(Λουκ. 18, 35 -43)
Η ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΤΟΥ ΤΥΦΛΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΙΧΟΥΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Ὁμιλία στή Φιλοθέη στίς 1/12/2002
Ἄνοιξε τό παράθυρο. Ἀμέσως!
Σήμερα ἀκούσαμε στό εὐαγγέλιο μία πολύ ἁπλή ἱστορία.
Πήγαινε ὁ Χριστός στήν Ἱεριχώ. Καί ἔξω ἀπό τήν Ἱεριχώ, σέ κάποιο μέρος, στεκόταν ἕνας ζητιάνος στό δρόμο, τυφλός καί ζητοῦσε ἐλεημοσύνη γιά νά ἐπιβιώσει.
Ἄκουσε ὅτι περνάει ἀπό ἐκεῖ ὁ Χριστός καί ὅτι τόν ἀκολουθοῦσε κόσμος πολύς καί ἄρχισε νά φωνάζει:
-Ἰησοῦ, υἱέ τοῦ Δαυΐδ, λυπήσου με καί ἐμένα.
Ὁ Χριστός πῆγε κοντά του καί τοῦ εἶπε:
-Τί θέλεις νά σοῦ κάνω;
Καί ἐκεῖνος ἀπάντησε:
-Νά ἀναβλέψω. Νά βλέπω καί ἐγώ. Νά ξαναδῶ.
Γιατί εἶχε τυφλωθεῖ καί δέν ἔβλεπε τίποτε.
Καί ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε μιά λέξη: «ἀνάβλεψον». Δηλαδή σάν νά ρωτᾶ κάποιο παιδάκι πού παίζει κρυφτό: «νά ἀνοίξω τά μάτια μου;» Καί νά τοῦ λέει τό ἄλλο: «ἄνοιξέ τα». Καί νά τά ἀνοίγει. Τόσο ἁπλό πραγματάκι. Ἤ «νά τό ἀνοίξω τό παράθυρο;» «Καί δέν τό ἀνοίγεις». Καί ἀνοίγει τό παράθυρο. Ἔτσι μέ τό λόγο τοῦ Χριστοῦ ἄνοιξαν ἀμέσως τά μάτια τοῦ τυφλοῦ καί ἀνέβλεψε. Καί εἶδε καθαρά. Ὅπως θά ἔβλεπε κάθε ὑγιής ἄνθρωπος.
Γιατί; Ἡ ἀπάντηση εἶναι πολύ ἁπλή. Ὁ Χριστός, παντοδύναμος ὄντας, Θεός ἀληθινός, πού δημιούργησε τά πάντα, πού ἔκανε τόσα μεγάλα ἔργα, πού δημιούργησε τόν ἥλιο, τά ἄστρα τούς ἀνθρώπους, τά ζῶα ὅλα, ὅλες αὐτές τίς λεπτομέρειες πού ἔχει ὁ ὀργανισμός τοῦ καθενός μας, μέ σοφία καί μέ δύναμη φυσικά, ἔχει τήν τέχνη καί τήν δύναμη καί τήν σοφία, ὅταν θέλει νά λέει κάτι καί νά γίνεται.
Οἱ νόμοι τῆς φύσεως ὅπως τούς ξέρουμε καί τούς μελετᾶμε καί τούς ἐπισημαίνουν οἱ ἐπιστήμονες, δέν εἶναι γιά τόν Θεό νόμοι. Γιά τήν φύση εἶναι νόμοι. Ὁ Θεός εἶναι πάνω ἀπό τούς νόμους καί κάνει ὅτι θέλει. Γιατί εἶναι παντοδύναμος. Καί τό «ὅ,τι θέλει» εἶναι πάντοτε καρπός τῆς ἀγάπης του καί τῆς καλωσύνης του. Γιατί ἔφτειαξε τόν κόσμο ὅλο ἀπό ἀγάπη, εὐσπλαγχνία καί καλωσύνη.
