†Μητροπολίτου Νικοπόλεως ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Εἰσήγηση στήν ΙΕ΄ Πανορθόδοξη Συνδιάσκεψη
γιά Θέματα Αἱρέσεων καί Παραθρησκείας
(Ἁλίαρτος, 21-23 Ὀκτωβρίου 2003)
Ἔχομε τήν εὐλογία νά ἀσχολούμαστε μέ τά ἔσω. Μά ὅποιος ἀσχολεῖται μέ τά ἔσω, τό διαπιστώνει, ὅλο καί πιό πολύ, ὅτι στό φρόνημά μας, στόν τρόπο πού σκεπτόμαστε καί ἐνεργοῦμε, ἐπιδροῦν πολλοί καί ἀπρόβλεπτοι παράγοντες, πού λανθανόντως διαμορφώνουν μέσα μας ἕνα ψυχισμό. Ὅμως ὁ ψυχισμός αὐτός δέν μένει γιά πάντα ἕνας ἄκακος ψυχισμός. Ἀλλά μετεξελίσσεται σέ πάθη, σέ ψύχωση, σέ φανατισμό, σέ τοποθετήσεις πολύ πικρές.
Ἡ ἀδυναμία μας αὐτή μᾶς λέει, ὅτι πρέπει νά στέκωμε ἄγρυπνοι ἐπί τῆς φυλακῆς μας· καί νά παρακολουθοῦμε τίς ὅποιες ἐπιδράσεις ἐπάνω στόν ψυχικό μας κόσμο. Ἀφοῦ μιά τέτοια ζημία εἶναι γιά ἄνθρωπο ἡ χειρότερη ζημία· ἀφοῦ εἶναι ζημία στόν ἔσω ἄνθρωπο· στόν «κρυπτόν τῆς καρδίας ἄνθρωπον ἐν τῷ ἀφθάρτῳ τοῦ πραέος καί ἡσυχίου πνεύματος, ὅ ἐστίν ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ πολυτελές» (Α΄Πέτρ. 3,4).
Μία τέτοια μετεξέλιξη ἀπειλεῖ κατά προτεραιότητα ἐμᾶς. Ἐμεῖς, πιό πολύ ἀπό ὅ,τι ἄλλοι κληρικοί πού ἀσχολοῦνται σέ ἄλλες δραστηριότητες, κινδυνεύουμε, ἐνῶ θέλομε νά εἴμαστε δοῦλοι τοῦ Χριστοῦ, ὁλόψυχα σ᾿ αὐτόν ἀφοσιωμένοι, νά διαπιστώνωμε ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, καί νά συλλαμβάνωμε τόν ἑαυτό μας, ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, νά ἔχει ὑποστῆ λανθάνοντως μιά τρομερή ἀλλοίωση.
Γιά φαντασθῆτε, πῶς αἰσθάνθηκαν οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι, ὅταν ἄκουγαν τόν Ἰησοῦ νά τούς λέγει:
Τόν ἐχάσατε τόν δρόμο σας! Καί νά, ἡ ἀπόδειξη: οὐκ οἴδατε ποίου πνεύματος ἐστε ὑμεῖς (Λουκ. 9,55)! Καί τό ἀκόμη χειρότερο: Φύγετε ἀπό κοντά μου ἐργάτες τῆς ἀνομίας καί τῆς ἀδικίας. Δέν σᾶς ἀναγνωρίζω! Δικοί μου, ὅσο κι ἄν σεῖς ἀλλιῶς αἰσθάνεσθε, δέν εἶσθε..(Λουκ. 13,27)!
Κάτι τέτοιο ὅμως εἶναι ἡ χειρότερη ἀπειλή, ὄχι μόνο γιά τό πρόσωπό μας, ἀλλά καί γιά τό ἔργο μας, γιά τό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, πού θέλομε μέχρι θανάτου νά ὑπηρετοῦμε.
Προκειμένου λοιπόν νά μή κινδυνεύσουμε νά πάθωμε κάτι τέτοιο, ἄς κάμωμε μιά ἀκόμη ὁριοθέτηση:
Ἄς προσπαθήσουμε νά ἰδοῦμε, ποιός εἶναι ὁ χῶρος, μέσα στόν ὁποῖο πρέπει νά ἀναπτύσσουμε τούς ὁραματισμούς μας καί τούς προβληματισμούς μας.
