Η ΜΕΤΑΝΟΙΑ ΤΟΥ ΖΑΚΧΑΙΟΥ (Λουκ. 19, 1 - 10)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Διασκευή ὁμιλίας στή Φιλοθέη, στίς 28/1/2001)

 

1. Τό χαμένο κλειδί

 

Εἶναι γνωστή ἡ ἱστορία. Ἕνας ἄνθρωπος γύριζε ἀργά τή νύχτα στό σπίτι του. Σέ κάποιο σημεῖο κατάλαβε ὅτι εἶχε χάσει τά κλειδιά του. Ἄρχισε νά βασανίζει τό μυαλό του: «ποῦ τά ἔχασα; ποῦ θά τά βρῶ;» Καί πῆγε κάτω ἀπό ἕνα φανάρι τοῦ Δήμου καί ἔψαχνε σκυφτός. Σταματᾶ δίπλα του ἕνας περαστικός καί τόν ρωτᾶ:

-Γιατί ψάχνεις; Τί ἔχασες;

-Ἔχασα τό κλειδί μου.

Κοιτάζει καί αὐτός καί τοῦ λέει:

-Δέν φαίνεται τίποτε. Εἶσαι σίγουρος ὅτι τό ἔχασες ἐδῶ;

-Δέν εἶμαι σίγουρος, ἀπαντᾶ.

-Τότε γιατί ψάχνεις ἐδῶ;

-Γιατί ἐδῶ βλέπω!

Τόν πρόσεξε καλύτερα ὁ περαστικός καί κατάλαβε ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἦταν μεθυσμένος. Ἔκανε τόν σταυρό του καί τόν ἄφησε νά ψάχνει κάτω ἀπό τό φανάρι, λέγοντάς του:

-Ἐγώ δέν τό βλέπω πουθενά. Κάπου ἀλλοῦ τό ἔχασες.

- Ναί, κάπου ἀλλοῦ τό ἔχασα, ἀλλά ἐδῶ βλέπω καί ἐδῶ ψάχνω.

Φαίνεται ἀπίστευτο, ἀλλά ἀφοῦ εἶναι κατόρθωμα μεθυσμένου εἶναι παραδεκτό.

Ὅμως, μήπως καί ἐμεῖς μερικές φορές μοιάζομε μέ ἕνα μεθυσμένο, πού ἔχει χάσει εἴτε τά λεφτά του, εἴτε τό κλειδί του, εἴτε κάτι ἄλλο καί ψάχνει «ὅπου βρεῖ»; Τό καταλαβαίνει βέβαια ὅτι κάτι ἔχει χάσει καί ψάχνει νά τό βρεῖ, ποῦ; Στήν ταβέρνα, στό καπηλειό, στό κέντρο διασκέδασης.

-Τί ψάχνεις νά βρεῖς εὐλογημένε;

-Νά, μέ ἀπασχολεῖ ἕνα πρόβλημα: Ἄν κλείσω τά μάτια μου ποῦ θά πάω; Ὑπάρχει αἰώνια ζωή; Ὑπάρχει ψυχή; Ἀλλά γιατί νά ζαλίζομαι μ’ αὐτά; Τό κρασάκι εἶναι τό πᾶν. Νά πιεῖς καί νά εὐχαριστηθεῖς!

 

2. Ποῦ ψάχνεις;

 

Ἄν ψάχνει ὁ ἄνθρωπος νά βρεῖ ἀπάντηση γιά τήν ψυχή του καί γιά τήν αἰώνια ζωή, στήν ταβέρνα, στό κέντρο διασκέδασης, στό κουτσομπολιό, τί λέτε; Δέν μοιάζει μέ τόν ἄνθρωπο, πού ψάχνει κάτω ἀπό τό φανάρι νά βρεῖ τά κλειδιά του, πού ὅμως τά ἔχασε κάπου ἀλλοῦ;

Μᾶλλον!

Τό πρόβλημα τῆς αἰώνιας ζωῆς εἶναι δύσκολο, ἀλλά εἶναι οὐσιαστικό. Γιατί; Γιατί ἄν ὑπάρχει αἰώνια ζωή, παράδεισος καί κόλαση, ἄν ὑπάρχει βασιλεία τοῦ Χριστοῦ μέ αἰώνια χαρά, μέ ἀγαθά πού ὅπως εἶπε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος: «ὀφθαλμός οὐκ εἶδε καί οὖς οὐκ ἤκουσε» μάτι δέν τά εἶδε ποτέ, αὐτί δέν τά ἄκουσε ποτέ, καρδιά δέν μπόρεσε ποτέ νά τά νοσταλγήσει, ἄν ὑπάρχουν τόσο ὡραῖα πράγματα πού ἔχει ἑτοιμάσει ὁ Θεός, γιά ἐκείνους πού Τόν ἀγαπᾶνε καί διαρκοῦν εἰς τούς αἰῶνες τῶν αἰώνων, τότε μπαίνει τό ἐρώτημα:

