ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΟΥ ΛΟΥΚΑ (Λουκ. 10, 16-21)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στή Λαμία, στίς 18/10/2000)
1. Τό μόνιμο κέρδος
Λίγα χρόνια πρίν, ὄνειρο μικρῶν καί μεγάλων ἦταν νά ἀποκτήσουν ἕνα ὑπερσύγχρονο αὐτοκίνητο. Μοντελάκι τελευταίου τύπου ὅπως λέμε. Γιά νά μποροῦν νά τό χαίρονται καί νά τούς διασκεδάζει.
Ἐπειδή ὅμως τά μοντελάκια, θέλουν καύσιμα καί παθαίνουν βλάβες, χρειάζονται ἐκείνους πού τά ἐπισκευάζουν. Γι' αὐτό εἶναι γεμάτος ὁ κόσμος ἀπό γκαράζια καί βενζινάδικα. Καί ὅλοι αὐτοί ἔβγαζαν «καλά λεφτά».
Ὅμως ὑπάρχει ἕνα ἄλλου εἴδους «μηχάνημα», πολύ παλιό, πού εἶναι γιά τόν καθένα μας τό πολυτιμότερο μοντελάκι. Εἶναι τό σῶμα μας, ὁ ἑαυτός μας. Καί τό καταλαβαίνουμε ὅτι εἶναι μοντελάκι, ὅταν βλέπουμε ἕνα νεαρό παιδί στά νειάτα του, στή λεβεντιά του, στήν ὀμορφιά του καί θά προσθέταμε: «καί στίς τρέλλες του».
Ἀλλά καί αὐτό τό μοντελάκι παρότι εἶναι φτειαγμένο ἀπό τόν καλύτερο μηχανικό, χαλάει. Ὑφίσταται ζημιές, καί γι' αὐτό πολλοί ἄνθρωποι σπεύδουν νά ἀποκτήσουν εἰδικότητα στή συντήρηση καί στήν «ἐπιδιόρθωση» αὐτοῦ τοῦ «μοντέλου» ὅταν τύχει νά πάθει ζημιές. Εἶναι οἱ γιατροί. Γιατρός εἶχε γίνει ὁ ἅγιος καί πανεύφημος ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Λουκᾶς, ἐπειδή ὑπολόγιζε ὅτι ἡ τσέπη τῶν γιατρῶν ὅλο καί πλαταίνει. Γιατί ὅσα καί νἄχει ἕνας ἄνθρωπος, λίγα ἤ πολλά πάντα κυνηγάει καί προσέχει τήν ὑγεία του, δίνοντας στούς γιατρούς ὅ,τι καί ἄν χρειαστεῖ. Ὅ,τι καί ἄν τοῦ ζητήσουν.
Αὐτά ἦταν τά ἰδανικά τοῦ ἀποστόλου καί εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ, ἐκεῖ εἶχε στραμμένο τό νοῦ του, ὅπως τόσοι ἄνθρωποι. Γιατί τό ὅραμα τῆς πλατειᾶς τσέπης εἶναι πολύ γοητευτικό. Γιά νά μπορεῖς νά ἔχεις σπίτι πολυτελείας, ὅπως τό ποθεῖς καί μοντελάκι ἀκριβό καί ὄμορφο, ὅπως τό λαχταρᾶς.. Τό πρῶτο πού κυνηγάει ὁ ἄνθρωπος μέ κάθε τρόπο εἶναι τά χρήματα.
Ἀλλά ἐνῶ ἔτσι ἦταν καί ἐκεῖ ἦταν κολλημένη ἡ καρδιά, οἱ ὁραματισμοί, οἱ πόθοι καί οἱ στόχοι, τοῦ πανεύφημου ἀποστόλου Λουκᾶ, τοῦ ἁπλοῦ Λουκᾶ τότε, κάποια στιγμή γνώρισε τόν Χριστό. Καί κοντά στό Χριστό κατάλαβε ὅτι ἦταν φτωχός. Καί στήν τσέπη, γιατί τότε ἄρχιζε τήν καρριέρα του, ἀλλά καί μέσα, στή καρδιά του, δέν εἶχε τίποτε. Ἀπό ἐσωτερικό περιεχόμενο ἦταν φτωχός. Γι' αὐτό ζήτησε «κάτι» νά ἀποκτήσει. Καί πῆγε κοντά του.
Κατετάγη στούς ἑβδομήκοντα ἀποστόλους καί διαπίστωσε χωρίς νά τό περιμένει, ὅτι πηδοῦσε ἀπό ἔκπληξη σέ ἔκπληξη. Μιά φορά τούς εἶπε ὁ Χριστός: «Πηγαίνετε νά κηρύξετε στά χωριά καί στίς πόλεις». Πῆγαν. Καί ὅταν γύρισαν τοῦ εἶπαν: «Κύριε, καί τά δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου».
