Ο ΠΛΟΥΣΙΟΣ ΝΕΑΝΙΣΚΟΣ (Ματθ. 19, 16-25)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας, στίς 18/8/1991)
1. Δύσκολο γιά τούς ἀνθρώπους, εὔκολο γιά τόν Θεό
Στό Εὐαγγέλιο πού ἀκούσαμε σήμερα, ὁ Κύριος μᾶς εἶπε, ὅτι τό νά σωθεῖ ἕνας ἄνθρωπος «μέ τό σπαθί του» εἶναι ἀδύνατον. Κατά ἄνθρωπον εἶναι ἀδύνατον. Καί μόνο στό Θεό εἶναι δυνατόν. Τά λόγια αὐτά, φαίνονται ἀπογοητευτικά. Ἐρωτᾶμε λοιπόν: «Πῶς κατέληξε σ’ αὐτό τό συμπέρασμα ὁ Χριστός; Τί θέλει νά μᾶς πεῖ;»
Τόν ρώτησε ἕνας νεαρός:
-Τί νά κάνω γιά νά σωθῶ;
-Νά τηρήσεις τίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀπάντησε.
-Ποιές ἐντολές;
-Τό οὐ φονεύσεις, οὐ μοιχεύσεις, οὐ κλέψεις, οὐ ψευδομαρτυρήσεις. Καί νά ἀγαπᾶς τόν πλησίον σου σάν τόν ἑαυτό σου.
-Ὅλα αὐτά τά τηρῶ ἀκριβῶς καί μέ συνέπεια ἀπό τήν νεανική μου ἡλικία. Ἀπ’ ὅταν ἤμουν δηλαδή παιδί. Μοῦ λείπει κάτι ἀκόμα; Χρειάζεται νά κάνω ἀκόμα κάτι;
Τοῦ ἀπάντησε ὁ Χριστός:
-Ἄν θέλεις νά γίνεις τέλειος, ἄφησέ τα ὅλα αὐτά πού ἔχεις. Πούλησέ τα, μοίρασέ τα σέ φτωχούς καί ἔλα νά μέ ἀκολουθήσεις.
Καί τότε ὁ νεαρός, «ἀπῆλθε λυπούμενος». Γιατί εἶχε πάρα πολλά. Ἡ καρδιά του εἶχε κολλήσει σ’ αὐτά καί ἀπεδείχθη ὅτι ἀγαποῦσε πιό πολύ τήν περιουσία του ἀπό ὅτι τόν Θεό καί τήν ψυχή του.
-Δύσκολο νά μπεῖ πλούσιος στόν Παράδεισο, εἶπε ὁ Χριστός.
Ἔμειναν κατάπληκτοι οἱ μαθητές. Ἄν ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος πού τήρησε ὅλες τίς ἐντολές δέν σώζεται, ποιός θά σωθεῖ;
Γιατί μίλησε ἔτσι ὁ Χριστός; Διότι ὅτι ἔχει κανείς τό ἀγαπάει. Κολλάει ἡ ψυχή του σέ ὅτι ἔχει καί σέ ὅ,τι θαυμάζει ἀπό τόν ἑαυτό του καί ἀπό τό περιβάλλον του. Εἶναι πιό εὔκολο, λέει ὁ Χριστός, νά περάσει ἡ γκαμήλα ἀπό τήν τρύπα τῆς βελόνας, παρά ἕνας πλούσιος, ἕνας ἄνθρωπος πού χορταίνει ἀπό τά ἐπίγεια, νά μπεῖ στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
-Καί ποιός τότε θά σωθεῖ; ρωτᾶνε οἱ ἀπόστολοι.
Ἀπαντάει ὁ Χριστός:
-Παρά ἀνθρώποις τοῦτο εἶναι ἀδύνατο. Μόνος του ὁ ἄνθρωπος δέν σώνεται. Παρά δέ Θεῷ, τά πάντα δυνατά ἐστι.
2. Ἡ πιό στραβή ἰδέα τοῦ κόσμου
Ἐρώτημα. Τί μᾶς λέει ὁ Χριστός; Λόγια ἀπογοητευτικά ἤ λόγια παρήγορα;
Ἡ ἀπάντηση εἶναι: Ὅποιος ἀκούει ἀνόητα καί ἐπιπόλαια, νομίζει πώς ὁ Χριστός λέει λόγια ἀπογοητευτικά. Ἀφοῦ μόνο στό Θεό εἶναι δυνατόν νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος καί ἀπό μόνος του δέν μπορεῖ νά σωθεῖ, ἄρα νά ἀπογοητευθοῦμε.
