fruits

Η ΠΑΡΑΒΟΛΗ ΤΟΥ ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ  (Λουκ. 16, 19-31)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Διασκευή ομιλίας στη Φιλιππιάδα, στις 31/10/1999)

 

1. Θα ζητάμε τη σταγόνα

 

Το Ευαγγέλιο που ακούσαμε, μας μιλάει για ένα φτωχό και για ένα πλούσιο. Ο φτωχός –μας λέει- στην επίγεια ζωή του, ήταν πολύ στερημένος. Δεν είχε στερηθεί μόνο το φαϊ, την καλοπέραση, την ανάπαυση. Είχε στερηθεί εντελώς και την στοργή και την καλωσύνη. Όλοι τον έβλεπαν άσπλαγχνα. Ὁ πλούσιος, είχε χορτάσει καλοπέραση, φαϊ, παρέες, διασκεδάσεις.

Αλλά όλα αυτά, έχουν ημερομηνία λήξεως. Έτσι τελείωσε και η ζωή του φτωχού και του πλούσιου. Ο φτωχός, πήγε στον Παράδεισο. Στην αγκαλιά του πατριάρχη Αβραάμ. Ο πλούσιος, ενώ του έγινε μεγαλοπρεπής κηδεία, βρέθηκε στην κόλαση και βασανιζόταν φοβερά. Και όπως όταν παθαίνουμε ένα μεγάλο κακό, ψάχνουμε να βρούμε σε τι οφείλεται, έτσι και αυτός γύριζε πέρα-δώθε τα μάτια του, για να εξηγήσει, γιατί άραγε υποφέρει τόσο.

Όντας σ’ αυτό τον προβληματισμό, βλέπει, «ορά από μακρόθεν», τον Αβραάμ. Δηλαδή σκέφθηκε τον Παράδεισο και είδε και τον πατριάρχη Αβραάμ και τον Λάζαρο στην αγκαλιά του. Και φώναξε:

-Πάτερ Αβραάμ, στείλε τον Λάζαρο να με δροσίσει με μια σταγόνα νερό.

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος κάνει σ’ αυτό το σημείο την παρατήρηση: «Ιδέτε πιο είναι το κατάντημα της ζωής μας. Θεμελιώνουμε την χαρά μας και την απόλαυση πάνω στην αμαρτία. Μακριά από τον Θεό. Χορταίνουμε την σάρκα και αφήνουμε νηστική, να λιμοκτονεί, την ψυχή μας. Το αποτέλεσμα; Έρχεται μια ζωή που είναι ατελεύτητη, αιώνια. Και εκεί, εκεί θα λιμοκτονούμε όχι πια για φαγητό, για ένα κομμάτι ψωμί, αλλά για μια σταγόνα νερό, για να δροσίσει την ψυχή μας».

 

2. Ξύπνησε αργά

 

Πόσο αφελής, πόσο μωρός, πόσο πλανεμένος, είναι ο άνθρωπος, που θεωρεί εγγύηση για τη ζωή του την τσέπη του, την σάρκα του, την απόλαυσή του; Και πόσο βρίσκεται στο σκοτάδι όταν στην επίγεια ζωή του, δεν στρέφει το βλέμμα του παντού, να ερευνήσει, μήπως υπάρχει και καμιά άλλη πορεία καλύτερη από αυτή που ακολουθεί;

Αλλοίμονο αν περιμένει να συνέλθει τότε που θα του πει ο Θεός: «Τελείωσε το αγώνισμα. Η πήρες το στεφάνι η τα έχασες όλα». Γιατί τότε είναι πια αργά. Τότε ξύπνησε ο πλούσιος του Ευαγγελίου! Μέχρι τότε ήταν χορτάτος στο σώμα και νόμιζε πως είναι το ίδιο χορτάτος και πνευματικά, από τις ευχάριστες συναναστροφές, τα αστεία, την διασκέδαση, τα τραγούδια, τόν χορό.

Νομίζει κανείς πως με κάτι τέτοια είναι ωραία η ζωή. Αλλά ο «έσω άνθρωπος», δεν χορταίνει με τραγουδάκια. Δέν χορταίνει με τις εξυπνάδες, δεν χορταίνει με την φιλοσοφία. Δεν χορταίνει με την μουσική. Δεν χορταίνει με τα γλέντια. Ὁ «έσω άνθρωπος» χορταίνει μόνο με την παρουσία του Θεού μέσα μας και με την τήρηση του θελήματός Του.

Το Ευαγγέλιο που ακούσαμε, μας λέει ότι πρέπει να φέρνουμε στη σκέψη μας, το φτωχό Λάζαρο και τον πλούσιο. Και να καταλαβαίνουμε ότι καλύτερα να είναι κανείς φτωχός και κοντά στον Χριστό, παρά πλούσιος και μακρυά Του. Καλύτερα να ζήσει κανείς φτωχός και ταλαιπωρημένος εδώ στη γη και να πάει στην αγκαλιά του Αβραάμ, παρά να καλοπεράσει και να καταλήξει στην κόλαση.