Ὁ χῶρος αὐτός εἶναι:
- ἡ Ἐκκλησία μας, στό σύνολό της· καί
- ἡ ἐνορία μας, σάν δικός μας χῶρος· ἀλλά καί κάτι ἄλλο:
- καί τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ· καί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· καί τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ· γιά τήν σωτηρία ὅλων· καί τῶν ἀγαπώντων· καί τῶν μισούντων ἡμᾶς.
Α΄
Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι μία. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἕνα, μόνο ἕνα, ἔτσι καί ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΜΙΑ, μόνο ΜΙΑ.
Αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῆς ὑπάρξεως τῆς Ἐπιτροπῆς Αἱρέσεων. Ὑπάρχομε, ἐπειδή ὁ χῶρος τοῦ κόσμου, ἐγέμισε ἀπό ὁμάδες «χριστιανῶν», ἀπό αἱρέσεις, πού ἡ κάθε μία διεκδικεῖ γιά τόν ἑαυτό της τήν κληρονομία τοῦ Χριστοῦ: ὅτι ἔχει τήν ἀλήθεια· καί ὅτι εἶναι ἡ μία Ἐκκλησία. Ὅμως, Ἐκκλησία δέν γίνεται κανείς, ἐπειδή ὁ ἴδιος τό θέλει. Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ΜΙΑ. Ἐκείνη πού ὁ ἴδιος ἵδρυσε.
Αἵρεση εἶναι ὁμάδα ἀνθρώπων πού κόλλησαν σέ μιά γνώμη, ἀντίθετη στήν παράδοση τῶν ἀποστόλων καί ἔφυγαν ἀπό τήν μία Ἐκκλησία. Καί, ὅσο καί ἄν ἐπιμένουν, ὅτι εἶναι Ἐκκλησία, δέν εἶναι Ἐκκλησία. Καί ὅσοι τούς ἀκολουθοῦν, κινδυνεύουν νά χάσουν γιά πάντα τήν αἰώνια σωτηρία τους.
2. Προτύπωση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἦταν καί εἶναι ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε. Καί ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε ἦταν μία. Καί ὅσοι ἐσώθηκαν, ὀκτώ ψυχές, ἐσώθηκαν δι᾿ αὐτῆς, ἐπειδή εὑρέθηκαν μέσα σ᾿ αὐτήν. Τούς ἄλλους, ἦλθε ὁ κατακλυσμός καί ἀπώλεσεν ἅπαντας. Ὅσοι ἀπείθησαν, ὅσοι δέν δέχθηκαν τό μήνυμα τοῦ Νῶε, καί δέν εἰσῆλθαν μαζί του στήν κιβωτό - ἀνεξάρτητα ἀπό τό τί ὁ καθένας φρονοῦσε, ἀνεξάρτητα ἀπό τίς ἐσωτερικές τους τοποθετήσεις, πού ἦταν φυσικό ὅτι θά ἐποίκιλαν, ἀπωλέσθηκαν ἅπαντες. Ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας εἶναι ΜΙΑ. Ἡ Ἐκκλησία, ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας, εἶναι μία.
Αὐτό εἶναι μία διδασκαλία, πού διαποτίζει ὅλη τήν παράδοση τῶν δύο χιλιάδων χρόνων.
3. Παίρνομε ἐπιλεκτικά τά λόγια τοῦ ἁγίου Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας. Λέγει:
«Ἀνασώζει τοιγαροῦν ἡμᾶς ἐν πίστει ὁ Χριστός.
Καί, οἷαπερ εἰς κιβωτόν, εἰσοκοίζεται τήν Ἐκκλησίαν· ἐν ᾗ γεγονότες, ὑπερνηχόμεθα μέν τοῦ θανάτου τό δεῖμα· διαδιδράσκομεν δέ τό συγκατακριθῆναι τῷ κόσμῳ·
συνέσται γάρ ἡμῖν (= εἰς τήν κιβωτόν) ὁ δίκαιος Νῶε,
τουτέστιν ὁ ΧΡΙΣΤΟΣ» (P.G. 69, σ. 68 Β΄).
Τά λόγια αὐτά λένε:
Σώζει ὁ Χριστός· (ὄχι ἡ ἐκκλησία· ὄχι ὁ θεσμός· ὄχι ὁ παπᾶς· ὄχι ὁ ὑπηρέτης· ὄχι ὁ οἰκονόμος). Ὁ Χριστός σώζει.