Αἰσθανόμαστε τόν ἑαυτό μας γερό καί δυνατό, ὅταν κάποιος ἄνθρωπος μᾶς κάνει ὑπόκλιση, ἔστω καί ἀπό συμφέρον. Ἔστω καί ὑποκριτικά. Αἰσθανόμαστε ὅτι μεγαλώνουμε, ὅταν μᾶς καλοχαιρετᾶνε πολλοί. Καί τότε «τά μυαλά» φεύγουν γρήγορα καί εὔκολα ἀπό… τό μυαλό.
Ὅλοι ξέρουμε ὅτι δέν ὑπάρχει δυσκολότερο πράγμα ἀπό τό νά νικήσει ἕνας ἄνθρωπος, τί; Τόν θάνατο. Καί μάλιστα ὅταν τόν βλέπει νά προχωράει. Ἀλλά καμιά φορά τόν νικάει ἕνας καλός γιατρός. Γι' αὐτό λέμε τόν γιατρό «σωτήρα μας». Ἀλλά ὑπάρχει καί κάτι ἄλλο, πού δέν τό νικάει ὁ γιατρός. Ἀλλά ὅταν τό βλέπει τρέμει. Ποιό εἶναι αὐτό; Ὁ διάβολος. Ὁ διάβολος καί τά ἔργα του. Ἐκεῖνοι πού δέν τόν φοβοῦνται καί δέν τόν ὑποψιάζονται, εἶναι πιό ταλαίπωροι. Γιατί ὅποιος δέν ξέρει νά προφυλαχθεῖ ἀπό τόν ἐχθρό του, «οὐαί καί ἀλλοίμονό του» τί μπορεῖ νά πάθει καί ποῦ νά καταντήσει.
Νά λοιπόν ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς γυρίζοντας στήν περιοδεία στήν ὁποία τόν εἶχε στείλει ὁ Χριστός, κάθε ἡμέρα συνειδητοποιεῖ ὅτι τά δαιμόνια ὑποτάσσονται «ἐν τῷ ὀνόματι» τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τά δαιμόνια ἔτρεμαν καί τρέμουν πάντοτε ὅταν ἀκοῦνε τό ὄνομα τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Γι' αὐτό καί εἶπε μαζί μέ τούς ἄλλους ἀποστόλους ὅταν γύρισε: «Κύριε, καί τά δαιμόνια ὑποτάσσεται ἡμῖν ἐν τῷ ὀνόματί σου».
Ἀλλά τί παράξενο ἀδελφοί μου. Ἐνῶ εἶχε αἰσθανθεῖ ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς ὅτι ψήλωσε, λίγο πιό πολύ ἀπ' ὅτι φανταζόταν καί περίμενε μέ τό νά δεῖ νά ὑποτάσσονται τά δαιμόνια σ’ αὐτόν «ἐν τῷ ὀνόματι» τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἄκουσε ἀπό τόν Χριστό λόγια πού θά λέγαμε ὅτι ἦταν ψυχρολουσία. Παγωμένο νερό στήν πλάτη.
«Μή χαίρετε ἐν τούτῳ, ὅτι τά δαιμόνια ὑποτάσσεται ὑμῖν. Χαίρετε δέ μᾶλλον ὅτι τά ὀνόματα ὑμῶν ἐγράφη ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Τί νά τό κάνεις νά ὑποτάσσεις τά δαιμόνια καί νά τά πατᾶς. Νά τά πατᾶς κάτω, ὅταν τό ὄνομά σου δέν εἶναι γραμμένο στήν αἰώνια ζωή; Στό βιβλίο τοῦ Θεοῦ; Ὅταν δέν πρόκειται νά κληρονομήσεις τήν αἰώνια ζωή;
Ἀναφέρεται στό βίο ἑνός ρώσσου ἁγίου, ὅτι σέ μία συζήτηση κάτι τοῦ πρότειναν, γιά κάποιο ἐπίγειο κέρδος τοῦ μιλοῦσαν. Ἀλλά τούς ἀπάντησε: «Κοιτάξτε νά σᾶς πῶ. Κάθε πράγμα πού δέν συνοδεύει τόν ἄνθρωπο στήν αἰώνια ζωή, δέν ἀξίζει τόν κόπο, οὔτε σ’ αὐτή νά τό ἀναζητεῖ. Οὔτε νά ψάχνει νά τό βρεῖ. Γιατί δέν θά τό ἔχει».
