ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΟ ΤΗΣ ΥΨΩΣΕΩΣ (Ιω. 3, 13-17)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Διασκευή ομιλίας στα Μελιανά, στις 12/9/2004)

 

Η κιθάρα

 

Ένας πονόψυχος άνθρωπος επισκέφθηκε μια οικογένεια που είχε ένα παιδί ετοιμοθάνατο. Ήταν Χριστούγεννα. Κοιτάζει ο επισκέπτης και βλέπει ότι οι άνθρωποι δεν είχαν τίποτε για φαγητό.

-Τι γίνεται, τους λέει. Χριστούγεννα σήμερα.

Του είπε ο πατέρας:

-Όπως βλέπεις το παιδί μου φεύγει. Και χθες το βράδυ, χαϊδεύοντάς το, το ρώτησα:

-Τι θέλεις παιδί μου; Θέλεις κάποιο δώρο;

-Θα ήθελα πατέρα να μου πάρεις μια κιθάρα.

Του άρεσε η μουσική του παιδιού. Αλλά ξέρετε πόσο αξίζει η κιθάρα; Δύο μισθοί δεν φτάνουν να την αγοράσεις. Μα ο πατέρας ξέροντας ότι το παιδί του φεύγει, μάζεψε όλα όσα είχε, δανείστηκε κι’ όλας και του έφερε την κιθάρα.

-Τι ήθελες να κάνω; Ρώτησε τον επισκέπτη. Καλύτερα να πεινάω ένα μήνα και να φύγει το παιδί μου με χαρά και με την αίσθηση της στοργής του πατέρα του. Αυτό και στην ψυχή του θα μείνει και σε μένα. Το φαΐ δεν θα μείνει πουθενά. Ποιός έχει αντίθετη γνώμη;

«Και τότε», έλεγε ο επισκέπτης, «θυμήθηκα τα λόγια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού: «Αν σεις που είσαστε λίγο-πολύ παλιάνθρωποι, στα παιδιά σας, ξέρετε να κάνετε καλά δώρα, πόσο μάλλον, ο Πατήρ υμών ο ουράνιος, που δεν έχει μέσα του κακία αλλά είναι πανάγαθος;».

 

Μόνιμη ευεργεσία

 

Όσο και να στίψει κανείς στο νου του, ποτέ δεν θα μπορέσει να καταλάβει αυτό το «πόσο περισσότερο». Και αν διαβάσει ολόκληρη την Αγία Γραφή και φιλοσοφήσει όλα όσα γράφουν οι άγιοι και φιλοσοφήσει όλα εκείνα που μας έχει πει ο Θεός, καταλαβαίνει ότι ο Θεός είναι μια απέραντη καλωσύνη. Αυτή η απέραντη καλωσύνη περιγράφεται σήμερα στο ευαγγέλιο.

Μιλώντας στους μαθητές του έλεγε ο Κύριος: «Ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον».

Τόσο αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε από καλωσύνη Του, όχι μια κιθάρα, όχι ένα δένδρο, όχι ένα ποτάμι, όχι κάτι από κείνα που έχει στην τσέπη Του, αλλά «τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον». Τον έδωσε να είναι ένα ευεργέτημα μόνιμο για όλο τον κόσμο. Όποιος πιστεύει σ’ αυτόν να μην κινδυνεύει να πάει στην κόλαση, αλλά να έχει ζωήν αιώνιον.

 

Η καρδιά του Ευαγγελίου

 

Ας ακούσουμε τι λένε μερικοί μεγάλοι άνθρωποι της Εκκλησίας για τα λόγια αυτά του Χριστού

Λέγει ένας μεγάλος άγιος: Τα λόγια του Χριστού «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον...», έπρεπε να τα γράφουμε όχι με μελάνι και με μολύβι, αλλά με χρυσάφι. Και όχι σε ένα κομμάτι χαρτί. Ούτε καν στο μυαλό μας μόνο, αλλά στην καρδιά μας. Να τα έχουμε πάντοτε μέσα μας ζεστά. Να τα διαβάζουμε. Να τα μελετάμε όσο περισσότερο μπορούμε. Όσο πιο ταχτικά μπορούμε. Και όσο πιο βαθειά μπορούμε. Για να αποτελέσουν τον δρόμο της ζωής μας. Γιατί τα λόγια αυτά του Χριστού είναι για τους πικραμένους χαρά. Για τους πεθαμένους, ζωή και ανάσταση. Και για όλους τους ανθρώπους στερέωμα, πίστη, ελπίδα και κάθε καλό.