Σώζει ἡμᾶς ἐν πίστει· δηλ. ὅταν ἐμεῖς Τόν ἀκοῦμε· ὅταν στήν ἐκκλησία μπαίνωμε καί ζοῦμε ὄχι ἁπλᾶ θεσμικά· ἀλλά κατά ὑπακοή στόν λόγο Του. Ἀντίτυπο τῆς εἰσόδου τοῦ Νῶε καί τῶν παιδιῶν του στήν κιβωτό εἶναι [μᾶς λέγει ὁ ἀπ. Πέτρος (Α΄Πετρ. 3,20)] τό βάπτισμα, «ὅ ἀντίτυπον νῦν καί ἡμᾶς σώζει βάπτισμα».
Νῶε εἶναι ὁ Χριστός· ὁ Χριστός εἶναι ἕνας Νῶε ἀληθέστερος τοῦ Νῶε· χιλιάδες φορές περισσότερο ἄξιος ἐμπιστοσύνης· καί ἀληθέστερος σωτήρας, ἀπό χιλιάδες φορές χειρότερο ὄλεθρο. Θέλει νά μᾶς σώσει· καί μπορεῖ καί μᾶς σώζει.
Κιβωτός τοῦ Νῶε εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Μία ἡ κιβωτός· μία ἡ Ἐκκλησία.
Ὑπερνήχεται τῶν ὑδάτων τοῦ κατακλυσμοῦ ἡ κιβωτός· ὑπερνήχεται τοῦ κόσμου ἡ Ἐκκλησία.
Εὑρισκόμενοι μέσα στήν Ἐκκλησία ὑπερνηχόμεθα τό δεῖμα τοῦ θανάτου, καί διαδιδράσκομεν τό συγκατακριθῆναι τῷ κόσμῳ· τό νά μᾶς παρασύρει καί νά μᾶς καταπιεῖ ὁ κόσμος.
Σύνεστι (= μαζί μας εἶναι) ὁ Χριστός. Ὅπως τότε στήν κιβωτό - ἐγγύηση ἦταν ὁ Νῶε, ἔτσι καί τώρα ἐδῶ ἐγγύηση εἶναι ὁ Χριστός· καί ὁ Χριστός εἶναι ὁ νέος Νῶς· εἶναι «ὁ ἀληθέστερος Νῶε» (ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος. P.G. 369, 65Β΄). Δηλ. ὁ Νῶε, ὁ σωτήρας ἀπό τόν κατακλυσμό, στήν ἀληθινή του μορφή.
4. Καί ἐπεξηγεῖ ὁ ἅγιος Κύριλλος:
«Καί δή καί ὡς ἐν τῷ τύπῳ, τῆς ἐν ἀρχαῖς ἐκείνης καί διαβοήτου κιβωτοῦ, μονονουχί καί ἐπήξατο τήν Ἐκκλησίαν, εἰς ἥν οἱ εἰσπεπηδηκότες, τόν ἀπαρτημένον ἤ ἀπῃωρημένον τῷ κόσμῳ διαδιδράσκουσιν ὄλεθρον». (P.G.τ.69, 65Β΄)
Αὐτά σημαίνουν:
Ἡ κιβωτός τοῦ Νῶε ἔμεινε «διαβόητος»· δηλαδή ὅλοι ξέρουν κάτι γι᾿ αὐτήν· καί ὅλοι ξέρουν, ὅτι ἦταν τό μόνο μέσον σωτηρίας γιά τόν τότε κόσμο· ὅσοι τό κατάλαβαν, σώθηκαν· ὅσοι τήν καταφρόνησαν, ὅσοι καταφρόνησαν τό μήνυμα τοῦ Θεοῦ μέσω τοῦ Νῶε, ἐχάθηκαν.
Τύπος ἦταν ἡ κιβωτός. Τύπος τῆς Ἐκκλησίας. Εἰκόνα, προχάραγμα. Ἡ ἀποστολή τῆς κιβωτοῦ τελείωσε. Εἶχε σημασία μόνο χρονική. Τότε. Ἐν ἀρχαῖς. - Ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα, ὁ Θεός, ὁ ἴδιος Θεός - Σωτήρας, ἔφτιαξε τήν ΝΕΑ ΚΙΒΩΤΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ, τήν Ἐκκλησία Του, ἀλλά ὄχι μέ σανίδες καί ἄσφαλτο· «μονονουχί ἐπήξατο». Ἐκείνη φτιαγμένη ἀπό ὑλικά τῆς γῆς καί μέ ὑλικά τῆς γῆς φθαρτά, ἐφθάρη καί ἔπαυσε νά ὑπάρχει. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ΑΦΘΑΡΤΗ καί ΑΙΩΝΙΑ - ΠΑΝΤΟΤΙΝΗ.