Θά ὑπῆρχε κανένας, τόσο τρελλός καί τόσο μεθυσμένος, πού νά μήν ἔβαζε πρώτη προτεραιότητα στήν ζωή του, νά φτάσει τήν αἰώνια ζωή κοντά στό Χριστό;

Στήν ἐπίγεια ζωή μας, ψοφᾶμε γιά λίγη χαρά καί γιά νά τήν βροῦμε θυσιάζομε τόσα καί τόσα. Καί πετᾶμε κόπους μηνῶν καί χρόνων, γιά νά εὐχαριστηθοῦμε λίγες φορές καί γιά μερικές ἡμέρες. Ἔ, λοιπόν, ἄν κάνομε τόσες θυσίες γιά τά πρόσκαιρα, τί δέν θά θυσίαζε ὁ μυαλωμένος ἄνθρωπος γιά νά ἀποκτήσει τήν αἰώνια ζωή; Οἱ κόποι τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου καί τά μαρτύρια τοῦ Ἁγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου θά μᾶς φαινόντουσταν λίγα καί μικρά, μπροστά στήν ἀξία τῆς αἰώνιας ζωῆς.

Ἀλλά ψάχνομε, ἀδελφοί, λάθος. Καί γιά νά μᾶς συνετίσει ὁ Θεός, φρόντισε μέ τήν Πανσοφία Του καί μέ τήν ἀγάπη Του, νά βλέπομε τήν ἀλήθεια στό Εὐαγγέλιο. Φρόντισε νά γραφτεῖ τό Εὐαγγέλιο, γιά νά μᾶς μιλήσει, γιά νά μᾶς συνετίσει, γιά νά μᾶς καλοκαρδίσει, γιά νά μᾶς κάνει νά καταλάβουμε τήν ἀλήθεια καί τό σωστό.

 

3. Δική μου ἡ ζημιά ἄν χάσω τόν θησαυρό

 

Τί λέει τό σημερινό Εὐαγγέλιο;

Πήγαινε ὁ Χριστός στήν Ἱεριχώ. Καί ἔτρεξε κόσμος πολύς νά Τόν δεῖ. Τό ἄκουσε καί ἕνας ἀρχιτελώνης, ὁ Ζακχαῖος, πού ἦταν πολύ πλούσιος.

Τί σημαίνει ὅτι ἦταν πολύ πλούσιος;

Εἶχε φανταστεῖ ὅτι εὐτυχία στόν κόσμο εἶναι νά γεμίσεις τήν τσέπη σου, γιά νά μπορεῖς νά κάνεις ὅ,τι θέλεις. Νά φᾶς ὅσο θέλεις, νά πιεῖς ὅσο θέλεις, νά γλεντήσεις ὅσο θέλεις καί νά ἀγοράσεις ὅ,τι θέλεις· καί νά προσθέσομε: καί ὅποιον θέλεις. Γιατί δυστυχῶς ἀγοράζονται καί οἱ ἄνθρωποι· καί πουλιοῦνται.

Ἀφοῦ εἶχε φανταστεῖ ὅτι αὐτά εἶναι ἡ εὐτυχία, φρόντιζε νά κάνει καί παρανομίες ἀκόμη, γιά νά «κάνει» τίς τσέπες του «μέχρι ἐκεῖ πέρα». Ἀλλά εἶδε ὅτι δέν χόρτασε, δέν γέμισε ἡ καρδιά του. Ἡ κοιλιά του μπορεῖ νά γέμισε, ἡ καρδιά του δέν γέμισε.

Κατάλαβε ὅτι εἶχε πάρει λάθος δρόμο… Γι' αὐτό ὅταν ἄκουσε ὅτι ἔρχεται ὁ Χριστός, εἶπε: «πάω νά τόν δῶ καί ἐγώ. Λές νά εἶναι ὅπως τόν λένε ἐκεῖνοι πού τόσο τόν θαυμάζουν;» Ὅμως ἦταν κοντός καί ἐπειδή εἶχε μαζευτεῖ κόσμος, κινδύνευε νά μήν τόν δεῖ. Ἀνέβηκε λοιπόν πάνω σέ μιά συκομουριά, γιά νά τόν δεῖ ἄνετα.

Φανταστεῖτε τή σκηνή.