Ὄχι ἀδελφοί μου. Λάθος αὐτό τό συμπέρασμα. Ἀφοῦ εἶναι δυνατόν στό Θεό νά σωθοῦμε, ἄρα νά ἔχουμε ἐλπίδα καί ἐνθουσιασμό. Γιατί; Γιατί εἴμαστε ἄνθρωποι ταπεινοί, ἀδύνατοι, ἁμαρτωλοί. Καί ὁ καθένας, ἀνάλογα μέ τήν εὐσέβεια πού ἔχουμε, τήν γνώση πού ἔχουμε καί τά πάθη πού ἔχουμε, μικρά καί μεγάλα, κολλάει ὁ νοῦς μας πότε στό ἕνα πότε στό ἄλλο, πότε σέ ὅλα μαζί καί τελικά διαπιστώνουμε, πώς γιά τήν ψυχή μας, ἔχουμε δυσκολία νά κάνουμε κάποια μεγάλη θυσία γιά νά σωθοῦμε. Μᾶς εἶναι δύσκολο νά τά κλωτσήσουμε καί νά τά καταπατήσουμε ὅλα ὥστε νά μπορέσουμε νά σωθοῦμε «μέ τήν ἀξία μας».
Ὅμως, αὐτό ἀκριβῶς εἶναι πού λέγει ὁ Χριστός. «Παρά ἀνθρώποις τοῦτο ἀδύνατόν ἐστι». Νά καταφέρει δηλαδή ἕνας ἄνθρωπος, ἀπ' ὅταν γεννηθεῖ μέχρι πού θά πεθάνει, σέ μεγάλη ἡλικία, νά μήν κολλήσει ὁ νοῦς του πουθενά. Νά καταφέρει νά τά καταφρονήσει ὅλα, ὅλες τίς ἡμέρες καί ὅλες τίς στιγμές, καί νά εἶναι σέ ὅλα πάντοτε τέλειος.
Ἀλλά ἡ σωτηρία μας δέν εἶναι ἀδύνατο πράγμα, γιατί ὁ Θεός εἶναι παντοδύναμος καί πανάγαθος.
Ποῦ λοιπόν εἶναι ἡ ἐλπίδα μας; Μᾶς τό ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία μας σέ κάθε ἱερή ἀκολουθία. Ὅταν τελειώνει ἡ προσευχή μας, λέει ὁ παπάς: «Δόξα σοι Χριστέ, ὁ Θεός, ἡ ἐλπίς ἡμῶν δόξα σοι» «Δόξα σοι Χριστέ, ἡ ἐλπίδα μας» Σύ εἶσαι ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μας. Δόξα σοι. Καί ἔτσι μαθαίνουμε νά ἔχουμε τήν ἐλπίδα μας στό Χριστό.
Ἄς θυμηθοῦμε τήν διήγηση τοῦ Εὐαγγελίου γιά τή θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ. Μιά μέρα τόν συνάντησε ὁ Χριστός. Τοῦ ἔβαλε λάσπη στά μάτια καί τόν ἔστειλε νά πλυθεῖ στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Καί ἔγινε καλά. Τότε ἔπεσαν πάνω του οἱ φαρισαῖοι σάν τά κοράκια.
-Ποιός σέ ἔκανε καλά;
-Κάποιος ἄνθρωπος πού τόν ἔλεγαν Ἰησοῦ.
-Ἡμέρα Σάββατο σήμερα, τοῦ λένε. Αὐτός πού σ’ ἔκανε καλά, εἶναι ἁμαρτωλός. Καί ἐκεῖνος καί σύ πού δέχτηκες τή θεραπεία.
-Ἐγώ δέν ξέρω ἄν εἶναι ἁμαρτωλός. Ἐγώ ξέρω ὅτι μ’ ἔκανε καλά, τούς ἀπάντησε.
Τέλος πάντων, τόν κατηγοροῦν, τόν κακολογοῦν, ἀλλά ἐκεῖνος δέν ἀρνεῖται τόν Χριστό, Ἐκεῖνον πού τόν εὐεργέτησε.
Τόν βρίσκει μετά ὁ Χριστός καί τοῦ λέει:
-Σύ πιστεύεις στόν Υἱόν Θεοῦ;
Ρωτάει ὁ τυφλός:
-Καί ποιός εἶναι Κύριε, γιά νά τό δείξω ὅτι πιστεύω;
Τοῦ ἀπαντάει ὁ Χριστός:
-Αὐτός πού μιλάει μαζί σου.
