fruits

Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΥΤΙΚΟΥ ΤΗΣ ΚΑΠΕΡΝΑΟΥΜ (Μαρκ. 2, 1-12)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Διασκευή ὁμιλίας στήν Κορωνησία στίς 11/3/1990)

 

1. Μά γι' αὐτό τόν φέραμε;

 

Ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, ὅτι ὁ Χριστός πῆγε στήν Καπερναούμ, καί ἔκανε κήρυγμα σέ ἕνα σπίτι.

Ἀλλά τήν ἴδια στιγμή, μερικοί ἄνθρωποι θέλησαν νά τοῦ πᾶνε ἕνα παράλυτο νά τόν θεραπεύσει. Ἐπειδή δέν μποροῦσαν νά μποῦν ἀπό τήν πόρτα λόγῳ τοῦ πλήθους, ἀνέβηκαν στή στέγη, ἔβγαλαν μερικά κεραμίδια καί κατέβασαν τόν ἄρρωστο μπροστά στά πόδια Του. Ὁ Χριστός, ὅταν εἶδε αὐτό τό θαῦμα τῆς πίστεως, καί τό λέμε θαῦμα, γιατί κάθε ἄνθρωπος πού θά δεῖ μιά τέτοια ἐνέργεια, ἀνοίγει διάπλατα τά μάτια του καί λέγει: «Μωρέ μπράβο, τί ἐνέργεια εἶναι αὐτή! Τί ἀπόφαση πρέπει νά εἶχαν αὐτοί οἱ ἄνθρωποι, γιά νά κάνουν τέτοια πράξη» Ὁ Χριστός ἐθαύμασε «ἰδών τήν πίστη τους» καί εἶπε στόν παραλυτικό: «Παιδί μου συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου!»

Οἱ ἄνθρωποι πού τόν σήκωναν, ἄρχισαν τίς σκέψεις: «Καλά, ἐμεῖς γι’ αὐτό τόν φέραμε καί τόν ἀνεβάσαμε στήν στέγη; Καί τόν κατεβάσαμε ἀπό τά κεραμίδια κάτω; Γιά νά τοῦ πεῖ: «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου;» Ἐμεῖς, Χριστέ μου, δέν τόν φέραμε γιά τίς ἁμαρτίες του ἐδῶ. Τόν φέραμε γιά τήν ἀρρώστια του. Ἄσ’ τήν κουβέντα γιά τήν ἁμαρτίες, καί πές καμιά κουβέντα γιά τήν ἀρρώστια του. Σταύρωσέ τον, ἀκούμπησε τό χέρι Σου πάνω του, κάνε τον καλά, καί ἔχει ὁ Θεός γιά τίς ἁμαρτίες του.

Τό ἴδιο ἐσκέπτοντο, ἀσφαλῶς καί οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι οἱ ἁπλοί. Λιγάκι βαθύτερα καί διαφορετικά, σκέπτονταν οἱ Φαρισαῖοι. Οἱ Φαρισαῖοι σκέφτηκαν: «καί ποιός εἶναι αὐτός πού συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες; Αὐτά μόνο ὁ Θεός μπορεῖ νά τά κάνει. Εἶναι ἁρμοδιότητα καί ἐξουσία μόνο του Θεοῦ».

Ἀλλά ὁ Χριστός, δέν εἶχε μόνο τήν δύναμη, νά μπορεῖ νά πιάνει ἕναν ἄρρωστο ἀπό τό χέρι καί νά τοῦ λέει: «σήκω παιδί μου καί γίνε καλά». Εἶχε καί μιά ἄλλη δύναμη πιό θαυμαστή: Ἔβλεπε τί ἔχει ὁ καθένας μέσα στήν καρδιά του. Τούς εἶπε λοιπόν: «Ἔχετε αὐτή τήν στιγμή τόν μεγάλο δισταγμό, ποιός εἶμαι Ἐγώ, πού εἶπα: «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες» Νά σᾶς ἐρωτήσω τώρα: Τί εἶναι πιό ἁπλό, νά πῶ: «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες» ἤ νά πῶ: «σήκω καί περιπάτει καί πήγαινε στό σπίτι σου;»