Τό φῶς εἶναι δικό του
Καί ἄν ἐπιτρέπει τίποτε κακό μέσα στόν κόσμο εἶναι γιατί ἐμεῖς παθαίνομε μία ἀλλοτρίωση. Ποιά εἶναι ἡ ἀλλοτρίωση;
Νομίζομε ὅτι αὐτός ὁ κόσμος εἶναι δικός μας. Καί ἅμα τόν χορτάσομε, εὑρίσκομε ἐδῶ τήν εὐτυχία, τήν χαρά καί τή ζωή. Καί ἔτσι γιά τό ποιός θά φάει περισσότερα, ποιός θά πιεῖ περισσότερο, ποιός θά γλεντήσει καί θά ἀπολαύσει περισσότερο, χάνουμε τήν ψυχή μας πρῶτα. Καί κάνομε τή ζωή καί τῶν ἄλλων καί τή ζωή στόν κόσμο ὅλο κόλαση, ἀπό τήν κακία.
Γι' αὐτό ὁ Θεός ἐπιτρέπει νά ἔρχονται προβλήματα...
Πρῶτα ἐπέτρεψε τόν θάνατο. Μετά ἐπέτρεψε τίς ἀρρώστιες καί ἄλλα προβλήματα πού ἔρχονται στή ζωή μας γιά νά μᾶς ξυπνᾶνε. Νά καταλαβαίνομε ὅτι ἡ εὐτυχία δέν ἡ ἀπόλαυση, ἀλλά εἶναι ἡ ζωή κοντά στό Θεό. Καί νά ἀπομακρυνόμαστε ἀπό τό κακό γιά νά μήν γίνομε δαιμόνια μέ σάρκα. Γιατί ὅποιος κολλάει στό κακό καί δέν ξεκολλάει, μένει ἡ καρδιά του στό κακό· δαιμονοποιεῖται. Γίνεται διάβολος.
Καί εἶναι χίλιες φορές προτιμότερο, μέ τήν παιδαγωγία τοῦ πόνου, ὁ ἄνθρωπος νά καταλαβαίνει ὅτι ἔκανε λάθος, νά μετανοεῖ. Γιατί ὁ πολυεύσπλαγχνος Θεός δέχεται ἀκόμη καί τόν ληστή, ὅταν δηλώνει ὅτι ἔκανε λάθος. Τόση εὐσπλαγχνία ἔχει. Παρά νά μένει στήν ἄνεση καί τήν καλοπέραση καί νά πουλάει πνεῦμα ὅτι μέ τό κακό κερδίζει ὁ ἄνθρωπος τόν κόσμο.
Αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί γι' αὐτό εἶχε ἐπιτρέψει νά μείνει ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος τυφλός καί κάποιος ἄλλος νά πάθει κάτι ἄλλο.
Γιατί ὅμως νά τό πάθει τοῦτος καί γιατί ὄχι ἄλλος, μή τό ρωτᾶμε ἐμεῖς πού εἴμαστε μέ λίγο μυαλό καί δέν ἔχομε τήν σοφία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά ἄς ἀνοίγομε τά μάτια μας νά καταλαβαίνομε καλύτερα τί θέλει νά μᾶς πεῖ.
Ὁ Χριστός ἄνοιξε τά μάτια τοῦ τυφλοῦ γιά νά δείξει ὅτι τό φῶς εἶναι δικό του. Ὅπως θέλει τό κυβερνάει. Ὅποτε θέλει τό δίνει. Ἐμεῖς πρέπει νά πιστεύσομε καί νά καταλάβομε, ὅτι δέν μᾶς ἀρκεῖ τό φῶς πού ἔχομε ἀπό τά μάτια, ἀλλά χρειαζόμαστε καί ἕνα ἄλλο φῶς γιά νά βλέπομε τόν Θεό καί τά ἔργα του. Τόν Θεό καί τά ἔργα του, δέν τόν βλέπομε καί δέν τά βλέπομε μέ τά μάτια αὐτά. Χρειάζεται νά εἶναι ἀνοικτά καί φωτεινά καί τά μάτια τῆς καρδιᾶς μας καί τῆς ψυχῆς μας.
