Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΕΞΥΠΝΑΔΑ (Ματθ. 6, 14-21)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στήν Ἀνέζα, στίς 9/3/2003)
1. Πῶς φυραίνει τό μυαλό;
Συνεχῶς βλέπομε μπροστά μας πρόσωπα καί γεγονότα. Εἰκόνες ἀπό τή ζωή καί τήν ἱστορία. Ὅλα αὐτά τά βλέπομε, τά ἀκοῦμε, τά φανταζόμαστε. Ὅμως δέν τά κατανοοῦμε πάντοτε σωστά. Εἶναι κάποια ἐποχή πού δέν καταλαβαίνομε τίποτα. Ἀλλά σιγά-σιγά, μέ τό πέρασμα τοῦ χρόνου, μέ τό ὡρίμασμα πού ἔρχεται ἀπό τήν πείρα καί ἀπό τήν ἡλικία, ἀρχίζομε νά τά κατανοοῦμε καλύτερα.
Πότε τά καταλαβαίνομε καλά; Τότε πού ἀρχίζομε νά σκεφτόμαστε καί νά ἐκτιμᾶμε σωστά. Μέχρι τότε, πηγαίνομε ὅπως μᾶς φυσήξει ὁ ἄνεμος. Ἀπό τό ἕνα λάθος στό ἄλλο. Ἀπό τό ἕνα στραβοπάτημα στό ἄλλο.
Σήμερα Κυριακή τῆς Τυρινῆς, ἔχομε μπροστά μας μία εἰκόνα πού καλούμεθα νά τήν καταλάβομε καί νά τήν ἐκτιμήσομε σωστά. Ποιά εἶναι αὐτή ἡ εἰκόνα; Μιά ἡμέρα στόν Παράδεισο ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, δέν ἀξιολόγησαν σωστά κάτι πού ἄκουσαν, μιά λάθος συμβουλή καί ἔφαγαν τόν ἀπαγορευμένο καρπό. Καί ὑπέστηκαν οἱ ἴδιοι καί οἱ ἀπόγονοί τους, ὅλοι ἐμεῖς, τίς συνέπειες ἐκείνης τῆς πράξης. Γιατί; Γιατί δέν σκέφτηκαν καλά τί ἔκαναν καί δέν ἐκτίμησαν σωστά τί θά γινόταν μετά.
Λέγει ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους σοφούς τοῦ κόσμου, ὁ Θεόδωρος Ντοστογιέφσκυ: «Ἄν ὁ ἄνθρωπος τήν στιγμή πού θέλει καί προσπαθεῖ νά κάνει κάτι, ἀφήσει τόν ἑαυτό του καί γοητευθεῖ ἀπό αὐτό πού θέλει νά κάμει, παθαίνει μία «φύρα» στή βούλησή του καί στή νοημοσύνη του».
Νά ἔχεις λίγο τυρί ἀδελφέ μου καί νά πάθει φύρα, μικρό τό κακό.
Ἀλλά νά πάθει φύρα ἡ βούληση καί ἡ νοημοσύνη εἶναι μεγάλο κακό. Καί ἀκόμα πιό μεγάλο κακό εἶναι αὐτό πού συνεχίζει καί λέει ὁ Ντοστογιέφσκυ: «Καί τότε ὁ ἄνθρωπος ξεπέφτει σέ μυαλά παιδιακίστικα». Δηλαδή δέν σκέφτεται σωστά. Σκέφτεται σάν παιδάκι.
Καί τό χειρότερο εἶναι ὅτι παθαίνομε αὐτή τήν φύρα, τότε πού χρειαζόμαστε νά ἔχομε νοημοσύνη, ἐξυπνάδα, μάτια ἀνοιχτά, τόλμη καί βούληση ὅσο ποτέ ἄλλοτε. Γιατί εἶναι κάποιες στιγμές πού λανθασμένες ἀποφάσεις κυριολεκτικά μᾶς καταστρέφουν.
Πόσο θά θέλαμε, νά μήν πάθει ποτέ τό μυαλό μας καί ἡ βούλησή μας «φύρα», ὥστε νά μήν κινδυνεύομε νά ἐνεργοῦμε λάθος. Εἰς βάρος τῆς ζωῆς μας, εἰς βάρος τῆς προκοπῆς μας, εἰς βάρος τῆς ψυχῆς μας;
Τί χειρότερο θά μποροῦσε νά πάθει ἕνας ἄνθρωπος;
Τά θυμόμαστε αὐτά, ἐπειδή εἶναι ἡ παραμονή τῆς Σαρακοστῆς καί καλούμεθα ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἀπό τόν Χριστό νά καταλάβομε μερικά πράγματα πού ἀφοροῦν τήν ψυχή μας πιό βαθειά. Γιατί ἡ φύρα στό μυαλό εἶναι φοβερό πράγμα, μιά καί ἀπό ἐκεῖ ἐξαρτᾶται ἡ ζωή καί ἡ πορεία μας.
