Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΚΑΛΟΥ ΣΑΜΑΡΕΙΤΟΥ (Λουκ. 10, 25-37)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ομιλίας στον Άγιο Βησσαρίωνα Φιλιππιάδας, στις 14/11/2004)
1. Αδιάφοροι στον ξένο πόνο
Μια ιστορία της αρχαίας ελληνικής εποχής λέει ότι δύο μεγάλοι αρχιτέκτονες, πατέρας και γιος, ο Δαίδαλος και ο Ίκαρος, πήγαν στην Κρήτη, για να φτειάξουν τα ανάκτορα του Μίνωα. Ο Μίνωας ενθουσιάστηκε από τη δουλειά τους και ήθελε να τους κρατήσει για πάντα εκεί. Αλλά αυτοί δεν ήθελαν να μείνουν στην Κρήτη. Γι' αυτό όταν κατάλαβαν ότι έμπλεξαν με δύσκολο άνθρωπο, που ήταν και βασιλιάς, σκέφτονταν με ποιό τρόπο θα ξαναγυρίσουν στο τόπο τους. Και καθώς ήταν σοφοί και μεγάλοι επιστήμονες, εμπνεύστηκαν να φτειάξουν φτερά, να πετάξουν στον ουρανό και να φύγουν, αφού όλοι οι άλλοι δρόμοι τους ήταν κλεισμένοι από τον Μίνωα.
Έφτειαξαν λοιπόν φτερά από κερί και άρχισαν να πετάνε στους ουρανούς, πριν ακόμα ανακαλυφθούν τα αεροπλάνα. Αλλά ο μεν πατέρας σαν άνθρωπος με πείρα, μυαλωμένος, πετούσε συντηρητικά. Ο γιος ήθελε να κάνει τους παλικαρισμούς και πήγαινε πότε του ύψους και πότε του βάθους με αποτέλεσμα να ζεσταθούν τα φτερά από τον πολύ ήλιο και να λειώσουν. Και έτσι ο άμυαλος νεαρός έμεινε χωρίς φτερά και άρχισε να πέφτει. Τελικά βούλιαξε στο πέλαγος και πνίγηκε, ενώ ο πατέρας του γύρισε σώος στην πατρίδα του.
Από την ιστορία αυτή πήρε αφορμή ένας μεγάλος Ολλανδός καλλιτέχνης να κάνει ένα πίνακα που κρύβει ένα μεγάλο δίδαγμα για μας.
Βλέπουμε σ’ αυτόν τον πίνακα, ότι τη στιγμή που ο Ίκαρος έπεφτε στη θάλασσα, εκεί στην ακρογιαλιά ήταν ένας γεωργός που όργωνε το χωράφι του. Όταν ο γεωργός κατάλαβε τι γίνεται σταμάτησε τη δουλειά του για ένα λεπτό, έριξε μια βιαστική ματιά στο παιδί που πνιγόταν και συνέχισε να οργώνει. Σταμάτησε μέχρι εκεί.
Παράλληλα, δίπλα στο μέρος που έπεφτε ο Ίκαρος, περνούσε ένα καράβι. Οι ναύτες κοίταξαν τη δραματική πτώση του παιδιού, χωρίς να συγκινηθούν, χωρίς να ενδιαφερθούν, χωρίς να πονέσουν, χωρίς να κάνουν κάποια ενέργεια. Και το καράβι συνέχισε το ταξίδι του.
2. Αδιαφορώντας για τον πόνο του άλλου είμαστε άνθρωποι;
Τον πίνακα αυτό, μερικοί λόγιοι, ανθρωπιστές και κοινωνιολόγοι τον έχουν χαρακτηρίσει σαν «σύμβολο του πνεύματος της σύγχρονης εποχής». Γράφει ένας μεγάλος φιλόσοφος: «Όλη η ζωή μας έτσι περνάει. Όταν είμαστε μέσα στο σπίτι μας με τον πατέρα μας, με τη μητέρα μας, με τα αδέρφια μας, με τα παιδιά μας, έχουμε μια ζεστασιά αγάπης, πόνου, ενδιαφέροντος. Όταν όμως ανοίξουμε την πόρτα του σπιτιού μας και βγούμε έξω, κανένα δεν γνωρίζουμε, κανένα δεν προσέχουμε, κανένα δεν χαιρετάμε. Ο,τι και να συμβαίνει, το αφήνουμε να περνάει απαρατήρητο. Χωρίς να του επιτρέψουμε να μπει μες στην καρδιά μας, να μας πονέσει, να συγκινηθούμε, να ενδιαφερθούμε. Όλοι οι άλλοι είναι σαν να μην υπάρχουν». Αυτή είναι η τραγωδία της εποχής μας.
