλλά δέν συγκινήθηκε, στό δράμα τοῦ Ἰκάρου.
Ἕνα καραβάκι, πάλι, ταξίδευε ἐκεῖ κοντά. Οἱ ναῦτες ἔριξαν μία ματιά στό παιδί πού πνιγόταν καί δέν τούς κάηκε καρφί. Συνέχισαν τό ταξίδι τους.
Παράξενοι πού εἶναι οἱ ἄνθρωποι! Ὅταν ἔχουν νά δουλέψουν γιά τόν ἑαυτό τους, ξεχνᾶνε καί παραβλέπουν τόν ἄλλο. Ἔστω καί ἄν ἐκεῖνο πού παθαίνει εἶναι τό φοβερότερο κακό.
Γράφει μιά γυναίκα πού ἔχασε τόν σύζυγό της καί ἔμεινε μόνη μέ τά παιδιά της ὀρφανά.
«Περίμενα ὅτι θά μοῦ δείξουν οἱ συγγενεῖς καί οἱ φίλοι, στοργή κατανόηση, συμπαράσταση. Δυστυχῶς δέν ἔκαναν τίποτα». Καί συνεχίζει. «Ὅλοι εἶναι καλοί. Ὅλοι κοιτάζουν τή δουλειά τους. Ἀλλά μοιάζουν μέ τούς ἀνθρώπους πού ἔβλεπαν τόν Ἴκαρο νά πνίγεται καί δέν τούς κάηκε καρφί. Βγαίνοντας ἀπό τό σπίτι τους, ὅλοι, δέν κοιτάζουν δεξιά καί ἀριστερά, δέν ἀσχολοῦνται μέ ξένες ὑποθέσεις. Μόνο μέ τίς δικές τους. Δέν ἀνοίγουν τά μάτια τους νά δοῦν τόν πόνο καί τήν λύπη. Νά δοῦν τί πονεμένο βλέμμα ὑπάρχει στόν κόσμο. Τί ταπεινή φωνή. Ὤ Θεέ μου, τί πόνος καί τί πίκρα στόν κόσμο! Πόσο μακρυά ζοῦμε ἀπό τόν πλησίον μας. Ἄν εἴμαστε κοντά στόν πλησίον μας καί τί δέν θά κάναμε! Θά ἔπρεπε νά ἀφήσουμε τίς ἀσχολεῖες μας καί νά τρέξουμε νά κάνουμε γι' αὐτόν ὅ,τι καλύτερο μπορούσαμε. Ποιό εἶναι τό χρέος τῶν ἀνθρώπων ὅταν βλέπουν τό διπλανό τους σέ κίνδυνο; Νά παύουν νά κοιτάζουν τόν ἑαυτό τους καί τήν δουλειά τους. Νά ἀφήνουν τήν δουλειά τους γιά νά φανοῦν στόν ἄλλο χρήσιμοι»
2. Ἡ μεγάλη «ἀξία»
Αὐτό μᾶς λέει ὁ Χριστός, στή παραβολή τοῦ καλοῦ Σαμαρείτου πού ἀκούσαμε. Ὅτι πρέπει νά ἀφήνουμε τήν δουλειά μας γιά χάρη τοῦ πλησίον. Δέν ἀρκοῦν τά καλά αἰσθήματα. Ὅλοι ἔχουν καλά αἰσθήματα. Ὅλοι ἔχουν λίγη καλωσύνη. Κανένας δέν εἶναι τόσο μοχθηρός ὥστε νά βλέπει κακό καί νά χαίρεται. Ποιός ἀμφιβάλλει, ὅτι ὁ ἱερέας καί ὁ Λευΐτης ὅταν εἶδαν ἑτοιμοθάνατο τόν ἄνθρωπο πού εἶχε πέσει στούς ληστές δέν λυπήθηκαν καί δέν πόνεσαν; Ὡστόσο, πέρασαν, εἶδαν καί ἀπῆλθαν.
Λοιπόν; Δέν πρέπει νά μένουμε μόνο στά καλά αἰσθήματα καί στίς καλές σκέψεις μας. Δέν πρέπει νά νοιαζόμαστε μόνο γιά τόν ἑαυτό μας καί τή δουλειά μας.
Τελικά, λέει ἡ παραβολή, πέρασε καί ἕνας Σαμαρείτης. Γιά τόν ὁποῖο ὁ ἑτοιμοθάνατος Ἰουδαῖος ἦταν ἐχθρός τοῦ ἔθνους του.
Ἀλλά ὁ καλός Σαμαρείτης ξεπέρασε τά συναισθήματά του. Ξεπέρασε καί τήν δουλειά του. Κατέβηκε ἀπό τό γαϊδουράκι του καί πλησίασε κοντά. Ξόδεψε ἀπό τά ἐφόδιά του. Ἄλειψε τίς πληγές τοῦ χτυπημένου μέ λάδι καί μέ κρασί πού τά εἶχε γιά τό φαγητό του. Μετά ἄλλαξε δρόμο. Φόρτωσε τόν ἄνθρωπο στό ζῶο του καί τόν πῆγε σέ νοσοκομεῖο. Ἐκεῖ δέν τόν παρέδωσε γιά νά τόν ξεφορτωθεῖ, οὔτε εἶπε: «Κάνετε ὅ,τι νομίζετε, ἐγώ σᾶς τόν παραδίνω. Θέλει ζήσει, θέλει πεθάνει. Ἐγώ πολλά ἔκανα».
