fruits

ΠΛΟΥΣΙΟΥ ΚΑΙ ΛΑΖΑΡΟΥ (Λουκ. 16, 19-31)

†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ

(Κήρυγμα στις 31/10/1982)

 

Η απρόσμενη αλλαγή

 

Στο Ευαγγέλιο, που ακούσαμε, ο Χριστός διηγήθηκε μία παραβολή, για να μας βοηθήσει να καταλάβουμε αλήθειες που αφορούν την αιώνια ζωή. Μας μίλησε για δυό ανθρώπους που ζούσαν εντελώς διαφορετικά. Ο ένας ήταν πλούσιος και καλοπερασάκιας. Έτρωγε, έπινε, γλεντούσε, ντυνόταν αριστοκρατικά, κατοικούσε σε πολυτελές σπίτι. Ο άλλος ήταν πολύ φτωχός. Ζούσε στερημένα, περιμένοντας να αρπάξει κάτι και να φάει από εκείνα που πέταγε ο πλούσιος στα σκυλιά του. Έτσι περνούσαν αυτοί οι δύο τη ζωή τους. Επειδή όμως εδώ στη γη δεν ζούμε αιώνια, ήρθε η ώρα και πέθαναν.

Εννοείται ότι έκαναν λαμπρή κηδεία του πλούσιου, εκφώνησαν εγκωμιαστικούς λόγους και τον σκέπασαν με μαρμάρινη πλάκα. Όσοι βρίσκονταν εκεί τον καλοτύχισαν γιατί χάρηκε τη ζωή του, έφυγε «χορτάτος» και όλα τα επίγεια τελείωσαν τόσο αίσια γι’ αυτόν. Η ψυχή του όμως - όπως βεβαιώνει ο Χριστός στην παραβολή που διηγήθηκε - πήγε στην κόλαση, γιατί σε όλη του τη ζωή σκεπτόταν μόνο τον εαυτό του, το γλέντι του, τη διασκέδασή του. Ποτέ δεν σκέφτηκε τον Θεό, την ψυχή του, ούτε τους συνανθρώπους του και τις ανάγκες τους.

Ο άλλος, ο φτωχός Λάζαρος, παρά τη δυστυχία του κράτησε την πίστη και την ευσέβεια. Δεν είναι δεδομένο ότι κάθε δυστυχισμένος είναι ευσεβής και θεοφοβούμενος. Υπάρχουν φτωχοί που είναι ασεβέστεροι από πολλούς πλουσίους, αλλά αυτός ο συγκεκριμένος φτωχός της παραβολής ήταν άνθρωπος του Θεού. Γι’ αυτό, όταν πέθανε και οι άνθρωποι τον έθαψαν βιαστικά για να τον ξεφορτωθούν, έτρεξαν οι Άγγελοι παρέλαβαν την ψυχή του και την πήγαν με δόξα στον Παράδεισο. Στον κόλπο του Αβραάμ. Ο Αβραάμ είναι ο πιο άγιος και δίκαιος άνθρωπος που έζησε προ Χριστού. Γι’ αυτό ακριβώς συνηθίζει το Ευαγγέλιο να ονομάζει τον Παράδεισο «αγκαλιά τού Αβραάμ».

Καλότυχος λοιπόν εκείνος που θα βρεθεί μαζί με τον Αβραάμ στον παράδεισο.

 

Αγία Γραφή, ο ασφαλής οδηγός

 

Ενώ λοιπόν έγιναν αυτές οι εξελίξεις και ο πλούσιος βασανιζόταν στην κόλαση, σήκωσε τα μάτια του και είδε από μακριά τον παράδεισο. Και εκεί διέκρινε τον Λάζαρο στους «κόλπους του Αβραάμ», δηλαδή σε κατάσταση μόνιμης ευτυχίας, κατάσταση που είναι για μας προσδοκία και ελπίδα. Και τον πήρε το παράπονο τον πλούσιο, γιατί είδε σε τέτοια δόξα εκείνον που θεωρούσε στην επίγεια ζωή αποτυχημένο, μηδαμινό, «του κλώτσου και του μπάτσου». «Για κοίταξε», είπε, «αυτός ο Λάζαρος, τώρα βρίσκεται σε θέση ασύγκριτα καλύτερη από την δική μου!».

Μέσα στον πόνο του είπε ο πλούσιος στον Αβραάμ:

- Πάτερ Αβραάμ, στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει το δαχτυλάκι του στο νερό και να το ακουμπήσει στην γλώσσα μου, που έχει κατακαεί από την φλόγα που με καίει, μήπως και δροσιστώ λίγο.