5. Ποία εἶναι ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας σήμερα στόν κόσμο; Ἡ Ἐκκλησία εἶναι ἡ κιβωτός τῆς σωτηρίας. Ἡ Ἐκκλησία ΔΕΝ κινδυνεύει. Πύλαι ἅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς. Ὅμως. Μιά τρομερή ἀπειλή ἐπικρέμαται ἐπάνω ἀπό τούς λειτουργούς της καί τό ἔργο τους. Ἄν ἐργαζόμενοι μέσα στήν Ἐκκλησία, δέν ἐνεργοῦν μέ τό πνεῦμα τοῦ Χριστοῦ· μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ.
Λέγει ὁ ἅγιος Κύριλλος:
Τότε, ἐπί Νῶε, ἀπειλοῦσε τόν κόσμο γενική σωματική ἀπώλεια διά πνιγμοῦ· καί ἦρθε ὁ κατακλυσμός καί ἀπώλεσε πάντας· ἀνεξάρτητα, ἄν τό εἶχαν πιστεύσει ὅτι θά ἔλθει καί τόν περίμεναν, ἤ ὄχι. Σώθηκαν μόνο ἐκεῖνοι πού εἰσῆλθαν στήν κιβωτό.
Τότε, πού ἡ κιβωτός φτιαχνόταν, ὁ κατακλυσμός δέν εἶχε ἀκόμη ἔλθει· καί ὁ Νῶε ἐπί 120 ἔτη ἐκήρυττε τήν μετάνοια, τήν σωτηρία.
Σήμερα, ὁ κατακλυσμός μαίνεται· μαίνεται ὅσο ποτέ. «Ἐρράγησαν πᾶσαι αἱ πηγαί τῆς ἀβύσσου καί οἱ καταρράκται τοῦ οὐρανοῦ ἠνεώχθησαν» ὅλοι (Γεν. 7,11). Μία φοβερή θύελλα ἀπό αἱρέσεις καί παραθρησκειακές ὁμάδες ἔχει ξεσπάσει. Καί ἀσφαλῶς ὅλο καί θά χειροτερεύει. Αὐτό λέει ὁ ἀπολογισμός - περιγραφή τῆς πραγματικότητας. Ὁ κίνδυνος εἶναι μεγάλος. Ὁ ὄλεθρος, πού ἔρχεται, γενικός. Καί ἀπειλεῖ νά σαρώσει ἀκόμη καί τήν Κιβωτό! Εἶναι ἀπῃωρημένος, ἐπίκειται, ἐπικρέμαται, ἐπάνω ἀπό ὅλους· ἀκόμη καί ἐπάνω ἀπό τά ὄργανα τῆς διακονίας τοῦ μυστηρίου τῆς βασιλείας τοῦ Θεου!
* * *
Βέβαια, ἡ Κιβωτός ὑπερνήχεται,ἐπιπλέει καί θά ἐπιπλέει. Πύλαι ἅδου αὐτῆς οὐ κατισχύσουσι ποτέ.
Τό ἐρώτημα εἶναι ἄλλο:
Ἐμεῖς, τί κάνομε;
Β΄
Η ΕΝΟΡΙΑ-ΚΥΤΤΑΡΟ ΖΩΗΣ
1. Μέ τά λόγια «ἐμεῖς τί κάνομε», κάνομε μία μετάβαση. Μεταβαίνομε ἀπό τήν ΜΙΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ἀπό τήν ΑΣΠΙΛΗ ΝΥΜΦΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ, ἀπό τήν ΚΙΒΩΤΟ τοῦ Νῶε, στήν ἀνάγκη παροχῆς κάποιας βοήθειας στό ταλαίπωρο πλάσμα τοῦ Θεοῦ, πού ἐκτείνει χεῖρας καί ὄμματα καί καθικετεύει· ἤ καί δέν καθικετεύει! Τί σημασία ἔχει; Ἐκεῖνο μπορεῖ νά ἔχει τόσο διαλυθῆ, πού νά μή μπορεῖ, οὔτε νά καθικετεύσει! Ἐγώ τί κάνω; Ὁ Χριστός ἦλθε σέ ἐμᾶς, «ἔτι ὄντων ἡμῶν ἀσθενῶν (= σκέτη πανούκλα)· καί κατά καιρόν ὑπέρ ἀσεβῶν ἀπέθανε» (Ρωμ. 5,6).