«Καί πολλά ἔκανα!». Ἔτσι δέν λέμε μερικές φορές, θέλοντας νά ξεφορτωθοῦμε τό καθῆκον καί τήν εὐθύνη;
Δέν ἔφτανε πού κοπίασε τόσο ὁ Σαμαρείτης, πού ἄλλαξε δρόμο, πού ἄφησε τήν δουλειά του… Δέν δίστασε νά ἀδειάσει καί τό πουγγί του. Ἔδωσε χρήματα στό νοσοκομεῖο καί τούς εἶπε: «Περιποιηθεῖτε τον, κάνετε ὅ,τι μπορεῖτε. Ἄν χρειαστοῦν περισσότερα θά σᾶς τά δώσω γυρίζοντας»
Ὁ καλός Σαμαρείτης, εἶναι ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.
Ἐμπεσόντες στούς ληστές εἴμαστε ὅλοι μας. Ληστές εἶναι οἱ πόνοι μας, οἱ περιπέτειές μας, οἱ ταλαιπωρίες μας, οἱ ἁμαρτίες μας. Ὁ πόλεμος καί οἱ πληγές τοῦ διαβόλου. Καί ὁ Χριστός κατέβηκε ἀπό τόν οὐρανό στή γῆ. Ἄφησε τά συναισθήματά του, τήν δόξα τοῦ οὐρανοῦ καί ἦρθε κοντά μας. Γιά νά περιποιηθεῖ ποιόν; Τούς ἁμαρτωλούς καί ἀποστάτες. Γιά νά μαζέψει κοντά του, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀθέους καί βλασφήμους. Καί πῶς βρίζουμε μερικές φορές! Ὤ Θεέ μου, τί λόγια χρησιμοποιοῦμε!
Ἀλλά ὁ Χριστός ξεπερνώντας αὐτά στά ὁποῖα ἐμεῖς σκαλώνουμε, κατέβηκε καί ἔχυσε γιά μᾶς τό αἷμα του ἐπάνω στό Σταυρό.
Ὁ Χριστός μέ τήν παραβολή αὐτή καί μέ τό παράδειγμά του θέλει νά μᾶς πεῖ: «Ἀξία» στή ζωή, δέν ἐπιτρέπεται νά ἔχουμε τήν δουλειά μας, τήν ἡσυχία μας, τήν τσέπη μας. Ἀλλά πρέπει νά ἔχουμε τόν συνάνθρωπό μας. Μεγαλύτερη «ἀξία» εἶναι ὁ ἄνθρωπος. Γιά τόν ἄνθρωπο σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Καί εἶπε: «Τί θά ὠφελήσει τόν ἄνθρωπο ἄν κερδίσει τόν κόσμο ὅλο καί ζημιωθεῖ τήν ψυχή του; Ἤ τήν χάσει;» Ἡ ψυχή ἀξίζει πιό πολύ ἀπό ὅλο τόν κόσμο.
Κοιτάζεις μιά χούφτα χῶμα καί ξεχνᾶς μία ψυχή;
Λέγει ὁ μεγάλος ρῶσσος λογοτέχνης Ἀλέξανδρος Σολτζενίτσιν: «Ἄν σέ ὅλα, παντοῦ καί πάντοτε κοιτᾶμε τήν δουλειά μας, καί τήν ἡσυχία μας, εἴμαστε ἄνθρωποι πιά;»
3. Ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη
Ἡ παραβολή τοῦ ἀσώτου εἶναι ἡ πιό ὄμορφη παραβολή. Μᾶς λέει: Νά! Βλέπεις μπροστά σου τόν συνάνθρωπο, στόν πόνο, στόν κίνδυνο, στή δυστυχία. Καί τόν προσπερνᾶς; Ἄν προσπερνοῦσε ὁ σαμαρείτης τόν ἑτοιμοθάνατο, τί θά γινόταν; Θά πέθαινε. Καί λοιπόν; Θά εἶχε καί αὐτός εὐθύνη! Πόση; Ἴση μέ ἐκείνους πού τοῦ ἔδωσαν τίς μαχαιριές; Λιγότερη; Περισσότερη; Πόση; Ποιός μπορεῖ νά τήν ὑπολογίσει; Σοῦ δίνεται ἡ δυνατότητα, νά τόν σώσεις τόν ἄνθρωπο καί τόν ἀφήνεις; Δέν εἶναι σάν νά τοῦ κοπάνησες ἐσύ τήν μαχαιριά;
Ἡ ζωή εἶναι εὐθύνη. Ἡ σχέση τοῦ ἑνός ἀνθρώπου μέ τόν ἄλλο εἶναι εὐθύνη. Καί ὁ Χριστός μᾶς λέει: Κανέναν δέν ἐπιτρέπεται νά ἐξαιρεῖς ἀπό τήν εὐθύνη σου, ὅταν σοῦ τύχει μπροστά σου. Πρέπει τήν καλωσύνη σου νά τήν δείχνεις. Καί τήν καρδιά σου νά τήν ἀνοίγεις καί νά παραμερίζεις συναισθήματα, δουλειές, ἀσχολίες, ὠφέλειες, κέρδη.