2. Ὁ κατασκευαστής βρῆκε τό πρόβλημα
Τί ἔγινε μέ τόν ἀπόστολο Λουκᾶ;
Θά τό περιγράψουμε μέ τό πάθημα ἑνός ἀνθρώπου πού εἶχε νομίσει ὅτι πῆρε τό καλύτερο μοντελάκι τῆς ἐποχῆς. Ἀπό τήν χαρά του ἔτρεχε μέσα στούς ἐθνικούς δρόμους σάν τρελλός. Σέ κάποιο σημεῖο ὅμως ἔπαθε βλάβη. Τόν σύρανε σέ ἕνα γκαράζ καί ἔψαχναν διάφοροι μηχανικοί, κοίταζαν, κοίταζαν, δέν εὕρισκαν τίποτε. Δέν μποροῦσαν νά καταλάβουν τί φταίει. Ξαφνικά ἦρθε καί ἕνα ἄλλος ἄνθρωπος, μέ τό αὐτοκίνητό του, κάπως ἀνάλογο μοντέλο, σταμάτησε, κατέβηκε κάτω, ἔριξε μιά ματιά καί ἀμέσως τό βρῆκε. «Νάτο. Τοῦτο εἶναι». Καί τό διόρθωσε. Σέ δυό λεπτά.
Οἱ μηχανικοί, γούρλωσαν μάτια καί ἄνοιξαν αὐτιά γιά νά ἀκούσουν. Τί ἦταν ἐκεῖνο πού οἱ ἴδιοι δέν μποροῦσαν νά τό φαντασθοῦν; Καί γιατί αὐτός τό συνέλαβε τόσο εὔκολα.
-Ποιός εἶσαι σύ; τοῦ λένε.
-Ἁπλό πράγμα. Ἐγώ τό ἔφτειαξα τό μοντελάκι αὐτό. Εἶμαι ὁ Ford.
Εἶναι ἀληθινή ἱστορία. Ξέρετε τά αὐτοκίνητα Ford.
Ὁ Ford πού ἔφτειαξε τό μοντελάκι του, ἤξερε τά ἀσθενή του σημεῖα καί τἄβρισκε ἀμέσως. Στό λεπτό. Γρήγορα. Καί τά ἀποκαθιστοῦσε. Ὁ δημιουργός Θεός μας, ξέρει τά ἀληθινά ἐλαττώματα καί τίς πραγματικές βλάβες, τίς δικές μας καί μᾶς δίνει τό φάρμακο, τήν διόρθωση, τήν θεραπεία. Γιά νά διατηρεῖται τό… μοντελάκι ὅπως τό ποθοῦμε. Καί γιά νά γίνεται ὅλο καί καινουργότερο. Γιατί ἡ Ἁγία Γραφή μᾶς λέγει, ὅτι αὐτό πού τώρα τό αἰσθανόμαστε σάν ἕνα «πήλινο σκεῦος», θά ἀνακαινιστεῖ. Ἄς τό βλέπουμε νά φθείρεται συνεχῶς καί ἰδίως ὅταν εἴμαστε στά γεράματα. Μέ ἄσπρα μαλλιά, μᾶλλον χωρίς μαλλιά ἤ καί χωρίς μυαλά, γιατί καί τά μυαλά φεύγουν στά γεράματα. Τότε εἶναι πού αἰσθανόμαστε τήν φθορά περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλο.
Ἀλλά λέει ὁ Θεός ὅτι τό μοντελάκι πού ἔφτειαξε θά ἀνακαινιστεῖ καί θά γίνει καλύτερο καί πολυτιμότερο μέ τή σοφία του καί μέ τή δύναμή του.
Ὅταν αὐτά τά κατάλαβε ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς, ἄνοιξαν τά μάτια του, τά μάτια τῆς ψυχῆς του καί ἄνοιξαν οἱ ὁρίζοντές του, ἡ γνώση του, ἡ κατανόησή του. Κατάλαβε τό μυστικό τῆς ζωῆς. Κατάλαβε κάτι ἀκόμη πολύ περισσότερο. Ὅτι ὅση γνώση καί ἄν ἔχεις, ὅση εὐστροφία καί ἄν ἔχεις, ὅση σοφία καί ἄν ἔχεις, ὅση ἐξυπνάδα καί ἄν ἔχεις, ἄν δέν δημιουργήσεις σωστό κριτήριο γιά τόν ἑαυτό σου, μέ τό ὁποῖο νά κρίνεις ἐκεῖνα πού κάνεις, ἐκεῖνα πού ἔχεις, ἐκεῖνα πού ἐπιθυμεῖς καί ἐκεῖνο πού εἶσαι, τελικά θά μείνεις ἕνα σαράβαλο. Τό ὁποῖο προορίζεται γιά κάποια ἀποθήκη παλιοῦ ὑλικοῦ, γιά πέταμα.