Ποῖος θά φροντίσει γιά τόν ἄνθρωπο αὐτό; Ὄχι ἡ καθολική Ἐκκλησία· ἀλλά ἕνα συγκεκριμένο πρόσωπο, πού ἐνεργεῖ σέ ἕνα συγκεκριμένο χῶρο· σέ μία ἐνορία.
2. Τί εἶναι ἡ ἐνορία. Χῶρος ἐκκλησιαστικῆς εὐθύνης καί δράσης· μέ ὅρια καθορισμένα, πού ὑποδηλώνουν εὐθύνη καί περιορισμό.
Ἐνορία σημαίνει. «Μέχρι τούτου ἐλεύσει· οὐχ ὑπερβήσει· ἀλλ᾿ ἐν σεαυτῷ συντριβήσονταί σου τά κύματα» (Ἰώβ 38,11)· τοῦ ζήλου καί τοῦ ἐνθουσιασμοῦ. Μέχρι ἐκεῖ πᾶς ἐν Χριστῷ. Πάρα-πέρα πᾶς μόνον ἐν σεαυτῷ· μέ ἀνθρώπινο ψυχισμό.
Ἐνορία σημαίνει μέρος τοῦ ὅλου. Ἕνα κύτταρο τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας. Ἕνα μέρος, μέσα στό ὁποῖο ζεῖ τό ὅλον. Ἕνα μέρος πού ἐκφράζει, πού πρέπει νά ἐκφράζει, τό ὅλον· πού πρέπει, σέ ὅλα ὅσα κάνει, νά ἐκφράζει τήν καθολική ἐκκλησία.
Ἐνορία σημαίνει: τοπική μονάδα τῆς μιᾶς Ἐκκλησίας.
Αὐτονόμηση δέν χωράει. Οὔτε τῆς ἐνορίας· οὔτε τοῦ ἀτόμου. Ἀπόψεις καί ἀντιλήψεις ἰδιάζουσες δέν χωρᾶνε. Π.χ. ρατσισμός στήν Ἐκκλησία δέν ἔχει θέση. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι γιά ὅλον τόν κόσμο. Καί ἡ κάθε ἐνορία, ἔστω καί ἄν εὑρίσκεται σέ ἀπάτητα βουνά, εἶναι γιά ὅλον τό κόσμο.
Ὁ Χριστός θέλει τήν Ἐνορία οἶκο Του· σπίτι Του. Καί τόν ἱερέα, οἰκονόμο Του, «ὅν κατέστησε ἐπί πάσης τῆς θεραπείας αὐτοῦ, διδόναι τό σιτομέτριον ἐν καιρῷ» (Λουκ. 12,42).
3. Πῶς θά προσφέρωμε τό σιτομέτριο στά παιδιά τοῦ Θεοῦ, πού παλεύουν στά κύματα τοῦ κατακλυσμοῦ, τῆς ἄρνησης, τῆς ἀθεΐας, τῆς αἵρεσης;
Τί κάνεις σύ γι᾿ αὐτά, πάτερ, νέε Νῶε;
Τούς πετᾶς σχοινί; τούς ρίχνεις σωσίβιο; τούς κατεβάζεις βαρκούλα; Πῶς, μέ τί τρόπο, τούς προσεγγίζεις;
Ὁ Χριστός πλησίασε μία πόρνη, καί «ταῖς γλυκείαις προσρήσεσί» Του, μέ τά γλυκά - ἔξυπνα λόγια Του, τήν ἔκαμε νά ἀφήσει τήν τολμηρά ἀθεϊστική - βρώμικη τοποθέτηση της καί νά γίνει θεοφόρος!
Σύ, τί κάνεις; Προσπαθεῖς νά γίνεις Νῶε, νέος Νῶε; Ἀγωνίζεσαι, νά τόν βοηθήσεις τόν ταλαίπωρο, πού κινδυνεύει νά τόν καταπιεῖ ἡ ἄβυσσος, νά εἰσπηδήσει στήν Κιβωτό, νά σωθῆ;
Πῶς λειτουργεῖς; Σάν ὑπηρέτης Χριστοῦ, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου, ἤ σάν διεκπεραιωτής ὑπηρεσίας θεσμικοῦ ὀργάνου;
4. Ἄς πάρωμε δύο εἰκόνες ἀπό τήν ζωή τῶν ἐνοριῶν μας:
α. Ἐβαπτίσθη ἕνα νήπιο. Καί ἀπό τότε δέν ξαναμπῆκε σέ Ἐκκλησία. Καμμία σχέση. Καμμία ἐπαφή. Χωρίς πίστη σέ Χριστό καί βάπτισμα τό ἐπῆγαν οἱ γονεῖς του στήν Ἐκκλησία τό νήπιο. Χωρίς πίστη καί ὁ ἀνάδοχος. Χωρίς πίστη καί τό νήπιο. Καί χωρίς καμμία προσδοκία καί ἐλπίδα γι᾿ αὐτό καί ὁ παπᾶς!..