2. Τό χρυσό τσεκούρι
Κάποια φορά ἕνας ἄνθρωπος ἔκοβε ξύλα δίπλα σ’ ἕνα ποτάμι. Ξαφνικά βγῆκε τό τσεκούρι του ἀπό τό παλούκι καί ἔπεσε στό ποτάμι. Ἐκεῖνος ἄρχισε νά κλαίει. Πέρασε ἕνας καί τόν ρωτᾶ:
-Γιατί κλαῖς;
-Ἔχασα τό τσεκούρι μου, ἔπεσε στό ποτάμι.
-Ἔννοια σου, θά τό βγάλω ἐγώ.
Βούτηξε στό νερό, βγῆκε καί τοῦ παρουσιάζει ἕνα τσεκούρι χρυσό.
-Πᾶρτο τό τσεκούρι σου, τοῦ λέει.
Τό μάτι του γυάλισε, γιατί κατάλαβε ὅτι εἶναι χρυσό, ἀλλά ἐπειδή ἦταν τίμιος ἄνθρωπος εἶπε:
-Δέν εἶναι δικό μου.
-Τότε, ἄς βουτήξω πάλι μήπως καί τό βρῶ.
-Βουτάει πάλι καί τοῦ βγάζει ἕνα ἄλλο τσεκούρι, ἀσημένιο. Τοῦ τό δείχνει καί τοῦ λέει:
-Πᾶρ’ τό τσεκούρι σου. Αὐτό δέν εἶναι;
-Ὄχι. Δέν εἶναι αὐτό τό τσεκούρι μου.
-Τότε περίμενε λιγάκι, θά κάνω καί τρίτη βουτιά.
Βούτηξε καί ἔβγαλε ἕνα σιδερένιο τσεκούρι.
-Τοῦτο εἶναι;
-Ναί. Αὐτό εἶναι τό δικό μου.
Καί ἐκεῖνος τοῦ λέγει:
-Πᾶρε καί τό χρυσό, πᾶρε καί τό ἀσημένιο, σοῦ τά χαρίζω ἐγώ.
Ἡ ἱστορία λέει, πώς αὐτός πού βουτοῦσε ἦταν ἄγγελος σταλμένος ἀπό τόν Θεό.
Τά ἔμαθε αὐτά καί ἕνας ἄλλος καί σκέφτηκε: «Εὐκαιρία νά κερδίσω ἕνα χρυσό τσεκούρι».
Πῆγε στό ποτάμι, πέταξε τό τσεκούρι του στό νερό καί ἄρχισε νά «κλαίει». Ξαναπάει ὁ ἄγγελος καί τόν ρωτᾶ:
-Γιατί κλαῖς;
-Μοὔπεσε τό τσεκούρι, στό ποτάμι.
-Μή στενοχωριέσαι. Θά βουτήξω καί θά στό βρῶ.
Βούτηξε καί ἔφερε ἕνα χρυσό τσεκούρι.
-Αὐτό εἶναι;
-Ναί, αὐτό εἶναι!
-Ἕνα λεπτό, τοῦ λέει ὁ ἄγγελος. Γιά πές μου, τί γράφει ἐπάνω;
Ἐκεῖνος ἔμεινε ἄφωνος
-Δέν ντρέπεσαι λιγάκι ἀπατεώνα, τοῦ λέει. Γειά σου καί βρές τό τσεκούρι σου μόνος σου.
Τί εἶχε πάθει ὁ ἄνθρωπος αὐτός; Ἔλαμψε τό χρυσάφι στά μάτια του καί ἔπαθε «φύρα» στό μυαλό του καί στή βούλησή του. Ξέχασε ποιό εἶναι τό σωστό, γιά τόν ἑαυτό του, γιά τήν ψυχή του. Καί θέλησε νά πάρει τό χρυσάφι, πού θά τόν ἐξυπηρετοῦσε ἐδῶ, μέ τά ψέματα καί ἄδικα.
3. Τί γυαλιά φορᾶς;
Ἄς θυμηθοῦμε μιά ἄλλη ἱστορία. Συζητοῦσαν δυό φίλοι γιά τήν ὑποχρέωση πού ἔχομε νά κάνομε τό σωστό καί γιά τό πῶς πρέπει νά ἐνεργεῖ ὁ ἄνθρωπος ὥστε νά μήν παθαίνει «φύρα».