Καί τότε ὁ πρώην τυφλός, προσκύνησε τόν Χριστό καί τοῦ εἶπε:
-Πιστεύω Κύριε. Πιστεύω. Καί τόν προσκύνησε.
Τί σημαίνει αὐτό;
Γιά νά σωθοῦμε, χρειάζεται πρῶτα νά πιστεύσουμε στό Χριστό. Καί μετά νά τό δείξουμε ὅτι πιστεύουμε στό Χριστό, μέ ἔργα. Ποιά ἔργα; Τά ἔργα τῆς πίστεως. Ποιά εἶναι τά ἔργα τῆς πίστεως; Τό ὅτι τόν δοξάζουμε σάν Θεό καί σωτήρα μας καί ὅτι τόν προσκυνοῦμε.
Λέγει ἡ Ἁγία Γραφή: «Οὕτως ἠγάπησεν ὁ Θεός τόν κόσμον», τόσο ἀγάπησε ὁ Θεός τόν κόσμο, «ὥστε τόν Υἱόν αὐτοῦ τόν μονογενή ἔδωκε ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς αὐτόν ἔχει ζωήν αἰώνιον». Ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτόν, νά ἔχει ζωή αἰώνιο. Νά μήν κινδυνεύει νά τήν χάσει. Τό πρῶτο λοιπόν ἀδελφοί μου γιά τό ὁποῖο πρέπει νά διερωτώμεθα, εἶναι: «Ἐγώ πιστεύω στόν Υἱό τοῦ Θεοῦ;»
Ἅμα καρδιά καί νοῦς δυσκολεύονται νά ἀπαντήσουν ὅτι «πιστεύω στόν Χριστό σά σωτήρα μου καί Θεό μου», τότε ὅτι καί νά κάνεις, ὅσα καλά ἔργα καί νά κάνεις, κοντά στή σωτηρία δέν εἶσαι. Γιατί ἡ σωτηρία «παρά ἀνθρώποις» εἶναι ἀδύνατη. Γιατί; Διότι σωτηρία σημαίνει νά πᾶς κοντά στό Θεό, στόν Παράδεισο, στήν ἰδιοκτησία τοῦ Θεοῦ, στήν χαρά καί στίς δωρεές τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά γιά νά σοῦ τά δώσει αὐτά ὁ Θεός, πρέπει νά ἔχεις καλή προσωπική σχέση μαζί του. Ὄχι νά ἔχεις δικές σου ἰδέες καί νά κάνεις αὐτό πού ἀρέσει σέ σένα εἴτε καλό, εἴτε κακό. Νά εἶσαι δηλαδή «πλούσιος» στό μυαλό σου καί νά νομίζεις ὅτι τά ξέρεις ὅλα, ὅτι τά καταλαβαίνεις ὅλα καλά καί ὅτι τά ἀντιμετωπίζεις μόνος σου ὅλα καλά.
Αὐτή ἡ ἰδέα εἶναι ἡ πιό στραβή ἰδέα τοῦ κόσμου καί ἡ πιό μεγάλη ἁμαρτία. Αὐτή εἶναι ἡ ἁμαρτία τοῦ διαβόλου. Πιστεύει δηλαδή, ὅτι εἶναι χορτᾶτος, πλούσιος μέ τήν ἰδέα πώς δέν χρειάζεται νά λαβαίνει ὑπ’ ὄψη του τόν Θεό καί νά ὑπακούει στό τό θέλημά του.
3. Ὅταν ὑπάρχει πίστη ὅλα εἶναι δυνατά
Ἄς ξαναγυρίσομε στό Εὐαγγέλιο. Εἶπε ὁ νεαρός στό Χριστό:
-Διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ἀγαθό πρέπει νά κάνω γιά νά πάω στόν Παράδεισο;
Καί ὁ Χριστός τοῦ ἀπάντησε:
-Εἶναι λάθος νά λές: «τί ἀγαθό, τί καλό νά κάνω γιά νά πάω στόν Παράδεισο;» Γιατί «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός». Χωρίς τόν Θεό, ἔξω ἀπό τόν Θεό, ἀποσυνδεδεμένο ἀπό τόν Θεό, δέν ὑπάρχει ἀγαθό. Ἕνας εἶναι ὁ ἀγαθός, ὁ Θεός. Ἅμα ἑνωθεῖς μέ τόν Θεό ὅλα γίνονται καλά. Ἅμα χωριστεῖς ἀπό τόν Θεό τίποτε δέν ὑπάρχει καλό. Οὔτε ἐσωτερικό, οὔτε ἐξωτερικό.