Ἔχομε παραδείγματα ἀδελφοί μου, ἄνθρωποι πού ἦταν στραβοί μέ τά ἔξω μάτια, ἦταν ἀνοιχτομάτηδες μέ «τά μέσα». Ἐπί παραδείγματι, ὁ μεγάλος Πατριάρχης Ἰακώβ εἶχε στραβωθεῖ, δέν ἔβλεπε καθόλου ἀπό τόν γύρω του κόσμο. Ἀλλά ξέρετε τί ἔβλεπε; Τό μέλλον ἔβλεπε. Καί τό μέλλον, ὄχι γιά τό τί θά γίνει αὔριο, ἀλλά μετά ἀπό χιλιάδες χρόνια, ἔβλεπε τά μέλλοντα. Καί προέλεγε τά μέλλοντα. Προφητεῖες ἔκανε γιά τόν Χριστό. Γιά τήν ἔλευση του στόν κόσμο. Γιά τήν Βασιλεία τοῦ Χριστοῦ. Πράγμα πού σημαίνει: τό μυαλό του καί ἡ καρδιά του, ἦταν γεμᾶτα. Ἐνῶ τά μάτια του ἦταν κλεισμένα σκοτεινά, τό μυαλό του καί ἡ καρδιά του, ἦταν γεμᾶτα φῶς. Καί μάλιστα φῶς θεϊκό.
Κάποια φορά, κατέβηκε ὁ μεγάλος ἅγιος Ἀντώνιος, περίφημος ἀσκητής, ἀφιερωμένος στό Θεό μέ ὅλη τήν ψυχή, στήν Ἀλεξάνδρεια. Ἐκεῖ βρῆκε ἕνα γεμᾶτο εὐσέβεια καλωσύνη, ἀρετές καί σοφία Θεοῦ χριστιανό. Πού ἦταν ἐντελῶς τυφλός. Ὅταν τόν εἶδε τοῦ εἶπε:
-Μή λυπᾶσαι πού δέν ἔχεις μάτια σάν ἐκεῖνα πού ἔχουν οἱ μύγες καί τά κουνούπια. Καί ὅλα τά ζωύφια. Νά χαίρεις πού ἔχεις μάτια ἀγγέλων. Καί βλέπεις τόν Θεό καί τήν δόξα του.
Αὐτά τά μάτια εἶναι χίλιες φορές προτιμότερα.
Τό χειρότερο τυφλοπάνι
Ἀλλά ὅπως ὅταν ἀρρωστήσουν τά μάτια τοῦ σώματός μας, ψάχνομε γιά κολλύρια καί στάζομε σταγόνες καί κάνομε ἐγχείριση, γιά νά τά καθαρίσομε, ἔτσι πρέπει νά φροντίζομε νά καθαρίζομε καί τά μάτια τῆς ψυχῆς μας. Γιά νά καταλαβαίνομε, νά ἀρχίσομε νά καταλαβαίνομε πιό σωστά καί πιό βαθειά τό νόημα τῆς ὕπαρξης τοῦ Θεοῦ. Τῆς καλωσύνης τοῦ Θεοῦ· τῆς αἰώνιας ζωῆς· τῆς ἀξίας πού ἔχει ἡ δική μας πίστη. Τῆς ἀξίας πού ἔχουν τά καλά μας ἔργα. Τήν ἀξία πού ἔχει προπαντός καί καί πάνω ἀπ' ὅλα, τό ὅτι ὁ πολυέλεος Θεός ἦλθε στόν κόσμο καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά μᾶς. Γιά νά μᾶς διδάξει, νά μᾶς φωτίσει, νά μᾶς συνετίσει, νά μᾶς πάρει κοντά του, νά μᾶς δείξει τόν δρόμο του μέ χίλιους-δυό τρόπους.
Ἔχετε δεῖ καμιά φορά παιδιά νά παίζουν τό τυφλοπάνι;
Παίρνουν ἕνα πανί, τό δένουν στά μάτια τους καί παίζουν; Πῶς παίζουν; Παίζουν τό στραβό. Καί ἐνῶ λοιπόν ἀρχίζουν νά περπατᾶνε ψάχνοντας μέ τά χέρια τους νά βροῦν τό φίλο τους, μή ξέροντας ποῦ πηγαίνουν παραπατᾶνε, πέφτουν κάτω, γεμίζουν χώματα, λάσπες, καί γελᾶνε τά παιδιά. Καί λένε: «νά τί εἶναι ἡ τύφλωση».
Κάτι τό ἀνάλογο συμβαίνει μέ τούς μεγάλους πού παίζοντας μέ τήν αἰώνια ζωή κάνουν σάν μικρά παιδάκια. Δέν θέλουν νά ἀνοίξουν τά μάτια τῆς ψυχῆς τους καί τά κρατᾶνε κλειστά. Φορᾶνε μόνοι τους τό τυφλοπάνι, ὅταν κάνουν τό κακό καί φεύγουν ἀπό τήν Ἐκκλησία. Δέν τούς ἀρέσει τό Εὐαγγέλιο καί δέν τούς ἀρέσει ὁ λόγος γιά τήν αἰώνια ζωή. Αὐτοί βάζουν τό τυφλοπάνι.