-Αυτό δεν είναι δυνατόν, του απαντά ο Αβραάμ. Δεν υπάρχει τρόπος επικοινωνίας μεταξύ μας.

Βλέπετε αδελφοί; Στην επίγειο ζωή έτρωγε και έπινε, καλοπερνούσε, τα είχε όλα. Και τώρα έγινε τόσο φτωχός, ώστε να ζητάει το ευτελέστερο από όλα τα πράγματα. Τι ζητούσε; Μια σταγόνα νερό! Να βουτήξει το δάχτυλό του ο Λάζαρος στο νερό, να ακουμπήσει το βρεγμένο δάχτυλο στην γλώσσα του για να δροσιστεί. Τι πιο φτηνό από μία σταγόνα νερό; Και γιατί τα έπαθε όλα αυτά; Επειδή στην επίγεια ζωή του δεν είχε ούτε αγάπη, ούτε καλοσύνη, ούτε φόβο Θεού.

Όποιος πάει στην κόλαση, γίνεται ο πιο φτωχός και ο πιο ταλαίπωρος από όλους τους ανθρώπους. Όσο φτωχός και αν είναι ένας στη επίγεια ζωή, η φτώχια του δεν μπορεί με κανένα τρόπο να συγκριθεί με την φτώχια τού ανθρώπου που κατάντησε στην κόλαση.

Γι’ αυτό ακριβώς, ο πρώην πλούσιος και τώρα φτωχός, παρακαλεί τον Αβραάμ και του λέγει:

-Πάτερ Αβραάμ, αφού δεν είναι δυνατόν να μου κάνεις αυτή τη μικρή χάρη, τουλάχιστον στείλε τον Λάζαρο στη γη για να πει στα αδέλφια μου να μετανοήσουν, για να μη βρεθούν και αυτά στην ίδια κατάσταση με μένα. Να τα συμβουλεύσει να μην θεωρούν ότι ο πλούτος τους θα είναι αιώνιος. Ούτε να τον έχουν μόνο για τον εαυτό τους. Να καταλάβουν ότι εκείνα που μας δίνει ο Θεός στη γη, δεν τα δίνει για να τα κρατάει ένας, που νομίζει τον εαυτό του έξυπνο και τυχερό, αλλά τα δίνει για όλους. Να πει ακόμη στ’ αδέλφια μου ότι χρέος έχουν οι άνθρωποι να μοιράζονται τα αγαθά τους με αγάπη, με καλοσύνη, με πίστη, με υπομονή. Και να γεμίζουν την καρδιά τους με καθαρότητα και αγνότητα. Να αγαπούν την εγκράτεια και να έχουν πνεύμα θυσίας. Να μην κοιτάζουν τι θα απολαύσουν και τι θα αποκτήσουν για τον εαυτό τους, αλλά τι περισσότερο μπορούν να προσφέρουν στους άλλους για να τους ανακουφίσουν, σε οποιαδήποτε κατάσταση πόνου και δυστυχίας βρίσκονται.

Ο Αβραάμ σ’ αυτή την παράκληση του πλουσίου είπε:

-Τα αδέλφια σου, έχουν τον Μωυσή και τους Προφήτες. Έχουν την Αγία Γραφή. Έχουν το Ευαγγέλιο. Έχουν τη διδασκαλία της Εκκλησίας που είναι φως. Ας ανοίξουν τα μάτια τους για να δουν και την καρδιά τους για να τα δεχθεί.

Απάντησε ο πλούσιος:

- Πάτερ Αβραάμ, τα ξέρουμε αυτά, τον ξέρουμε τον νόμο του Θεού, και τον Μωυσή και την Αγία Γραφή, αλλά δεν τους δίνουμε σημασία. Γι’ αυτό, σε παρακαλώ, στείλε ένα πεθαμένο, που τον είχαν δει και τον γνώριζαν, για να τους βεβαιώσει ότι υπάρχει κόλαση για να μετανοήσουν.

- Αν δεν ακούν το Ευαγγέλιο, αν δεν ακούν τους προφήτες, αν δεν ακούν τους Αγίους, απάντησε ο Αβραάμ, και πεθαμένος να σταθεί μπροστά τους, δεν θα τον ακούσουν.

 

Η μόνη αξία

 

Κάποια φορά, ο Χριστός, η πηγή της ζωής, στάθηκε μπροστά σε ένα τάφο. Μέσα στον τάφο ήταν ο Λάζαρος πεθαμένος τέσσερες ημέρες. Όλοι τον είχαν δει που αρρώστησε και πέθανε. Όλοι ήταν παρόντες τότε που τον κήδεψαν και τον έθαψαν. Και πήγαιναν κάθε μέρα, σύμφωνα με το έθιμο που είχαν οι Εβραίοι, και τον λιβάνιζαν. Άνοιγαν τον τάφο και τον λιβάνιζαν μέχρι που να βρωμίσει και να μην μπορούν πια να ξανανοίξουν τον τάφο. Τελικά, όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να ξανανοίξει ο τάφος, λόγω της δυσωδίας, τον έκλεισαν οριστικά.