Γι’ αυτό και ο Χριστός όταν μιλούσε έλεγε:

-Προσέξτε: Σε ότι κατάσταση και αν βρίσκεστε οικονομικά και κοινωνικά, να προτιμάτε –πνευματικά- την κατάσταση του φτωχού Λαζάρου και να ποθείτε να γίνετε «πτωχοί τω πνεύματι». «Μακάριοι, οι πτωχοί τω πνεύματι, ότι αυτών εστιν η Βασιλεία των ουρανών».

Είμαι «πτωχός τω πνεύματι» τι σημαίνει; Φέρνω στο νου μου, κάνω φιλοσοφία της ζωής μου, κάνω πορεία μου μέσα στον κόσμο την μίμηση της κατάστασης του φτωχού Λαζάρου. Τον έχω υπόδειγμα. Θέλω να φτάσω πνευματικά στην κατάσταση του. Τι ήταν ο Λάζαρος; Ένας άνθρωπος που όπως λέει ο ο Χριστός είχε ανάγκη από ευσπλαγχνία. Λίγα ψίχουλα για να φάει. Και λίγη στοργή από τους γύρω ώστε να μην αφήνουν τα σκυλιά να γλύφουν τις πληγές του. Είχε ανάγκη από συμπόνια. Συμπόνια για την φτώχεια του. Και παρηγοριά για την ψυχή του. Πότε ο άνθρωπος είναι καλός μέσα στον κόσμο; Όταν μαθαίνει να έχει συμπόνια, να την δείχνει και να δίνει παρηγοριά.

Αλλοίμονο όταν είναι με τσέπη και κοιλιά γεμάτη και αισθάνεται ότι κάθεται σε καλή καρέκλα. Και ότι ο κόσμος τον λιβανίζει και τον χειροκροτεί. Τότε είναι που ο άνθρωπος αυτός πρέπει να σκέπτεται την φτώχεια του. Την μεγάλη φτώχεια του...

 

3. Ασκητές μέσα στα μεγαλεία

 

Ας θυμηθούμε κάποια διδακτικά παραδείγματα.

Στην Κωνσταντινούπολη, υπήρχε μια αυτοκράτειρα, κοπέλλα μικρή, γύρω στα είκοσι. Τότε που τα μυαλά παίρνουν πιο εύκολα αέρα. Την έλεγαν Θεοφανώ. Η Θεοφανώ, ὅταν έμενε μόνη στα ανάκτορα, πέταγε τα βασιλικά ρούχα και φόραγε επάνω της κουρέλια και τσουβάλια. Και έλεγε συνεχώς στον εαυτό της: «Αυτά μου πρέπουν. Αυτά πρέπει να βλέπω σαν ρούχα μου αληθινά. Γιατί δεν είμαι στολισμένη με τις αρετές και με την αγάπη του Χριστού στο βαθμό που πρέπει».

Είναι φυσικό, πως ζώντας έτσι, νηστεύοντας και προσευχόμενη, βασίλισσα είκοσι χρονών, όταν πέθανε πήγε στον Παράδεισο και την έχουμε αγία.

Ένα άλλο παράδειγμα: Υπάρχει ένας ρώσσος άγιος που ονομάζεται Ιωάσαφ. Ήταν επίσκοπος του Βορονέζ. Ξεκίνησε φτωχό παιδί. Ο πατέρας του και η μητέρα του δεν είχαν ποτέ ούτε την καθημερινή τροφή. Από την παιδική του ηλικία ήταν μόνιμα πεινασμένος. Αλλά ήταν καλό παιδί, πήγαινε στην Εκκλησία και ο παπάς το συμπάθησε και το είχε συνεχώς κοντά του. Τον είδε καλό και έξυπνο και τον έστειλε με δικά του χρήματα, στο σχολείο να μάθει γράμματα. Και επειδή ήταν φιλομαθής τελείωσε και το Πανεπιστήμιο.

Ο Ιωάσαφ, έχοντας συνέπεια στη ζωή του, φρόντιζε να γίνεται καλύτερος, για να ευχαριστεί και τους ανθρώπους ευεργέτες του και Εκείνον που τους ενέπνεε· τον Κύριό μας Ιησού Χριστό. Τελικά έγινε ιερομόναχος και αφιέρωσε τη ζωή του ολόκληρη στον Χριστό. Τον έκαναν και δεσπότη. Αλλά στη Ρωσσία, οι μητροπόλεις είναι απέραντες. Τα μητροπολιτικά μέγαρα είναι παλάτια. Ἐκεῖ λοιπόν βρέθηκε χωρίς να το περιμένει αυτό το φτωχό παιδί, που σ’ όλη του τη ζωή έτρωγε από την καλωσύνη ενός παπά. Βρέθηκε σε ένα παλάτι με πολλούς υπηρέτες στη διάθεσή του.