Καί τότε τί γίνεται;
Μή βλέποντας, παραπατᾶνε καί πέφτουν. Σέ τί πέφτουν; Νά τό ποῦμε. Τήν μιά φορά πέφτουν σέ κλεψιά, τήν ἄλλη σέ βλαστήμια, τήν ἄλλη σέ κατάκριση, τήν ἄλλη σέ κακολογία, τήν ἄλλη σέ συκοφαντίες. Τήν ἄλλη πέφτουν σέ πορνεῖες καί σέ μοιχεῖες. Τήν ἄλλη σέ λωποδυσίες καί σέ φόνους ἀκόμη. Καί σέ τί δέν πέφτει ὁ ἄνθρωπος, ὅταν ἔχει ξεχάσει τόν νόμο τοῦ Θεοῦ, τό θέλημά του. Καί τί κάνει γιά ὅλα αὐτά;
Μερικές φορές γελάει μ' αὐτά τά κατορθώματά του ἀντί νά συνετιστεῖ.
Τί σημαίνει αὐτό; Σημαίνει ὅτι εἶναι πάρα πολύ κακό πράγμα ἡ τύφλωση.
Πῶς ὅμως θά ἀποκτήσομε τό φῶς;
Πότε ξημερώνει;
Σέ ἕνα χωριό, στήν αὐλή τῆς Ἐκκλησίας, ἦταν μιά ὄμορφη βρύση πού ἔβγαζε δροσερό νερό. Οἱ χωρικοί εἶχαν τό συνήθειο: μόλις χτύπαγε ἡ καμπάνα τῆς ἀναστάσεως, ὁρμοῦσαν ὅλοι στή βρύση. Ἔπαιρναν νερό καί ἔπλεναν τά μάτια τους. Μικρά παιδάκια καί μεγάλοι.
-Γιατί πλένετε τά μάτια σας μέ νερό τήν ὥρα τῆς ἀναστάσεως;
-Γιατί θέλομε νά μᾶς τά πλύνει ὁ Θεός τά μάτια, νά μᾶς τά ἀνοίξει, νά βλέπομε σωστά τήν ἀνάσταση καί τό νόημά της. Νά βλέπομε σωστά τή ζωή.
Ὑπάρχουν τρόποι πού ἀνοίγουν τά μάτια;
Πολλοί, πάρα πολλοί τρόποι.
Πότε μποροῦμε νά ἐλπίζομε ὅτι τά ἔχομε ἀνοιχτά;
Ρωτοῦσε ἕνας ἄνθρωπος ἕνα σοφό παπᾶ:
-Πότε τά ἔχομε τά μάτια μας ἀνοιχτά; Μήπως ὅταν ξεχωρίζομε τά βόδια ἀπό τούς ἀνθρώπους.
-Ὄχι παιδί μου, εἶναι πολύ φτηνό αὐτό.
-Μήπως ὅταν ξεχωρίζομε τά δένδρα ἀπό τούς ἀνθρώπους στό δρόμο;
-Ὄχι παιδί μου, ὄχι.
-Πότε λοιπόν; Πότε;
-Ὅταν μποροῦμε νά βλέπομε τούς ἀνθρώπους σάν ἀδελφούς μας. Ὅταν ὅποιον ἄνθρωπο βλέπομε μπροστά μας, τόν βλέπομε σάν ἀδελφό μας. Τότε ἔχομε φῶς Θεοῦ μέσα μας.
Τό φῶς τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ὑπακοή στό λόγο του. Καί ἡ ἀγάπη. Ἅμα τόν ἄλλο πού βλέπεις μπροστά σου, τόν βλέπεις διάβολο, ἤ θύμα, ὄργανο νά σέ ἐξυπηρετήσει, νά τόν ἐκμεταλλευτεῖς, τότε στήν καρδιά σου ἔχεις σκοτάδι.