Ένας άλλος λέει: «Θα ρθει μια μέρα που η ζωή μου θα σμπαραλιάσει. Τα πόδια δεν θα αντέχουν να περπατήσω. Τα χέρια δεν θα αντέχουν ούτε να πάρω το ψωμί, να το βάλω στο στόμα μου. Τα μάτια μου δεν θα βλέπουν. Τα αφτιά μου δεν θα ακούνε. Και το μυαλό μου, θα μισοσταματάει. Γιατί και αυτό θα έχει σμπαραλιάσει. Μα ακόμη και τότε που θα σβήνει η ζωή μου, και δεν θα θυμάμαι τίποτε από όλο το Ευαγγέλιο, που τόσο αγάπησα στη ζωή μου, θα μου είναι αρκετό να θυμηθώ τότε, επάνω στο νεκρικό μου κρεβάτι, λίγο πριν αφήσω την τελευταία μου πνοή, τα λόγια αυτά του Κυρίου, για να γλυκάνει η ψυχή μου, να γεμίσει με ελπίδα και να πετάξει με χαρά κοντά στον Πατέρα μας».

Ποιά είναι τα ωραιότερα και γλυκύτερα λόγια; «Ούτως γαρ ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν μη απόληται, αλλ’ έχη ζωήν αιώνιον».

Κόσμος είμαστε εμείς. Όχι τα ξύλα και τα κοτρώνια. Εκείνα τα έφτειαξε ο Θεός. Εμάς αγάπησε. Τόσο πολύ αγάπησε τον κόσμο ώστε έδωκε τον Υιό αυτού τον μονογενή. Τον Κύριό μας Ιησού Χριστό για μας.

Τι σημαίνει «τον έδωκε»; Ήταν στον ουρανό δίπλα του. Καθόταν στο θρόνο της θεότητος. Και κατέβηκε στη γη. Γεννήθηκε στο σπήλαιο που ήταν γεμάτο φουσκιά και άχυρα. Ανάμεσα στα ζώα. Γιατί;

 Την απάντηση την ακούμε στο σύμβολο της Πίστεως: «Δι’ ημάς τους ανθρώπους και δια την ημετέραν σωτηρίαν». Και μετά ξεκίνησαν μερικοί μάγοι από την Περσία, σοφοί άνθρωποι και πήγαν και τον βρήκαν και τον προσκύνησαν. Για να μας δείξει ο Θεός με το μεγάλο αυτό θαύμα, ότι ο Χριστός και αν είναι φτωχός, ανάμεσα μας, δεν παύει ποτέ να είναι ο Βασιλέας του κόσμου, σωτήρας και ευεργέτης μας. Ούτε τότε που τον έδερναν. Ούτε τότε που τον έφτυναν. Ούτε τότε που τον σταύρωναν. Και μάλιστα τότε που τον σταύρωναν ο Χριστός έδωσε ό,τι καλύτερο και περισσότερο είχε για μας.

Τι είναι το καλύτερο και περισσότερο; Εμείς θέλουμε ήρεμη και χαρούμενη ζωή.

Ο Χριστός τις τελευταίες Του ημέρες με τα πάθη Του, είχε όλα τα αντίθετα. Έδωκε ο Πατέρας τον Υιό Του εις θάνατον, ατιμωτικό θάνατο, για να μας θυμίζει ότι για τις αμαρτίες μας αξίζουμε να εξευτελιστούμε. Και να εξευτελιζόμαστε αιώνια, γιατί δεν είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να ποδοπατάει τον νόμο του Θεού και να περνάει απαρατήρητο.

Μα ο Θεός Πατέρας αντί να τιμωρήσει εμάς, που έχουμε λίγο μυαλό, έδωκε θυσία για μας τον Υιό Του. Και ευδόκησε να παίρνουμε εμείς, που το μυαλό μας λασπώνει από την ανοησία που μας δέρνει, το σώμα Του και το αίμα Του «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον».