Ἕνας ἄνθρωπος μέ μεγάλη θέση, νά κάθεται σάν πιτσιρίκι στά κλαριά ἑνός δένδρου. Γιατί τό ἔκανε ὁ Ζακχαῖος; Γιατί εἶπε μέσα του: «Ψάχνω, καίτό ἔχω καταλάβει ὅτι μπορεῖ νά εἶναι θησαυρός κρυμμένος, σ’ αὐτό τό Πρόσωπο. Μπορῶ βέβαια νά πῶ: ‘’δέν βαριέσαι, ὅ,τι δῶ καί ἄν δῶ. Στό κάτω-κάτω ἐγώ ἔχω τίς δουλειές μου, ἐγώ τά χρήματά μου ξέρω, ἄς εἶναι ὅ,τι θέλει’’. Ἀλλά ἄν πῶ ἔτσι ἔχασα τήν εὐκαιρία. Καί ποιός θά εἶναι ὁ χαμένος; Ἐγώ. Τίνος ἡ ζημία; Δική μου. Οὔτε τοῦ γείτονα, οὔτε τῆς γειτόνισσας, οὔτε τοῦ ἄλλου».

 

4. Ἀρκεῖ ἕνα βηματάκι

 

Ὅταν ὁ Χριστός πέρασε κάτω ἀπό τήν μουριά, ἄνοιξε ὁ Ζακχαῖος τά μάτια του καί Τόν κοίταζε.

-Γιά κοίταξε ἀδελφέ τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ. Τί βλέπεις;

-Βλέπω μιά ζωγραφιά.

-Ἄν τόν ἔβλεπες τόν Χριστό ἄνθρωπο, τί θά ἔβλεπες μέ τά μάτια τά σωματικά;

-Ἕναν ἄνθρωπο.

-Πόσο χαριτωμένο;

-Πιό χαριτωμένο ἀπό τούς ἄλλους.

-Τί θά μποροῦσες νά καταλάβεις μόνος σου;

-Ὄχι καί πολλά πράγματα.

Ἔτσι δέν εἶναι ἡ ἀλήθεια; Ἅμα τά ἔβλεπαν «ὅλα» μόνο ἀπό τά «ἐξωτερικά», θά ἦταν καί ὁ Καϊάφας καί ὁ Πιλάτος πιστοί, δέν θά Τόν σταύρωναν.

Ἀλλά, τί ἔκανε ὁ Ζακχαῖος;

Δέν κοίταξε νά δεῖ φυσιογνωμία, ἐξωτερικό παρουσιαστικό, ἀλλά κοίταξε νά δεῖ: εἶναι ὁ Χριστός τό φῶς τό ἀληθινό; Εἶναι ἡ ἀλήθεια; Εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ὄχι ἀπό τήν γῆ; Θά πεῖτε καί τί θά καταλάβαινε;

Ἐκεῖνο πού δέν μπορεῖ νά καταλάβει ὁ ἄνθρωπος ὅταν ἀναζητεῖ τήν ἀλήθεια, τόν βοηθάει ὁ Θεός καί τό καταλαβαίνει. Καί τί συνέβη; Ἐνῶ πέρναγε ἀπό κάτω ὁ Χριστός, σήκωσε τά μάτια του καί κοίταξε τόν Ζακχαῖο. Ὅταν ὁ Ζακχαῖος εἶδε τά μάτια τοῦ Χριστοῦ, κατάλαβε. Γιατί εἶδε ὅτι τόν κοίταξε ὁ Χριστός σάν νά τοῦ λέει: «Ζακχαῖε, ἐκεῖ ἐπάνω ἀνέβηκες; Πρίν ἀνεβεῖς Ἐγώ σέ εἶδα. Καί τί ἔχεις μέσα στήν καρδιά σου, Ἐγώ τό ξέρω».

Ποῦ τοῦ τό ἔδειξε ὅτι τό ἤξερε; Τοῦ εἶπε: «Ζακχαῖε κατέβα γρήγορα. Πᾶμε γιά τό σπίτι σου. Ἐγώ ἔρχομαι στήν Ἱεριχώ γιά νά ἔρθω στό σπίτι σου. Θέλω νά Μέ περιποιηθεῖς στό σπίτι σου»

Ὁ Ζακχαῖος κατέβηκε ἀμέσως. Γιατί; Γιατί εἶδε πολλά! Μέ τόν Χριστό δέν ἦταν δέν ἦταν φίλοι, οὔτε γνωστοί. Δέν εἶχαν ξαναειδωθεῖ. Ἀλλά ὁ Χριστός, κατάλαβε τόν πόνο του, τή λαχτάρα του.