Ὁ ἕνας δέν ἐννοῦσε νά τά καταλάβει. Τοῦ λέει ὁ ἄλλος:
-Κοίταξε ἔξω ἀπό τό παράθυρο. Τί γίνεται στό δρόμο;
-Περνάει μιά φτωχούλα, κρατώντας ἕνα παιδάκι ἀπό τό χέρι.
-Καί ἐσύ τί αἰσθάνεσαι;
-Συμπόνια.
-Ἄ, μάλιστα. Γιά ἔλα ἐδῶ. Κοίταξε μέσα ἀπό κεῖνο τό ἄλλο «τζάμι». Καί τόν ἔβαλε μπροστά σ’ ἕνα καθρέφτη.
Κοίταξε καί φυσικά εἶδε μόνο τή φάτσα του. Τοῦ λέει ὁ πρῶτος:
-Τζάμι τό ἕνα, τζάμι καί τό ἄλλο. Γιατί στό ἕνα βλέπεις τήν πραγματικότητα, ἐνῶ στό ἄλλο βλέπεις μόνο τόν ἑαυτό σου;
Εἶδες τήν πραγματικότητα, τήν κατάλαβες σωστά καί αἰσθάνθηκες ἐκεῖνο πού ἔπρεπε –συμπόνια στή φτωχή- ἐπειδή τό τζάμι στό παράθυρο δέν ἦταν καλυμένο μέ ἀσήμι.
Καί τήν εἰκόνα πού εἶδες στόν καθρέφτη, γιατί τήν εἶδες; Ἐπειδή ἀπό πίσω εἶναι λίγο ἀσήμι. Ἐκεῖνο τό ἀσήμι σέ ἔκανε νά ξαναγυρίσεις στόν ἑαυτό σου. Καί πῶς νά ξαναγυρίσεις; Μέ τίς ἐπιθυμίες σου καί μέ τήν γοητεία πού ὑφίστασαι ὅταν σκέπτεσαι τί θά λαχταροῦσες ἀπό τή ζωή.
Θέλεις νά βλέπεις σωστά τόν ἑαυτό σου; Πάψε νά τόν βλέπεις ψεύτικα. Στόν καθρέφτη. Καί δές τον μέσα στήν πραγματικότητα τῆς ζωῆς. Ὅπως βλέπεις ἀπό τό παράθυρο ξεκάθαρα τούς ἄλλους καί ἐκείνους πού δυστυχοῦν καί ἐκείνους πού πορεύονται καλά. Καί φρόντισε νά περπατήσεις καλά, γιά νά φτάσεις ἐκεῖ πού πρέπει.
4. Ἡ ἀληθινή ἐξυπνάδα
Εἴπαμε, ὅτι σήμερα θυμόμαστε τό λάθος τοῦ Ἀδάμ πού δέν σκέφτηκε ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι κάτι τό σπουδαιότερο ἀπό μιά μπουκιά πού θά ἔβαζε στό στόμα του. Καί πῆρε καί ἔφαγε παρά τήν ἐντολή. Γιατί ἔφαγε;
Τό ἐπαναλαμβάνουμε: Γιατί ἔπαθε «φύρα» στό μυαλό καί στή βούληση. Τό μυαλό ἔκρινε ἄσχημα καί ἡ βούληση γοητεύτηκε. Καί ξέχασε τήν ἀλήθεια, τόν Θεό καί τήν αἰώνια ζωή.
Ἀπό αὔριο, ἀρχίζει ἡ Σαρακοστή. Πόσοι θά πάθουν φύρα στό μυαλό καί θά ποῦν: «Τί σημαίνει Σαρακοστή; Τί σημαίνει Τετάρτη καί Παρασκευή; Τί σημαίνει ὅτι ὁ Χριστός σταυρώθηκε τήν Παρασκευή; Καί γιατί πρέπει ἐγώ νά νηστεύω ἐπειδή ὁ Χριστός σταυρώθηκε;»
Ὅταν ὁ ἄνθρωπος παθαίνει «φύρα» στό μυαλό, νομίζει πώς κάνει ἐξυπνάδες. Ἀλλά στήν πραγματικότητα τό μυαλό του ἔχει ξεπέσει καί ἔχει καταντήσει παιδιάστικο. Ἔτσι τήν παθαίνομε ὅλοι, ὅταν κυνηγᾶμε κάποιες πράξεις ντροπῆς καί τῆς αἰσχύνης πού τίς λέμε πρόοδο. Ὅταν ἐμπαίζουμε τήν ἀξία τῆς τιμιότητας καί προτιμοῦμε τό εὔκολο κέρδος. Ὅταν γιά νά φανοῦμε δυνατοί δέν διστάζομε νά βρίζομε καί νά περιφρονοῦμε τούς ἄλλους. Ὅταν κάνομε τόσες ἄλλες ἁμαρτίες.