Ἀπό τότε ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς ξεχύθηκε στόν κόσμο καί φώναζε στούς ἀνθρώπους: «Μάθετε, ποιά εἶναι ἡ ἀληθινή σοφία. Ἀποκτεῖστε τό κριτήριο πού λέγεται: Ἰησοῦς Χριστός, ἀνάσταση καί αἰώνια ζωή».
3. Τό φανάρι τοῦ Διογένη καί τό δικό μας
Θά τελειώσουμε μέ μιά μικρή ἱστορία μέ τόν Διογένη. Ὄχι ὅπως συνέβηκε τότε, τήν παλιά ἐποχή, ἀλλά ὅπως μᾶς τήν παραουσιάζει ἕνας σύγχρονος συγγραφέας νά συμβαίνει στήν ἐποχή μας.
Ὁ Διογένης πού παλιά γύριζε στήν Κόρινθο, πῆρε τό φανάρι του καί γύριζε ἀπό πόλη σέ πόλη καί ἀπό κράτος σέ κράτος, γιά νά βρεῖ ἄνθρωπο πού νά διατηρεῖ τό σωστό ἦθος.
Πῆγε πρῶτα στή Βοστώνη. Εἶδε τό μεγάλο ἄγαλμα τῆς Ἐλευθερίας. Καί ρώτησε λοιπόν τούς Ἀμερικάνους: «Ὥστε τό μεγαλύτερό σας ἰδανικό εἶναι ἡ ἐλευθερία, ἡ δική σας καί τοῦ κόσμου;» Ἀλλά μιλώντας μαζί τους, ἔμαθε ὅτι τό μεγαλύτερο ἰδανικό εἶναι τά δολλάρια. Πόσο ἀξίζει ὁ ἄνθρωπος κατά τήν Ἀμερικάνικη φιλοσοφία; Ὅσα δολλάρια ἔχει. Αὐτός ἀξίζει τόσα, αὐτός τόσα, αὐτός τόσα. Μέ δολλάρια μετριέται ὁ ἄνθρωπος.
Ἀπογοητεύτηκε καί ἔφυγε. Πῆγε στό Παρίσι.
-Ποιά εἶναι τά ἰδανικά σας ἐδῶ;
-Ἐλευθερία, ἰσότης καί ἀδελφωσύνη (Liberte, egalite, fraternite). Ψάχνει νά βρεῖ στήν καθημερινότητά τους ἐλευθερία, ἰσότητα, ἀδελφωσύνη, πουθενά! Ἀπογοητεύτηκε καί πῆγε στό Βερολίνο. Ψάχνοντας στό Βερολίνο νά βρεῖ κάποιον νά τόν ρωτήσει γιά τά ἰδανικά τους, ξαφνικά συνειδητοποίησε ὅτι εἶχε χάσει ὁ ἴδιος τό φανάρι του.
-Τί ψάχνεις Διογένη νά βρεῖς;
-Τό φανάρι μου, τό φανάρι μου.
Φώναζε καί ὠρυόταν νά βρεῖ τό φανάρι του. Εἶχε χάσει τό φανάρι του. Τί σημαίνει «τό φανάρι» του; Τό κριτήριο τό σωστό. Μέ τό φανάρι ζητοῦσε νά βρεῖ τήν ἀλήθεια.
Καί ἐμεῖς πρέπει νά κάνουμε πόθο καί στόχο νά βροῦμε καί νά κρατήσουμε τό φανάρι μας, δηλαδή τό κριτήριο τό σωστό. Ὅπως κράταγε κατά τήν παράδοση τήν ἀρχαία, συνεχῶς τό φανάρι του ὁ Διογένης καί ἔλεγε: «Ἄνθρωπο ζητῶ».
Τί ἄνθρωπο; Μέ σωστά μυαλά. Μέ σωστές τοποθετήσεις. Μέ σωστή κοσμοθεωρία. Μέ σωστή ἀντίληψη γιά τό τί εἶναι ὁ ἄνθρωπος, τί εἶναι οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, τί εἶναι τά ἀγαθά, τί εἶναι ὁ Θεός, τί εἶναι ἡ αἰώνια ζωή.
Γιατί; Γιατί ἀδελφοί μου, ἅμα σ’ αὐτά σφάλλει ὁ ἄνθρωπος, τότε τόν περιμένει ἡ φθορά καί ὁ αἰώνιος θάνατος. Σάν σπασμένο καί καταστραμμένο ὑλικό πού τό βλέπουμε καί μᾶς πιάνει θλίψη.
Ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, νά μᾶς φωτίζει νά ψάχνουμε γιά τό σωστό φανάρι. Ὅπως ἔψαξε καί τό βρῆκε ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς. Καί νά τό κρατᾶμε πάντοτε. Γιατί διαφορετικά τή ζωή μας θά βυθιστεῖ στό σκοτάδι, στήν ἀθλιότητα καί στήν ταλαιπωρία.