Γιά τά ἀνθρώπινα μέτρα, τά δικά μας, τό νά πῶ «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες σου», ἐπειδή δέν φαίνεται τό ἀποτέλεσμα, ποιός ξέρει τί ἔγινε στήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, φαίνεται πιό εὔκολο. Ἄμ’ ἔλα τώρα καί στό δεύτερο. Ἔχεις ἕνα παράλυτο. Ὄχι ψεύτικα παράλυτο, ἀλλά παράλυτο, πού τόν ξέρει ὁ πατέρας του, ἡ μάνα του, ὅλοι οἱ χωριανοί του ὅλοι. Γιά ἔλα καί πές του: «σήκω ἐπάνω», νά δοῦμε πῶς σηκώνεται;

Καί τό ἕνα θέλει δύναμη Θεοῦ, καί ἐνέργεια Θεοῦ, καί τό ἄλλο θέλει δύναμη Θεοῦ καί ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Στό ἕνα ὅμως, τό ἀποτέλεσμα φαίνεται. Στό ἄλλο τό ἀποτέλεσμα δέν φαίνεται.

-Ἔ, λοιπόν, λέγει ὁ Χριστός, ἀφοῦ εἶναι εὐκοπώτερο, κατά τήν γνώμη σας, τό νά πῶ: «σοῦ συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες», ἀλλά πολύ δύσκολο πράγμα νά πῶ: «σήκω καί περιπάτει», γιατί ἐπαληθεύει καί διαψεύδεται, καί γιά νά καταλάβετε, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου, ἔχει ἐξουσία νά συγχωρεῖ καί τίς ἁμαρτίες, στράφηκε τότε ὁ Χριστός στόν παραλυτικό καί τοῦ εἶπε: «Σήκω πᾶρε τό κρεβάτι σου καί πήγαινε στό σπίτι σου»

Πῶς τοῦ τό εἶπε; Σάν νά ἦταν κανένας ἄνθρωπος ρωμαλέος, καί καθόταν ἐκεῖ, γιατί τοῦ εἶχαν δώσει ἐντολή νά κάθεται. Καί δέν εἶχε τήν ἄδεια νά περπατήσει. Καί τόν ἀποδεσμεύει καί τοῦ λέει: «Ἄντε παιδί μου, σήκω καί πήγαινε στό σπίτι σου. Πάρε καί τό κρεβάτι σου στόν ὦμο».

Ὁ παραλυτικός, πῆρε ἀμέσως τό κρεβάτι του καί ἔφυγε, μπροστά στά μάτια ὅλων. Πού τά μάτια αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων, εἶχαν ἀνοίξει διπλάσια, ἀπό ὅ,τι εἶχαν ἀνοίξει ὅταν ἔβλεπαν τήν στέγη νά ξεσκεπάζεται, καί νά κατεβάζουν μέ τά σχοινιά τό κρεβάτι, τόν παράλυτο…

 

2. Τί παίζεις κορώνα-γράμματα;

 

Ἀλλά ἄς ἀφήσουμε τίς κρίσεις τῶν ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι, συνήθως, κρίνουν ἀνάλογα μέ τό πνευματικό του βάθος ὁ καθένας. Καί οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς, ὅπως ἀκούσαμε στό Εὐαγγέλιο, εἶπαν: «Δέν εἴχαμε ξαναδεῖ τέτοιο πράγμα»

Ἄς δοῦμε τί θέλει νά μᾶς πεῖ ὁ Χριστός.

Ὁ Χριστός, μέ τή θεραπεία τοῦ παραλυτικοῦ, ἔβαλε μιά σφραγίδα, ἐπάνω στά λόγια Του. Ἔδωσε τήν ἐπαλήθευση, τήν βεβαιότητα, τήν σιγουριά, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ Ἀνθρώπου ἔχει ἐξουσία νά συγχωρεῖ τίς ἁμαρτίες. Καί ὅτι οἱ ἁμαρτίες τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι κάτι τό χειρότερο, ἀπό τήν ἔλλειψη τῆς ὑγείας. Γι’ αὐτό ὁ φιλάνθρωπος Χριστός, πρῶτα στράφηκε νά χτυπήσει τό μεγάλο κακό, τίς ἁμαρτίες, καί μετά τό μικρό, τήν ἔλλειψη τῆς ὑγείας.