-Καλά, θά πεῖ κανείς. Καί τό καλό μου φαΐ, τό καλό μου σπίτι, τό καλό μου αὐτοκίνητο, τά καλά μου χρηματάκια; Ὅλα αὐτά δέν εἶναι καλά; Καί οἱ καλές μου πραξοῦλες, ὅσες ἔχω κάνει, δέν εἶναι καλές;
Τί καλό νά εἶναι ἀδελφέ, ἅμα δέν σέ ὠφελήσουν γιά τήν αἰώνια ζωή; Ὅταν ἔχουν ἡμερομηνία λήξεως καί μετά χάνουν τήν ἀξία τους; Γι' αὐτό, τό μόνο οὐσιαστικά καλό στόν κόσμο αὐτό εἶναι ὁ ἄνθρωπος νά φροντίσει νά ἑνωθεῖ μέ τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί κάθε καλό ἔργο νά τό κάνει γιά τήν δόξα Του.
Πῶς ἑνωνόμαστε; Ὅταν κάνουμε στόν ἑαυτό μας πολλές φορές τήν ἡμέρα τό ἐρώτημα: «Σύ πιστεύεις εἰς τόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ;»
-Πιστεύεις Γιάννη, Δημήτρη, Μαρία, στόν Υἱόν τοῦ Θεοῦ; Τόν προσκυνεῖς; Τί σημαίνει «τόν προσκυνῶ;»
Νά, αὐτή τήν στιγμή ἤλθαμε ὅλοι στήν Ἐκκλησία νά προσκυνήσουμε τόν Χριστό. Τί εἶναι αὐτό; Ἕνα τολμηρό βῆμα, γιά τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἀλλά τό μεγαλύτερο τρέξιμο πρός τή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ Θεία Κοινωνία. «Ὁ τρώγων μου τήν σάρκα καί πίνων μου τό αἷμα ἔχει ζωήν αἰώνιον» Γιατί ὁ Χριστός, ὁ μόνος ἀγαθός, ἔδωσε τόν ἑαυτό του σέ μᾶς νά τόν παίρνουμε μέσα μας, ὄχι μόνο μέ τήν πίστη, ἀλλά καί σωματικά καί νά γινόμαστε καί ἐμεῖς ἀγαθοί. Γιατί «τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας».
Ἄς τελειώσουμε μέ κάτι σημαντικό, πού καμιά φορά τό ξεχνᾶμε. Εἴμαστε Ἐκκλησία γιά νά εὐεργετοῦμε ὁ ἕνας τόν ἄλλο.
Τί νά τήν κάνει ὁ ἄλλος τήν ἀγάπη σου, νά τοῦ δανείσεις μιά βελόνα καί νά τήν πάρεις πίσω; Ὅταν στό τεράστιο πρόβλημά του, τῆς σωτηρίας του, ἐσύ στάθηκες ἀδιάφορος, καρδιά παγωμένη;
-Μά ἐγώ θά τόν βοηθήσω γιά τήν αἰώνια ζωή, ὁ ἁπλός ἄνθρωπος;
Ναί, ἐσύ. Τό κήρυγμα τῆς αἰώνιας ζωῆς δέν θέλει σοφία. Πόνο θέλει καί ἐνδιαφέρον. Τίποτε ἄλλο. Καί αὐτή τήν διακονία πρέπει ὅλοι νά τήν ἀναλαμβάνουμε, γιατί εἶναι ἡ μεγαλύτερη δοξολογία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκεῖνο πού εἶναι ἀδύνατο σ’ ἐμᾶς, τό κάνει εὔκολο. Καί σώζει ὅποτε θέλει τόν ληστή καί τήν πόρνη. Εἶπε ὁ ληστής: «Μνήσθητί μου Κύριε», καί σώθηκε.
Μετενόησε ὁ ἄνθρωπος δυό λεπτά πρίν ξεψυχήσει; Ἑνώθηκε μέ τόν Χριστό; Τόν δέχθηκε σωτήρα καί λυτρωτή του; Ζήτησε νά λάβει τήν Θεία Κοινωνία;
Ἔ, τότε σώθηκε ἀμέσως διά τῆς χάριτος τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς δοξάσουμε τόν Κύριο γιά τήν ἀπέραντη φιλανθρωπία του. Καί ἄς ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας γιά νά κερδίσουμε τήν αἰώνια ζωή πού μᾶς προσφέρει. Ἀμήν.-