Και τότε είπε: «Θεέ μου, εγώ ξεκίνησα για σένα. Πάντα είχα αυτή την σκέψη. Και δυναμωμένος από το παράδειγμα του πνευματικού μου πατέρα -παπά- ήθελα να γίνω για το θέλημά σου ακόμη φτωχότερος απ' ότι ήμουν στην κοσμική μου ζωή. Μα τώρα βρέθηκα ξαφνικά σ’ αυτό το παλάτι. Δεν το αντέχω. Δεν μπορώ να φαντασθώ τη ζωή μου έτσι. Δεν μπορώ να μεταβληθώ σε πλούσιο. Θέλω να μείνω κοντά σου φτωχός». Παραιτήθηκε και κλείστηκε σ’ ένα κελλί. Γιατί; Τρελλός ήταν; Με τόσα χαρίσματα τρελλός ήταν; Γιατί παραιτήθηκε; Παραιτήθηκε, γιατί θυμήθηκε ότι κοντά στον Χριστό πηγαίνουμε, όταν θυμόμαστε την φτώχεια και φροντίζουμε να είμαστε «πτωχοί τω πνεύματι». Και για να γίνει κανείς «πτωχός τω πνεύματι», πρέπει να φροντίσει να μην χορτάσει την ψυχή του από τα επίγεια.

Αλλά ο Ιωάσαφ, φοβήθηκε μήπως χορτάσει η ψυχή του, σαν πεινασμένο παιδί που ήταν από τα επίγεια. Και έφυγε από τα επίγεια. Έφυγε, γιατί θυμόταν ότι πρέπει να κρατήσει καρφωμένα τα μάτια του στην αγκαλιά του Αβραάμ και όχι να καλοπεράσει στη γη και να ζητιανεύει μια σταγόνα νερό στην άλλη ζωή.

 

4. Γίνε πηγή ελπίδας και παρηγοριάς

 

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει: «Αν θέλεις να μιμηθείς τον Χριστό, να φροντίσεις η ζωή σου να είναι ευσπλαγχνία και ελεημοσύνη».

Ρώτησαν τον ίδιο άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «από που αρχίζει κανείς την πνευματική του ζωή, την πορεία γιά τόν Χριστό;» Τους απάντησε:

«Από την ευσπλαγχνία. Και την ελεημοσύνη».

Φρόντισε δηλαδή να έχεις καρδιά καλή, να πονάει και να θέλει να παρηγορεί. Πρώτα απ' όλα να ανακαινίζουμε το μέσα. Όταν ανακαινιστεί το μέσα -λέει ο Χριστός- τα έξω του σκεύους γίνονται καθαρά. Πλύνετε το ποτήρι σας και το πιάτο σας «από μέσα», να το βλέπει ο Χριστός και να θέλει να φάει κάτι και να πιεί απ' αυτό το ποτήρι και το πιάτο. Μετά όλα θα γίνουν από μόνα τους καθαρά.

Είπε ο μεγάλος ερευνητής Νεύτων: «Υπάρχει στον κόσμο πολλή δυστυχία. Ένα βουνό. Τεράστιο. Και υπάρχει λίγη ευτυχία. Ένας πολύ μικρός σωρός. Από εκείνον που φτειάχνουν τα παιδάκια. Όταν βλέπω αυτή την κατάσταση -λέγει ο Νεύτων, που ήταν καλός χριστιανός- σπάζει η καρδιά μου. Και λέω:

-Χριστέ μου, βοήθησέ με να ζήσω χρόνια πολλά και δος μου την δύναμη, την διάθεση και την θέληση να εργάζομαι για το θέλημά σου. Κάθε μέρα να παίρνω ένα κόκκο άμμου από το μεγάλο σωρό, το μεγάλο βουνό της δυστυχίας και να το μεταφέρω στο μικρό σωρό, της ευτυχίας. Αξίωσέ με να γίνω επάνω στη γη, πηγή ευσπλαγχνίας, ελεημοσύνης, και παρηγορίας».

Όποιος δεν πάρει αυτή την θέση, αρχίζει τις δικαιολογίες: Που τον είδες τον Θεό; Τα λέει καλά ὁ Χριστός; Ὑπάρχει Παράδεισος και κόλαση;

Αυτά έλεγε και ο πλούσιος, μα ο Αβραάμ του απάντησε: «Αν ο άνθρωπος έχει κακή διάθεση και πεθαμένος να αναστηθεί μπροστά του, στα ίδια θα μείνει».

Ας διορθώσουμε λοιπόν την διάθεσή μας και έτσι ας αναζητήσουμε την αλήθεια και τον δρόμο που οδηγεί στην αλήθεια και στην αιώνια ζωή». Αμήν.-