Ἐμεῖς, ἔχουμε καί ἀσθένειες σώματος καί ἀσθένειες ψυχῆς, δηλαδή ἁμαρτίες. Γιά τήν ἀσθένεια τοῦ σώματός μας φροντίζομε τόσο πολύ πού καμιά φορά φτάνουμε ποῦ; Στήν Ἀγγλία, στήν Ἀμερική καί στό Χιοῦστον. Καί γιά νά βροῦμε τήν ὑγεία τοῦ σώματος, τήν δική μας, τῶν παιδιῶν μας, θά προσθέσουμε τῶν γονέων μας, παρότι εἶναι γέροντες, ὀγδόντα καί ὀγδόντα πέντε χρονῶν, καί εἶναι πολύ κοντά ὁ θάνατος, φτάνουμε στήν Ἀμερική, καί δαπανᾶμε μιά ὁλόκληρη περιουσία καί καταταλαιπωρούμεθα…. Καί ὅποιος τό ἀκούει, μᾶς ἐπαινεῖ καί λέει:

-Μπράβο! Αὐτή εἶναι ἀγάπη! Αὐτός εἶναι οἰκογενειακός σύνδεσμος! Στοργή! Σωστό φρόνημα!»

Ἐρχόμαστε τώρα στήν ἀρρώστια τῆς ψυχῆς τήν ἁμαρτία.

Ὁ Χριστός μᾶς εἶπε, πώς εἶναι χειρότερη ἀπό τήν ἀρρώστια τοῦ σώματος. Γιατί τό σῶμα, σέ εἴκοσι, τριάντα, ὀγδόντα χρόνια, πόσα ἀκόμα; Ἕνα, δυό; Θά τελειώσει. Καί ἡ ψυχή; Ἡ ψυχή θά μείνει αἰώνια καί ἀθάνατη. Καί θά μένει φορτωμένη μέ τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν της. Ἐνῶ ἀπό τό βάρος τῶν ἀσθενειῶν τοῦ σώματος, ὁ ἄνθρωπος θά ἀπαλλαγεῖ μιά γιά πάντα. Καί τήν ἡμέρα τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, τήν Δευτέρα παρουσία τοῦ Χριστοῦ, θά εἶναι χωρίς ἀρρώστια, χωρίς πόνο, καί χωρίς στεναγμό.

Λοιπόν, τί κάνουμε γιά τήν ἁμαρτία, γιά τήν ἀσθένεια τῆς ψυχῆς μας;

Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Σχεδόν τίποτα!

Ὑπάρχει ἐδῶ στή γῆ μιά κρίση γιά τίς ἁμαρτίες. Τήν ὅρισε ὁ Χριστός πού εἶπε στούς ἀποστόλους του: «Ἄν τινων ἀφῆτε τάς ἁμαρτίας, ἀφίενται αὐτοῖς· ἄν τινων κρατῆτε, κεκράτηνται»

Πόσο ἀπέχουν οἱ ἰατροί αὐτοί; Εἶναι ἀνάγκη νά φτάσεις στό Χιοῦστον; Στό Λονδίνο; Ὄχι! Τούς βρίσκεις κοντά.

Καί εἶναι ἀποτελεσματικοί; Πολύ πιό ἀποτελεσματικοί, ἀπό τούς μεγάλους γιατρούς τῆς Ἀμερικῆς καί τῆς Ἀγγλίας.

Γιατί εἶπε ὁ Χριστός: «ἄν τινῶν ἀφῆτε ἀφίενται, ἄν κρατῆτε, κεκράτηνται» τελεσίδικα πράγματα!