Γράφει ο περίφημος Ρώσος συγγραφέας Σολζενίτσιν: «Βλέπουμε ότι σήμερα ο άνθρωπος κοιτάζει το αλέτρι του και το χωράφι του, σκέφτεται μόνο το σπόρο του και το θέρισμά του. Βγαίνοντας από το σπίτι του, θυμάται μόνο την πόρτα του σπιτιού του και θυμάται μόνο το μαγαζί του, αν το κλείδωσε καλά, αν είναι εξασφαλισμένο. Δεν δίνει καμιά σημασία στον άνθρωπο, που είναι δίπλα του, αν πονάει, αν κινδυνεύει, αν έχει να φάει, αν πεθαίνει». Μετά από αυτά κάνει ένα ερώτημα τρομακτικό ο Σολζενίτσιν: «Όταν βλέπουμε τέτοια πράγματα να γίνονται γύρω μας και η καρδιά μας εξακολουθεί να είναι απαθής και ήρεμη, παγωμένη, είμαστε άνθρωποι πια;». Τι φοβερός λόγος!
Γιατί είπαμε αυτή την ιστορία; Ακούσαμε στο Ευαγγέλιο ότι ένας μορφωμένος νέος πήγε στο Χριστό και του είπε:
-Τι πρέπει να κάνω, για να σωθώ;
Του λέει ο Χριστός:
-Μα εσύ διαβάζεις τις Άγιες Γραφές; Λοιπόν τα ξέρεις. Για πες μου, τι κατάλαβες από αυτά που διαβάζεις;
Και τώρα το ερώτημα:
Εμείς διαβάζουμε τις Άγιες Γραφές; Μη διαβάζοντάς τες, πως θα μάθουμε το θέλημα του Θεού; Πως θα ‘ρθει η φώτιση του Θεού, στο μυαλό μας;
Ο νομικός που διάβαζε τις Άγιες Γραφές απάντησε:
-Λέει η Αγία Γραφή: «αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εξ όλης ψυχής, εξ όλης καρδίας, εξ όλης δυνάμεως και εξ όλης ισχύος». Με όλο σου το «είναι». Με όλο το μυαλό σου, μ’ όλη την καρδιά σου, μ’ όλη τη δύναμή σου. Μ’ όλη σου τη θέληση, θα υπηρετείς το Θεό και θα Τον αγαπάς!
Και πρόσθεσε:
-Και τον πλησίον σου ως εαυτόν. Και τον πλησίον σου, τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου, σαν τον εαυτό σου θα τον αγαπάς.
-Πολύ σωστά απάντησες, του λέει ο Χριστός. Αυτό κάνε και θα κληρονομήσεις τη Βασιλεία του Θεού.
Ρώτησε πάλι ο νομικός για να δικαιολογηθεί, μιά και αποδείχθηκε ότι του ήταν γνωστή η απάντηση για κείνο που ρωτούσε:
-Και ποιός είναι ο πλησίον μου;
Τότε ο Χριστός πήρε αφορμή να διηγηθεί την υπέροχη παραβολή του καλού Σαμαρείτη.
«Ένας άνθρωπος», είπε, «περπατούσε στο δρόμο και έπεσε σε ληστές. Του πήραν ο,τι είχε, του έδωσαν μαχαιριές και τον άφησαν μισοπεθαμένο». Βλέπουμε ότι η παραβολή περιγράφει πράγματα που γίνονταν και γίνονται. Γιατί και σήμερα υπάρχουν ληστές στις μεγαλουπόλεις, που δολοφονούν και σφάζουν. «Και τον άφησαν ημιθανή τον άνθρωπο. Μετά από λίγο πέρασαν ένας ιερέας και λίγο αργότερα ένας Λευίτης. Θα λέγαμε ένας παπάς και ένας διάκος. Αλλά μόνο τον κοίταξαν και έφυγαν βιαστικοί».
Τι σημαίνει αυτό; Μπορεί κάποιος να καμαρώνει ότι έχει γνώση Θεού, αλλά να μην κάνει εκείνα που πρέπει. Αυτό θέλει να πει η παραβολή. Γιατί είναι δεδομένο ότι οι παπάδες διαβάζουν το Ευαγγέλιο και τις Άγιες Γραφές. Όμως είναι δυνατόν, να συμβεί να «πέσουν» και αυτοί, όπως και κάθε άνθρωπος που διαβάζει και πηγαίνει στην εκκλησία και γονατίζει και προσεύχεται σε «απονιά». Πότε;
Όταν αρχίζει να σκέπτεται μόνο τον εαυτό του και να ξεχνάει τους άλλους. Και σκεπτόμενος τον εαυτό του, να μένει ικανοποιημένος, γιατί τα δικά του «πάνε καλά» και να δικαιολογείται: «εγώ θα σώσω τον κόσμο;». Να όμως, που ο Χριστός λέει: «Εσύ πρέπει να τον σώσεις». Και συ και εγώ και ο καθένας μας. Όλοι έχουμε ευθύνη. Λέει ο απόστολος Παύλος: «Η Εκκλησία είναι ένα σώμα. Μπορεί το πόδι ν’ αδιαφορεί για το χέρι και το χέρι για το πόδι; Όταν πονάει ένα μέλος, πονάει ολόκληρο το σώμα».
