ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΕΤΑ ΤΑ ΦΩΤΑ (Ματθ. 4, 12-17)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Διασκευή ομιλίας, στις 10/1/1993)

 

«Σκια θανάτου». Φοβερή κατάσταση

 

Σήμερα, Κυριακή μετά τα Θεοφάνεια, θυμόμαστε το πρώτο κήρυγμα του Χριστού στον κόσμο.

Όταν έφυγε ο Χριστός από τον Ιορδάνη, όπου βαπτίστηκε, πήγε στην Γαλιλαία, σε μια περιοχή, η οποία ήταν βουτηγμένη στην αμαρτία και στο πνευματικό σκοτάδι. Γι’ αυτό το Ευαγγέλιο λέγει: «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει και σκια θανάτου». Ένας λαός που καθόταν, ζούσε, στο σκοτάδι, στην σκια του θανάτου. Αυτός ο λαός είδε το μέγα φως τον Κύριο Ιησού Χριστό. Και άρχισε το κήρυγμά Του, το οποίο ήταν: «Μετανοείτε ήγγικε γαρ η βασιλεία των ουρανών». Τι σημαίνουν τα λόγια: «ο λαός ο καθήμενος εν σκότει και σκια θανάτου;»

Δεν είχε μορφωμένους ανθρώπους η Γαλιλαία; Είχε! Ήταν πολιτισμένη περιοχή. Δεν είχε σοφούς; Δεν είχε κατοίκους με ευγένεια; Δεν είχαν καλές αρχές; Από όλα είχαν.

Τι δεν είχαν; Ευσέβεια. Δεν είχαν φόβο Θεού. Δεν είχαν ελπίδα αιώνιας ζωής. Αυτό ήταν που τους έκανε να ζουν «εν χώρα και σκια θανάτου» Όλα ήταν κάτω από την σκια του θανάτου. Τι είναι η σκια του θανάτου; Ας αναφέρουμε ένα διάλογο:

-Θα έρθει μια ώρα, θα πεθάνουμε και μετά; Μετά τι θα γίνει;

-Μα δεν ξέρετε; Τίποτε!

Αυτή είναι η «σκια του θανάτου», δηλαδή το σκοτάδι στο μεγάλο ερώτημα: «Τι θα γίνει μετά από τον θάνατο;»

Και είναι αυτή η κατάσταση της άγνοιας, τόσο φοβερή!…

 

Το πιο χαρμόσυνο μήνυμα

 

Ο λαός λοιπόν της Γαλιλαίας ζούσε σε «χώρα και σκια θανάτου».

Διαβάζουμε στην Αγία Γραφή. Ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο και τον έβαλε στον παράδεισο. Και εκεί κατέβαινε ο Θεός και έκανε παρέα, συνομιλούσε με τον Αδάμ και με την Εύα. Και όσο αυτοί βρισκόντουσταν κοντά στον Θεό, ήταν γεμάτοι ευτυχία. Μια ημέρα ο διάβολος είπε στην Εύα:

-Εύα γιατί δεν τρώτε από όλα; Γιατί νηστεύετε;

Και η Εύα Του απάντησε:

-Τρώμε βέβαια, αλλά νηστεύουμε από αυτό, το δέντρο, γιατί μας είπε ο Θεός ότι όταν θα φάμε θα πεθάνουμε.

-Μπα, της λέει, Εύα, πώς είναι δυνατόν; Τόσο ωραία φρούτα! Τόσο νόστιμα! Και θα σας φέρουν θάνατο; Χωράει μέσα στο κεφάλι σου; Δεν έχεις κουκούτσι μυαλό να το καταλάβεις ότι δεν θα πάθετε τίποτε! Αντίθετα, τρώγοντας αυτό το ωραίο φρούτο, απολαμβάνοντας κάτι περισσότερο, ομορφαίνετε την ζωή σας!

Η Εύα βρήκε το σόφισμα του διαβόλου σωστό και έφαγε, αντίθετα με την εντολή του Θεού και έδωσε και στον άντρα της. Και μετά; Μετά ξαναπερπατάει ο Θεός το δειλινό στον Παράδεισο. Και ενώ μέχρι τότε ακούγοντας τα βήματα του Χριστού, ο Αδάμ και η Εύα έτρεχαν να Τον δουν, να κουβεντιάσουν μαζί Του, τώρα πάνε και κρύβονται.

Φωνάζει ο Χριστός: «Αδάμ, Αδάμ πού είσαι;» Και όσο ακούει την φωνή τού Χριστού, τόσο πιο πολύ κρύβεται ο Αδάμ. Μέχρι που στο τέλος πήγε ο Χριστός από πάνω και του λέγει:

-Έλα εδώ Αδάμ, γιατί κρύφτηκες;

-Άκουσα την φωνή Σου και φοβήθηκα.

-Και γιατί φοβήθηκες; Μήπως έκανες καμιά αμαρτία;

Απάντηση του Αδάμ:

-Μου είπε να την κάνω η γυναίκα, που μου έδωσες Εσύ.