Καί ἐμεῖς τί κάνομε; Σκεφτόμαστε τό βάρος τῶν ἁμαρτιῶν μας καί μᾶς πονάει. Ὁρισμένες στιγμές τσούζει ἡ καρδιά μας καί καίει· καί ἐμεῖς τί λέμε; «Νά πάω νά ἐξομολογηθῶ; Ποῦ νά πάω; Σέ αὐτό τόν παπά, νά πάω στόν ἄλλον; Εἶναι ἀπαραίτητο νά ἐξομολογηθῶ; Δέν μπορῶ νά κάνω κάτι ἄλλο;»

Τί ἄλλο νά κάνομε; Μᾶς λέει ὁ λογισμός μας: Κάνε καμιά μετάνοια, κάνε λίγη νηστεία, κάνε καμιά ἐλεημοσύνη, κάνε τόν σταυρό σου καί πές μυστικά: «Θεέ μου συγχώρεσέ με»

Ἔχουν ἀξία αὐτά; Ἔχουν, ἀδελφοί μου. Ὁπωσδήποτε, ἔχουν ἀξία. Μεγάλη; Μεγάλη ἀξία! Εἶναι ἀποτελεσματικά; Πιθανόν ναί καί πιθανόν ὄχι.

Τί σημαίνει αὐτό τό «πιθανόν ναί καί πιθανόν ὄχι;»

Ἄς πάρουμε μιά εἰκόνα. Ἔχουμε ἕνα μεγάλο χαντάκι, πέστε τρία-τέσσερα μέτρα. Πηγαίνω ἐκεῖ καί θέλω νά τό περάσω. Νά κάνω ἕνα πήδημα; Θά τό περάσω τό χαντάκι; Θά κάνω τόσο μεγάλο πήδημα; Ἤ θά βρεθῶ μέσα στό χαντάκι καί νά τσακιστῶ;

Μιά πιθανότητα εἶναι, καί νά τό περάσω καί νά μήν τό περάσω…

Ἄν τό περάσω καλά. Ἄν δέν τό περάσω καί βρεθῶ μέσα στό χαντάκι, τί εἶναι; Δέκα φορές χειρότερο, ἀπό τό νά μήν εἶχα κάνει τό πήδημα.

Κάτι τέτοιο, εἶναι καί αὐτές οἱ σκέψεις: «Μωρέ μπᾶς καί μπορῶ νά ταχτοποιηθῶ λιγάκι διαφορετικά, χωρίς νά ἐξομολογηθῶ;» Ἀφήνουμε τήν σιγουριά καί τήν βεβαιότητα καί πᾶμε στίς πιθανότητες.

Γιά τό χαντάκι πού λέγεται «ἄφεση ἁμαρτιῶν», ἔφτιαξε ὁ Θεός ἕνα γεφύρι, τήν ἐξομολόγηση. Κάνεις μέ ὅλη σου τήν ἡσυχία τά βηματάκια σου, μόνο πού δέν κάνεις τί; Τό παλληκαράκι!

Παλληκαρισμός εἶναι νά κάνεις ἕνα πήδημα.

Ἐνῶ εἶναι ταπείνωση νά πεῖς: «Ἐγώ δέν ἀντέχω γιά μεγάλα πηδήματα, πήγαινε σιγά-σιγά ἀπό τό γεφυράκι σου, ἔστω καί κάνοντας κάποιο μικρό κύκλο».

Τί γίνεται στήν ἐξομολόγηση; Στέκουμε ἐνώπιον τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ καί Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί τοῦ λέμε: «Θεέ μου ἁμάρτησα. Ἐλέησε με, καί δός μου, διά τοῦ δούλου Σου, τοῦ ἱερέα τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μου. Ἐσύ τόν ὅρισες ἐγγύηση τῆς ἀφέσεως. Δός μου, λοιπόν μέ τήν εὐχή του, τήν συγχώρηση».

Ἄς φροντίσουμε, μέ φῶς Θεοῦ καί μέ πίστη στό λόγο του, νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας ἀπό τό βάρος τῆς ἁμαρτίας, πού εἶναι ἐκεῖνο πού μᾶς δυσκολεύει τή ζωή. Καί μᾶς κάνει νά μήν μποροῦμε νά αἰσθανθοῦμε τήν χαρά, καί τήν εὐφροσύνη αὐτοῦ του ὄμορφου κόσμου μέσα στόν ὁποῖο μᾶς ἔταξε ὁ Θεός. Ἀμήν.-