Έτσι είπε η Μαρία, η αδελφή τού Λαζάρου, στον Χριστό.

- Κύριε, μη μας λες να ανοίξουμε τον τάφο. Βρώμισε πια ο νεκρός.

Ο Χριστός σαν να μην άκουσε, φώναξε στον Λάζαρο τον τετραήμερο: «Λάζαρε δεύρο έξω». Έλα έξω Λάζαρε, σε θέλω. Και ο Λάζαρος σηκώθηκε και βγήκε έξω. Και τον είδαν, ποιοί; Εκείνοι που τον έθαψαν πριν από τέσσερις ημέρες, και εκείνοι που ήξεραν ότι βρώμισε στον τάφο.

Όταν ο Λάζαρος βγήκε έξω, μερικοί Εβραίοι πίστεψαν. Μερικοί άλλοι, όχι μόνο δεν πίστεψαν αλλά μίσησαν τον Χριστό ακόμα περισσότερο και σκέφτηκαν να σκοτώσουν, τον Χριστό και τον Λάζαρο. Τι έφταιγε ο Λάζαρος; Τίποτε! Τους έφταιγε μόνο ότι τον ανάστησε ο Χριστός και θα ήταν μια ζωντανή μαρτυρία, ότι αυτό που πήγαιναν να κάνουν, δηλαδή να σταυρώσουν τον Χριστό, ήταν η χειρότερη αμαρτία που έγινε ποτέ.

Αλλοίμονο στον άνθρωπο που άφησε καρδιά, νου, και σώμα, να μολυνθούν και να διαστραφούν από την αμαρτία, γιατί δεν είναι πλέον άξιος να δει την αλήθεια.

Ποιά είναι η αλήθεια; Η πραγματικότητα!

Αλλά πάνω από τις επίγειες πραγματικότητες είναι η δύναμη του Θεού. Γιατί όταν στέκει ο Χριστός μπροστά στον τάφο και λέει στον Λάζαρο «έλα έξω» και ο πεθαμένος βγαίνει, σημαίνει ότι αυτή η φοβερή πραγματικότητα που λέγεται «θάνατος», που δεν αφήνει επάνω στην γη ούτε ένα, αυτός ο θάνατος, για τον Χριστό είναι σκουπίδι, μηδέν, τίποτα.

Τι μας δείχνει αυτό; Ότι ο Χριστός είναι Παντοδύναμος, είναι Κύριος, είναι Αφεντικό, είναι πάνω από όλα. Και ότι ο λόγος Του είναι πηγή ζωής και είναι καλότυχος εκείνος που θα τον προσέξει.

Είπε ο Χριστός: «Τι ωφελήσει άνθρωπον, εάν κερδίσει τον κόσμον όλον και ζημιωθεί την ψυχήν αυτού;». Τι θα ωφεληθεί ο άνθρωπος εάν κερδίσει ολόκληρο τον κόσμο και χάσει την ψυχή του;

Πείτε ότι κάποιος έφαγε, ήπιε, γλέντησε. Ποιά ωφέλεια; Πες, ότι χθες, όλη την ημέρα, δεν έκανες τίποτε άλλο από το να γλεντάς, να τρως, να πίνεις, να ακούς μουσική… Ερώτημα:

Από το γλέντι της χθεσινής ημέρας, θυμάσαι τίποτε σήμερα;

Αν η σημερινή ημέρα είναι πίκρα και θλίψη και πόνος, θυμάσαι τίποτε από την χαρά την χθεσινή; Μήπως ο πόνος και η πίκρα τού «σήμερα» τα έσβησαν όλα;

Έτσι είναι η αλήθεια. Γιατί τι αξία έχει το γλέντι, η ηδονή και η διασκέδαση; Για τον άνθρωπο που έχει μυαλό, δεν έχουν καμιά αξία.

Γι’ αυτόν αξία έχει να είναι άνθρωπος αγάπης, καλοσύνης, θυσίας, υπομονής. Να είναι όπως τον θέλει ο Θεός. Και να αξιωθεί, αφού ολοκληρώσει την επίγεια πορεία του κατά το θέλημα του Θεού, να κληρονομήσει τη Βασιλεία των ουρανών. Αμήν.-