Τότε ο Θεός τους έδιωξε από τον παράδεισο. Γιατί; Διότι παρέβησαν το θέλημά Του. Έκαναν μια αμαρτία.

Από εκεί και πέρα, διαβάζουμε στην Αγία Γραφή και το ξέρουμε, επεκράτησε στον άνθρωπο η λύπη και η σκια του θανάτου. Και μακριά από τον Θεό –ψυχικά- ο άνθρωπος τρέμει τον θάνατο. Μέχρι που μια ημέρα, ήρθε ο Χριστός στην γη, «εν χώρα και σκια θανάτου» και άρχισε να κηρύττει, τι; Το μήνυμα της αφέσεως των αμαρτιών, το μήνυμα της επιστροφής κοντά στον Θεό, το μήνυμα της αναστάσεως και της ελπίδας της αιώνιας ζωής κοντά Του.

 

Το σόφισμα του βασιλιά

 

Αλλά ποιά ήταν η στάση μας απέναντι στη μεγάλη αυτή δωρεά του Θεού; Ήταν στην Ισπανία ένας βασιλιάς που λεγόταν Αλφόνσος ο ΙΘ’. Ήταν καλός άνθρωπος και ευσεβής. Αλλά, γύρω του έβλεπε μικρούς και μεγάλους, ιδιαίτερα δε κάτι νεαρά παιδιά, που δεν κάνανε ποτέ τον σταυρό τους στο τραπέζι που καθόντουσταν να φάνε. Απορούσε ο βασιλιάς και έλεγε: «Μα τι άνθρωποι είναι αυτοί;»

Και τους το έλεγε:

-Βρε παιδιά, κάνετε κανένα σταυρό.

-Ωχ καημένε! Του κάνανε εκείνοι, χωρίς να σέβονται το αξίωμά του, τι είναι αυτά που λες; Προόδευσε ο κόσμος, δεν χρειάζεται η προσευχή.

Ο βασιλιάς όμως αγαπούσε τους φίλους του και έλεγε: «να δούμε πού θα πάει αυτή η κατάσταση». Και επειδή έβλεπε ότι πήγαινε όλο στο χειρότερο, σοφίστηκε το εξής: Τους εκάλεσε σε ένα επίσημο τραπέζι, να φάνε και να πιούνε καλά και προπαντός τιμώντας τους πολύ. Γιατί ποιός δεν αισθάνεται ότι τιμάται, όταν κάθεται σε ένα επίσημο τραπέζι, που το προσφέρει κάποιος πολύ μεγαλύτερος!

Ενώ, είχαν αρχίσει να τρώνε, έρχεται ένας ζητιάνος, ρακένδυτος, βρωμιάρης και κάθεται σε μια θέση κενή. Και ρίχνεται στο φαϊ, χωρίς να πει σε κανένα τίποτε. Τα κατάπιε όλα και μάλιστα κατά τρόπο που δεν είναι συνηθισμένος σε επίσημα τραπέζια. Μετά σηκώνεται και δρόμο.

-Βρε, τι είναι τούτο εδώ; λέει ένας. Ποιός τον κάλεσε αυτόν;

-Ξέρω και εγώ κάνει ο βασιλιάς, τάχα πως δεν ήξερε, ενώ ο ίδιος τον είχε καλέσει.

-Μα είναι απαράδεκτο, λέει ένας άλλος. Προσβλητικό κατά του βασιλιά. Να τον πιάσεις βασιλιά μας τον παλιάνθρωπο και να τον τιμωρήσεις. Πώς μπήκε εδώ μέσα απρόσκλητος; Και τι τρόπος ήταν αυτός; Δεν ήξερε να χαιρετήσει; Δεν ήξερε, τουλάχιστον, φεύγοντας να πει ένα «ευχαριστώ» που έφαγε μέχρι σκασμού… Και σε τι τραπέζι!

Ο βασιλιάς τα άκουγε και γελούσε. Και όταν είπαν, είπαν και τελείωσαν, σηκώθηκε όρθιος. Αμέσως σηκώθηκαν όλοι όρθιοι έγινε νεκρική σιγή και τέντωσαν τα αυτιά τους, να ακούσουν. Γιατί κάτι σπουδαίο θα τους έλεγε. Και πραγματικά, τους είπε:

-Βρε παιδιά, γιατί εξοργιζόσαστε από την συμπεριφορά αυτού του φτωχού ανθρώπου, που είναι αγράμματος και απαιδαγώγητος; Ενώ εσείς κάνετε χειρότερα… Φέρεστε χειρότερα προς τον Θεό, τον Πατέρα μας, που είναι μεγαλύτερος από εμένα. Τι είμαι εγώ μπροστά στον Θεό; Τι είμαι εγώ, το σκουπίδι της γης, έστω και αν είμαι βασιλιάς; Όμοιός σας άνθρωπος και εξ ίσου αμαρτωλός με σας, εξ ίσου θα πεθάνω και εγώ όπως και εσείς… Και όμως μας δίνει ο Θεός όλα Του τα αγαθά και την χάρη Του και την ευλογία Του. Μας δίνει τον αέρα, το νερό, μας δίνει το σιτάρι, μας δίνει τα ζώα, και τι δεν μας δίνει. Και μας δίνει περισσότερο από όλα, το Σώμα Του και το Αίμα Του, που είναι: Αθάνατη τροφή. Αιώνια τροφή. Της ψυχής τροφή, για αιώνια ζωή. Όχι για πρόσκαιρη. Και πώς Του συμπεριφέρεστε εσείς του Θεού; Πού είναι η ευχαριστία σας; Πότε Του είπατε «ευχαριστώ» με λόγια ή με έργα, έστω κάνοντας ένα μικρό σημαδάκι, ένα Σταυρό πριν από το τραπέζι σας; Στην αρχή της ημέρας σας, το πρωί; Και όταν τελειώνει η ημέρα, το βράδυ που πάτε να κοιμηθείτε;

Κατάλαβαν οι άνθρωποι το λάθος τους και έσκυψαν τα πρόσωπά τους κάτω. Και ο βασιλιάς, βρήκε την ευκαιρία, όντας καλός άνθρωπος, να τους πει ότι πρέπει να είναι περισσότερο ευγνώμονες προς τον Θεό, που μας προσφέρει τόσα και τόσα και προπαντός την γλυκειά ελπίδα της αναστάσεως και της αιώνιας ζωής, από ό,τι είναι ευγνώμονες σε κάποιον άνθρωπο που τους πρόσφερε κάτι φθαρτό και πρόσκαιρο.

 

Μια λέξη αρκεί

 

Αν περάσει η ζωή μας χωρίς να θυμόμαστε τον Θεό και την ψυχή μας, τι κερδίσαμε; Όποιοι και αν είναι όσοι έφυγαν από αυτή την ζωή χωρίς την ελπίδα της αιώνιας ζωής, σκέπασε τη ζωή τους μια πλάκα, πλάκα του τάφου, και ζουν στην σκια του θανάτου. Ποιά σκια του θανάτου; Ω Θεέ μου! Να μην δώσεις να έρθει σε άνθρωπο, γιατί δεν είναι απλώς σκια θανάτου, αλλά είναι αιώνια καταδίκη, αιώνια κόλαση.

Να τι αξία έχει, το ότι ο Χριστός μας φωνάζει: «Έλα κοντά Μου, για να απαλλαγείς από την σκια του θανάτου, από τον φόβο, από την πιθανότητα της αιώνιας καταδίκης και της αιώνιας κολάσεως!»

Κάποια φορά σε ένα σπίτι συνέβη το εξής:

Ξύπνησε ο νεαρός βλαστός, ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι και άρχισε την ημέρα με τα νεύρα του. Πρώτα δεν του άρεσαν τα ρούχα που του είχε ετοιμάσει η μαμά του για να τα φορέσει.

-Τι ρούχα είναι τούτα δω;

-Βρε παιδάκι μου, έλα ησύχασε, άφησε την γκρίνια.

Τίποτα εκείνος.

Του βάζει να φάει, δεν ήθελε, δεν του άρεσε το φαγητό. Μετά άρχισε να τσακώνεται με την μητέρα του, με τα αδέλφια του, με όλους μέσα στο σπίτι. Αγανάκτησε η μητέρα του και πάει στον πατέρα του.

-Μα τι θα γίνει με αυτό το παιδί;

Αλλά ο πατέρας άγριεψε.

-Τι είναι αυτά που κάνεις; Έλα εδώ. Όλο θα υποφέρουμε με σένα;

Είδε τα σκούρα το παιδί, συναισθάνθηκε τι κάνει και λέει στον πατέρα:

-Με συγχωρείς πατέρα, το κατάλαβα κάτι δεν πάει καλά.

Και τι έγινε τότε; Ενώ το σπίτι ήταν ανάστατο εξ αιτίας του, ειρήνευσαν αμέσως τα πάντα. Γιατί; Γιατί είπε: «Με συγχωρείς πατέρα, λάθος έκανα». Μια λέξη άρκεσε να κάνει τους ανθρώπους που ήταν έτοιμοι να αρπαχτούν, να ειρηνεύσουν.

Ε, λοιπόν, ενώπιον του Θεού που είναι πιο στοργικός, πιο καλός Πατέρας από μας, η μαγική λέξη «με συγχωρείς», η μετάνοια, πιάνει πιο πολύ. Γι’ αυτό μας είπε ο Διδάσκαλός μας, ο Χριστός: «Φροντίζετε να έχετε μετάνοια. Φροντίστε να διορθώνετε τα έργα σας». Ας φωνάζουμε με την προσευχή μας στον Χριστό: «Έλα Χριστέ μου κοντά μας. Βοήθησέ μας να ρθούμε κοντά σε Σένα» Αυτό είναι το νόημα της ζωής μας. Έτσι θα αποκτήσουμε την γλυκειά ελπίδα της αιώνιας ζωής. Αμήν.-