Γιατί; Γιατί ὁ Θεός μᾶς ἔφτειαξε εἰκόνα του καί ὁμοίωσή του. Νά ἀγαπᾶμε τό καλό καί τήν καλωσύνη. Καί εἶναι κρίμα νά ἀφήνουμε στό δρόμο τοῦ Χριστοῦ «πέτρες». Νά σκοντάβουμε ἐπάνω τους καί νά διστάζουμε νά κάνουμε τό καλό.
Ἔχετε ἀκούσει γιά τό Γερμανό λογοτέχνη καί φιλόσοφο Γκαῖτε.
Θεωρεῖται ὁ μεγαλύτερος ποιητής τῆς Εὐρώπης. Αὐτός λοιπόν γράφει, ὅτι μιά ἡμέρα περπατοῦσε στό δρόμο. Καί ἐκεῖ εἶδε μία ζητιάνα. Ψάχνει τίς τσέπες του, ξαναψάχνει, δέ βρῆκε τίποτα.
Κρατοῦσε ὅμως ἕνα τριαντάφυλλο στό χέρι του καί περπατώντας τό γύριζε ἐδῶ καί ἐκεῖ. Λέει λοιπόν στή ζητιάνα:
-Μέ συγχωρεῖς κυρία μου, Δέν ἔχω τίποτα νά σοῦ δώσω, μόνο αὐτό τό τριαντάφυλλο. Πᾶρτο.
Τό ἅρπαξε ἐκείνη, ἔλαμψε τό πρόσωπό της καί ἐξαφανίστηκε. Περνοῦσε πολλές ἡμέρες ἀπό κεῖ ὁ Γκαῖτε καί δέν τήν ἔβλεπε. Τελικά, ὅταν τήν ξαναεῖδε τῆς λέει:
-Πῶς χάθηκες; Ἦρθα τήν ἄλλη ἡμέρα νά σέ δῶ, νά σοῦ δώσω κάτι καί δέν σέ εὕρισκα.
Τοῦ ἀπάντησε ἐκείνη:
-Τό τριαντάφυλλο πού μοῦ ἔδωσες, χόρτασε τήν ψυχή μου πιό πολύ ἀπό μιά πεντάρα, ἀπό ἕνα κομμάτι ψωμί. Μοῦ ἔδωσε δύναμη νά ζήσω.
Γι' αὐτό λέμε ὅτι ἡ μεγαλύτερη ἐλεημοσύνη εἶναι πάντοτε ἐκείνη πού στηρίζει ὄχι τό σῶμα ἀλλά τήν ψυχή. Τόν «ἔσω» ἄνθρωπο. Δηλαδή ἡ στοργή, ἡ ἀγάπη, ἡ καλωσύνη, ἡ συμβουλή πού ὁδηγεῖ στό Χριστό καί ἡ προσευχή γιά τή σωτηρία τοῦ πλησίον. Ἐπειδή ὅταν πεθάνουμε, τό σῶμα θά μείνει στόν κόσμο αὐτό, ἀλλά ἡ ψυχή θά συνεχίσει νά ζεῖ γιά πάντα. Καί ὅταν γίνει ἡ κοινή ἀνάσταση, τότε καί τό σῶμα μας θά γίνει καλύτερο ἀπ' ὅτι εἶναι τώρα. Γιά νά ζήσουμε αἰώνια μέ τόν Χριστό στήν Βασιλεία του.
Γι' αὐτό ἀκριβῶς κάνουμε τά μνημόσυνα καί λέμε: «Ὅτι σύ εἶ ἡ ἀνάστασις, ἡ ζωή καί ἡ ἀνάπαυσις τῶν κεκοιμημένων δούλων σου Χριστέ ὁ Θεός»
Τό μεγαλύτερο καλό πού μπορεῖ νά κάνει ἕνας ἄνθρωπος, εἶναι νά προσεύχεται γιά κάποιον ἄλλο. Ὁ πατέρας γιά τό παιδί του καί γιά τήν γυναίκα του. Καί ἡ γυναίκα καί τά παιδιά της καί τόν ἄντρα της.
Ἀκόμα ἀδελφοί μου ὁ ἕνας νά βοηθεῖ τόν ἄλλο στό καλό, στήν ὁδό τοῦ Θεοῦ, μέ συμβουλές, μέ χειραγωγία. Γιατί ὁ Χριστός τόν ἐμπεσόντα στούς ληστές τόν ὁδήγησε στό πανδοχεῖο πού εἶναι ἡ Ἐκκλησία καί τόν πῆρε στή Βασιλεία του τήν αἰώνια καί ἀτελεύτητη. Ἀμήν.-