Ἔτρεξε λοιπόν στό σπίτι του καί ὑποδέχθηκε τόν Χριστό γεμάτος χαρά. Γιατί γεμάτος χαρά; Ἐπειδή θά ξόδευε τά χρήματά του, γιά νά νά περιποιηθεῖ ἕνα τσοῦρμο, καμιά δεκαπενταριά ἤ καί πενήντα ἀνθρώπων πού δέν τούς γνώριζε;

Ὄχι γι’ αὐτό! Ἀλλά, γιατί κατάλαβε πώς δέχεται τή Ζωή.

Ὁ Χριστός ὅταν μπῆκε στό σπίτι του, εἶπε: «Ζακχαῖε σήμερον σωτηρία τῷ οἴκω τούτω ἐγένετο». Σήμερα μπῆκε ἡ σωτηρία σ’ αὐτό τό σπίτι. Καί ὁ Ζακχαῖος εὐχαριστημένος ἀπάντησε: «Κύριε τά ἡμίση τῶν ὑπαρχόντων μου, δίδωμι τοῖς πτωχοῖς» Τώρα κατάλαβα καί ἐγώ ὅτι αὐτά δέν ἔχουν ἀξία, τά μισά λοιπόν στούς πτωχούς. Καί ὅποιος ἔχει τήν ἐντύπωση ὅτι τόν ἀδίκησα σέ τίποτε, τετραπλάσια θά τοῦ ἀποδώσω. Πρόσθεσε ὁ Χριστός: Εἶναι καί αὐτός παιδί τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ εὐλογημένου πατέρα.

Τί σημαίνει αὐτό γιά μᾶς;

Δέν ἐπιτρέπεται, νά χάνονται παιδιά τοῦ Θεοῦ, βαπτισμένα στό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Δέν ἐπιτρέπεται ἄνθρωποι, πού ἔχουν εὐλογία ἀπό τό νερό τοῦ βαπτίσματος, ἀπό τό χρίσμα, ἄνθρωποι πού πῆραν τήν Θεία Κοινωνία νά χαθοῦν. Δέν θέλω νά χαθοῦν, εἶπε ὁ Χριστός. Καί πρόσθεσε λόγια παρηγορίας γιά μᾶς, λόγια φωτός, λόγια πού ἀνοίγουν τίς καρδιές νά καταλαβαίνομε ὅτι «ἦλθε ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ εἰς τόν κόσμον ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός». Γιά νά ψάξει, νά βρεῖ καί νά σώσει τό ἀπολωλός.

Ἀπό τήν στιγμή πού κάνεις τήν πρώτη σκέψη νά πλησιάσεις τόν Χριστό καί ψάχνεις νά τόν βρεῖς, ὁ Χριστός ἔχει ἁπλώσει τό χέρι Του ἀπό τόν οὐρανό καί σέ ἔχει πιάσει ἀπό τό χέρι. Σέ ἔχει ἀγκαλιάσει καί σέ τραβάει κοντά Του. Ὅπως ἀγκαλιάζει ὁ πατέρας τό παιδάκι του καί τό τραβάει κοντά του. Ἔτσι σέ τραβάει καί ὁ Χριστός, τήν στιγμή πού σκέφτεσαι: «Βαδίζω καλά; Μήπως χάσω τήν αἰώνια ζωή; Μήπως ὑπάρχει καί ἔχει τόση μεγάλη ἀξία ἡ αἰώνια ζωή καί δέν τό ἔχω φανταστεῖ;»

Ποῦ λοιπόν θά ψάξομε νά βροῦμε τόν Χριστό;

Ὄχι κάτω ἀπό τό φαναράκι τοῦ μυαλοῦ μας, καί μάλιστα μεθυσμένοι ἀπό διάφορες ἰδέες καί διάφορα πάθη. Τόν Χριστό Τόν ἀναζητᾶμε στήν Ἐκκλησία. Καί στέκοντας ἐκεῖ λέμε: «Χριστέ μου, ἔλα κοντά μου, πιάσε με ἀπό τό χέρι, πᾶρε μέ κοντά Σου, φώτισε τόν νοῦ καί τήν καρδιά μου, ἁγίασε αὐτό τό ταλαίπωρο σαρκίο μου, νά μή μέ ἐξουσιάζουν τά πάθη. Γιατί θέλω νά εἶμαι δοῦλος Σου θέλω νά εἶμαι παιδί Σου».

Ἄς θυμόμαστε τά διδάγματα τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου, μέσα ἀπό τό ὁποῖο μᾶς μίλησε, ὁ Κύριος καί Σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός. Ἀμήν.-