Δεν αισθάνεσαι τον πόνο του άλλου; Συ είσαι άρρωστος! Όταν ένα μέλος δεν αισθάνεται πόνο από τα άλλα μέλη που υποφέρουν, αυτό έχει παραλύσει, αυτό είναι το πολύ άρρωστο. Αυτό πρέπει να το πιάσει η αγωνία.
3. Μη περιμένεις από τους άλλους
Και συνεχίζει η παραβολή:
«Έπειτα πέρασε ένας Σαμαρείτης». Δηλαδή ένας ξένος, ένας μετανάστης. Είδε τον ετοιμοθάνατο, τον συμπόνεσε, κατέβηκε από το ζώο του, του έδεσε τα τραύματα, τον έπλυνε, τον πήρε και τον πήγε στο πανδοχείο. Εκεί ξόδεψε από τα χρήματά του, πλήρωσε και είπε στον ξενοδόχο: Φροντίστε τον άνθρωπο. Αν κάνετε περισσότερα έξοδα μη σας νοιάζει. Εγώ όταν γυρίσω θα πληρώσω ό,τι επιπλέον χρειαστεί».
Ρώτησε ο Χριστός το νομικό:
-Από τους τρεις ανθρώπους, ποιός νομίζεις, πως στάθηκε «πλησίον» εκείνου, που έπεσε στους ληστές;
Θέλει ερώτημα; Η απάντηση είναι τόσο εύκολη που και μικρά παιδάκια κάτω από τριών ετών μπορούν να την βρουν. Τόσο απλά μας τα λέει η παραβολή αυτή. Εμείς όμως, μερικές φορές, δεν την προσέχουμε με το «μέσα» μυαλό και μας διαφεύγει ολόκληρη, ενώ είναι τόσο σπουδαία και έχει τόσο μεγάλη σημασία για τη ζωή μας.
Έδωσε λοιπόν ο νομικός την απάντηση: «Εκείνος που στάθηκε κοντά του και τον περιποιήθηκε». Και τότε ο Χριστός του είπε μια κουβέντα, πολύ αινιγματική για μας. Λιγάκι δύσκολη, αλλά σ’ αυτή βρίσκεται η μεγάλη ουσία: «Πορεύου και συ ποίει ομοίως».
Δηλαδή; Αλλοίμονό μας, αν περιμένεις εσύ, να είσαι το αντικείμενο της στοργής των άλλων. Τότε είσαι ο χειρότερος άρρωστος, ο πιο πολυπεσμένος στους ληστές, γιατί η καρδιά σου δεν είναι ζωντανή για το θέλημα του Θεού. Είναι εντελώς επίγεια. Μόνο για τον εαυτό σου ψάχνεις. Αν θέλεις πορεύου και συ, και κάνε το ίδιο, που έκανε ο Σαμαρείτης. Μην περιμένεις να σου γίνονται οι άλλοι «πλησίον».
Να γίνεσαι εσύ «πλησίον» στον κάθε πονεμένο, στον κάθε ταλαιπωρημένο, στον κάθε άνθρωπο, που έχει την ανάγκη σου.
Αυτό πρέπει να είναι το σύνθημα, της Κυριακής του καλού Σαμαρείτου.
Στη ζωή μας, έχουμε δύο δυνατότητες:
Μία να μην κοιτάζουμε τον πόνο των άλλων, ενώ όταν πονάμε, να λαχταράμε για στοργή, περίθαλψη, βοήθεια, συμπόνια, κατανόηση,
Και η άλλη να αγαπήσουμε το λόγο του Θεού και το θέλημά Του. Και όπως Εκείνος ήρθε κοντά μας και έγινε πλησίον μας και σταυρώθηκε για μας έτσι και μεις να θέλουμε να πονάμε για τους άλλους και να κάνουμε ο,τι καλλίτερο μπορούμε, για να αλαφρώνουμε τον πόνο τους.
Τότε θα είμαστε αληθινοί δούλοι του Θεού. Άνθρωποι του Θεού! Αμήν.-