Καί ἀκόμη πιό πολύ παθαίνομε «φύρα», ὅταν τήν Κυριακή τό πρωί προτιμᾶμε νά κοιμηθοῦμε ἕνα ἡμίωρο περισσότερο, παρά νά πᾶμε στήν Ἐκκλησία, νά τιμήσομε τόν Θεό καί νά δοῦμε ἐκεῖ τήν ὡραιότερη καί τήν πιό διδακτική εἰκόνα πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πρῶτα. Ἔπειτα τίς εἰκόνες τῶν ἀληθινῶν ἀνθρώπων, τῶν ἁγίων, πού περπάτησαν σωστά καί ἔφτασαν στήν αἰώνια ζωή.
Αὐτή εἶναι ἡ σωστή κρίση, ἡ σωστή ἐξυπνάδα. Ἔτσι σκέπτεται ὅποιος θέλει τήν συγκεκριμένη στιγμή τῆς ζωῆς του νά ἐνεργεῖ σωστά, μέ τά μάτια ἀνοιχτά. Γιατί τό μεγαλύτερο συμφέρον τοῦ ἀνθρώπου δέν εἶναι νά φάει, δέν εἶναι νά πιεῖ, δέν εἶναι νά καλοντυθεῖ, δέν εἶναι νά κερδίσει μερικά πράγματα. Τό ἀληθινό συμφέρον εἶναι νά βρεθεῖ στήν αἰώνια ζωή.
Εἶπε ὁ Χριστός: «Τί θά ὠφελήσει τόν ἄνθρωπο ἄν κερδίσει τόν κόσμο ὅλο καί χάσει τήν ψυχή του; Τί θά τόν ὠφελήσει αὐτό; Τίποτα». Ζημία εἶχε. Καί ὅλη ἡ ἐξυπνάδα πού ἔδειχνε στή ζωή του, τί ἦταν; «Φύρα» ἦταν. Ἔλλειψη νοημοσύνης. Ὄχι ἀληθινή ἐξυπνάδα.
Γι' αὐτό σήμερα, μία μέρα πρίν τήν Σαρακοστή, μᾶς καλεῖ ὁ Χριστός σέ πνευματικό ἀγώνα. Μᾶς καλεῖ ἡ Ἐκκλησία του. Μᾶς καλοῦν οἱ ἅγιοι Πατέρες, πού νήστευαν ἀπό μικρά παιδία καί φρόντιζαν σ’ ὅλη τους τή ζωή νά κάνουν τό καλό. Μᾶς λένε, τό μυαλό πού μᾶς ἔδωσε ὁ Θεός, τήν βούληση πού μᾶς ἔδωσε καί τήν τόλμη πού μᾶς ἔδωσε, νά τά χρησιμοποιοῦμε καί γιά τήν ἐδῶ ζωή μας δίκαια καί σωστά. Ἔξω ἀπό ἁμαρτίες καί παλιανθρωπιές. Ἀλλά μᾶς τονίζουν ὅτι πρέπει πάνω ἀπ' ὅλα, ὅλη μας τήν δραστηριότητα νά τήν ἀξιοποιοῦμε γιά τήν αἰώνια ζωή.
Ἡ αἰώνια ζωή ἔχει πρῶτο βῆμα καί θεμέλιο, τήν ἀγάπη στό Θεό καί τήν ἀγάπη στά παιδιά τοῦ Θεοῦ.
Ἀγάπη τί σημαίνει; Εἶμαι πρόθυμος νά δώσω. Ὄχι νά πάρω. Εἶμαι πρόθυμος νά τιμήσω. Ὄχι νά ζητήσω τιμή. Εἶμαι πρόθυμος νά βοηθήσω, νά στηρίξω, ὄχι μόνο νά ζητῶ ἀπό τούς ἄλλους στηριγμό.
Τήν ἀληθινή ἀγάπη μᾶς τήν δίδαξε ὁ Κύριός μας ὁ Ἰησοῦς Χριστός μέ τό νά σταυρωθεῖ γιά μᾶς. Μέ αὐτή τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, μέ τήν καλωσύνη τοῦ Χριστοῦ, νά στεκόμαστε κοντά στούς ἀδελφούς μας, νά τούς βοηθᾶμε καί νά τούς στηρίζομε. Ἀμήν.-