Τα ακούμε αυτά, και τι κάνουμε; Ψάχνουμε να βρούμε τρόπο, πως θα κοινωνούμε πιο τακτικά; Ποδοπατώντας ό,τι μας εμποδίζει από την συχνή Θεία Κοινωνία; Ή συνεχίζουμε να φερνόμαστε ανόητα.

 

Τα διηγείσαι χωρίς να κλαις;

 

Λέει ο απόστολος Παύλος: Για σκεφθείτε. Τότε που κατέβηκε ο Χριστός στον κόσμο, ολόκληρος ο κόσμος εκτός από τον Ισραήλ, ήταν όλοι ειδωλολάτρες. Και ο Θεός έστειλε στον κόσμο τον Υιό Του, για όλο τον κόσμο. Για ασεβείς και αμαρτωλούς και αθέους. Γιατί λοιπόν συ άνθρωπε, ευλογημένο παιδί του Θεού κάθε τόσο ρωτάς για τα κρίματα του Θεού και λες: «Γιατί τούτο; Γιατί εκείνο; Γιατί να σκοτωθεί αυτός ο καλός άνθρωπος που ήταν τόσο χρήσιμος; Γιατί να το κάνει ο Θεός αυτό;».

Λέει ὁ απόστολος Παύλος: Εκείνος που δεν λυπήθηκε τον Υιό Του, και τον έδωσε για μας, δεν το καταλαβαίνετε ότι μαζί με τον Υιό Του είναι πρόθυμος να μας δώσει και όλα Του τα αγαθά;

Γιατί λοιπόν κρίνετε τι κάνει ο Θεός και δυσκολεύεστε να το καταλάβετε ότι η καλωσύνη του Θεού όλα, ό,τι και αν είναι, ξέρει να τα στρέψει σε καλό; Και να βγάλει από όλα ωφέλεια;

Ένας ιεραπόστολος μιλούσε για τον Χριστό σε μια χώρα της Αφρικής. Του λέει ένας ιθαγενής:

-Αυτά που λες τώρα για τον Χριστό είναι αληθινά;

-Βέβαια, του απαντά.

-Ώστε όλα αυτά που λες, ότι έγινε ο Θεός άνθρωπος και γεννήθηκε στο σπήλαιο και έκανε μεγάλα έργα και σταυρώθηκε για μας είναι αληθινά;

-Αληθινά είναι!

-Τότε πώς μπορείς και τα διηγείσαι χωρίς να κλαις;

Τι είναι εκείνο που μας κάνει αυτά που ακούμε για τον Χριστό, να τα ακούμε με κρύα καρδιά;

Να τι φταίει. Δεν μιλάνε στην ψυχή μας πολύ, γιατί δεν φροντίσαμε να τα καταλάβουμε καλά. Και όταν τα καταλαβαίνουμε λίγο με το μυαλό, δεν τα κατεβάζουμε στην καρδιά. Ούτε τα κάνουμε πόνο και κόπο της ζωής μας. Ούτε αγωνιζόμαστε να τα κάνουμε πραγματικότητα.

Ένας μουσικός, έφτειαξε μια ωραία μελωδία. Ποιά ήταν η μελωδία; Τα λόγια του Χριστού: «ούτως ηγάπησεν ο Θεός τον κόσμον ώστε τον Υιόν αυτού τον μονογενή έδωκεν». Και ξέρετε τι έκανε; Το μεγαλύτερο μουσικό «βάρος» το έβαλε στις λέξεις: «Ίνα πας ο πιστεύων εις αυτόν».

Βούιζε ο κόσμος, όταν έφτανε η χορωδία στο «ίνα πας». Γιατί; Για να τονιστεί ότι: Δεν εξαιρείται κανένας. Ούτε ο βασιλιάς, ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε ο πρόεδρος, ούτε η φτωχούλα γυναίκα του χωριού, ούτε το αλητάκι που γυρίζει στο δρόμο, ούτε ο ληστής, ούτε η πόρνη, ούτε ο τελώνης, ούτε κανένας δεν εξαιρείται.

Αρκεί τί να κάνει; Να γίνει «πιστεύων». Να αφήσει κάθε άλλο τρόπο ζωής και να πιστέψει, να καταλάβει ότι η ζωή τού κόσμου είναι ο Χριστός. Αμήν.-