Πῶς λοιπόν ἀνοίγουν τά μάτια;
Πῶς λοιπόν ἀνοίγουν τά μάτια;
Πρῶτα ἀπ' ὅλα, χρειάζεται νά παρακαλέσομε καί ἐμεῖς τόν Κύριο, ὅπως ὁ τυφλός.
-Τί θέλεις; τόν ρώτησε ὁ Χριστός.
-Νά ἀναβλέψω. Κύριε, βόηθα με νά ἀνοίξω τά μάτια τῆς ψυχῆς μου, νά καταλάβω τό θέλημά σου.
Σέ μία εὐχή τῆς Λειτουργίας λέμε, ποιά εἶναι τά μεγαλύτερα πράγματα στόν κόσμο ὅλο. Καί λέει ἡ εὐχή:
«Ἐν τῷ παρόντι αἰῶνι, ἡ ἐπίγνωσις τῆς ἀληθείας τοῦ Θεοῦ καί ἐν τῷ μέλλοντι ἡ αἰώνια ζωή».
Τί τήν θέλεις τή ζωή ἅμα δέν πᾶς στήν αἰώνια ζωή; Καί πᾶς στήν αἰώνια κόλαση; Ὑπάρχει μεγαλύτερο φιάσκο; Μεγαλύτερο ξέπεσμα; Μεγαλύτερη ζημία; Μεγαλύτερη καταστροφή; Τί νά τό κάνεις καί ἄν μπόρεσες σ' αὐτό τό διάστημα εἴτε σάν νέος εἴτε σάν μεγαλύτερος ἄνθρωπος νά γλεντήσεις γερά μερικές ἡμέρες; Δέν χόρτασες γι' αὐτή τή ζωή, θά ἔχεις χορτάσει γιά τήν μέλλουσα; Γιά τήν αἰώνια; Τό γλέντι σου, τό ξέχασες τήν ἄλλη κι' ὅλας ἡμέρα. Ἔπαυσε νά σοῦ δίνει χαρά καί ἐνθουσιασμό. Καί νομίζεις ὅτι σοῦ δίνει κάτι γιά τήν αἰώνια ζωή;
Πόσο ἀπατιώμαστε, ξεγελιώμαστε καί θαυμάζομε πράγματα πού ἅμα κανείς θελήσει νά τά ἀξιολογήσει, εἶναι ἕνα στρογγυλό μηδενικό. Κυνηγᾶμε τό μηδενικό καί ξεχνᾶμε τόν πλοῦτο πού εἶναι ὁ ἔσω ἄνθρωπος. Ἡ ὑπακοή στό Θεό. Ἡ καλλιέργεια τῆς ἀγάπης, ἡ πίστη καί ὅλες οἱ ἄλλες ἀρετές πού τίς καλλιεργοῦμε μέ τήν χριστιανική, τήν εὐσεβή ζωή.
Γι' αὐτό ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, τόν πλοῦτο καί τίς διασκεδάσεις ξέρετε πῶς τίς λέει; Ἀπάτη. Ἡ ἀπάτη τοῦ πλούτου καί ἡ ἀπάτη τῶν ἡδονῶν. Καί ξέρετε ποιός τά πρωτοεῖπε αὐτά τά δύο λόγια; Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μέσα στήν Ἁγία Γραφή. Ἄς φαντασθοῦμε λοιπόν ἀπό αὐτό, πόσο κακό εἶναι.
Νά εἶναι κανείς τυφλός σωματικά τό καταλαβαίνομε.
Νά προσπαθοῦμε ὅμως, νά καταλάβομε πόσο κακό εἶναι ἡ ἔλλειψη τοῦ θείου φωτός στήν ψυχή μας.
Ἄς παρακαλέσομε τόν Κύριο νά μᾶς φωτίζει, νά μᾶς δυναμώνει, νά ἀνοίγομε τά μάτια μας γιά νά βλέπομε τό φῶς του. Γιατί διαφορετικά τόν ἑαυτό μας ζημιώνουμε. Νά μήν ἐπιτρέψει ὁ Κύριος νά μείνει κανείς στό σκοτάδι ἀλλά ὅλοι νά γυρίσομε στό φῶς.
Νά μᾶς ἀξιώσει, βλέποντας τό φῶς του νά κάνομε πολλά καλά ἔργα, νά βροῦμε τό ἔλεος καί τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν βοήθειά του, τήν ἀνάσταση καί τήν αἰώνια ζωή. Ἀμήν.-