Τυπικά βαπτισμένο. Μέλος τῆς Ἐκκλησίας. Χ.Ο. Θεσμικά μέλος! Στήν οὐσία; Ἔξω! Πόσο ἔξω; Σέ ἀπόλυτο βαθμό! Ὁλοκληρωτικά! Τί σχιζοφρένεια!
β. Ἕνας ἔζησε καί ἔδρασε σάν Χριστιανός Ὀρθόδοξος. Καί μέ ἀντιαιρετική δράση. Ἀλλά νά, μετά, μιά γοητεία τοῦ κόσμου ἄρκεσε· καί «ἐγκατέλειψε τόν Χριστό, ἀγαπήσας τόν νῦν αἰώνα» (Β΄Τιμ. 4,10).
Ἕνας ἄλλος φαντάσθηκε, ὅτι ἀλλοῦ εἶναι ἡ ἀλήθεια. Καί ἔγινε αἱρετικός, ἀλλόθρησκος.
Θεσμικά μέσα στήν Ἐκκλησία ἀκόμη! Οὐσιαστικά ἔκαμε μακροβούτι στά τάχα δροσερά νερά τοῦ κατακλυσμοῦ. Ἦταν μέσα. Καί εὑρέθη ἔξω! Τόσο ἔξω, ὥστε νά βλέπει τά ἔσω τῆς Ἐκκλησίας σάν ἀπώλεια καί ζημία!
Τί διαστροφή! Τί τραγωδία!
Καί ἔρχεται-τυχαῖα-μιά στιγμή ἐπικοινωνίας μέ τόν πατέρα - ἱερέα
Ἀρχίζει ἡ συζήτηση:
-Προδότη, ἀποστάτη!
-Γιατί, πάτερ; Πότε μέ ἀναζήτησες; Πότε ἐνδιαφέρθηκες γιά μένα; Πότε σέ εἶδα; Τί εἶδα σέ σένα;
Ὑπάρχει χειρότερο παράπονο ἀπό τήν διαμαρτυρία γιά ἔλλειψη ἀγάπης· γιά τήν ἔλλειψη ἐνδιαφέροντος γιά τήν σωτηρία του;
Τί θά τοῦ εἰποῦμε; Ἄκου ἐδῶ! Ἐμεῖς ἐκάμαμε ὁριοθέτηση. Ἐκάναμε καί συνέδριο. Ἐβγάλαμε καί πορίσματα. Ἐκάμαμε καί ἀνακοινωθέν. Εἶπα καί ἐλάλησα!
Δηλαδή; Ἐλθών καί ἰδών, ἐδικαιολόγησε τόν ἑαυτό του, καί ἀντιπαρῆλθε.
Τί μεγάλο λάθος! Λάθος-ἀπελπισία!...
Τό σωστό εἶναι, σέ ἀνάμνηση ἐκκλησιαστικῆς σύναξης, ὁ ἄνθρωπος νά αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη νά ψάλλει τό:
Ὡς ἀγαπητά τά σκηνώματά σου, Κύριε τῶν δυνάμεων· ἐπιποθεῖ καί ἐκλείπει ἡ ψυχή μου εἰς τάς αὐλάς τοῦ Κυρίου· καί γάρ στρουθίον εὗρεν ἑαυτῷ οἰκίαν καί τρυγών νοσσιάν ἑαυτῇ, οὗ θήσει τά νοσσία ἑαυτῆς, τά θυσιαστήριά σου, Κύριε (Ψαλ. 83, 1-4).
5. Ὁ κληρικός - ἱερέας στέκει στόν τόπο τοῦ Χριστοῦ. Εἶσαι κατά μετοχή πατέρας. Καί τό θέλεις, νά σέ προσφωνοῦν πατέρα. Τούς βοηθεῖς καί νά σέ αἰσθάνονται «πατέρα; Διαφορετικά τί μένει; Λόγια χωρίς οὐσία! Καί ἡ ἐπικοινωνία μεταβάλλεται σέ «savoirvivre»! Ἀλλοίμονο, ἄν λείπει ἡ ἀγάπη!
Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο Του εἶναι σχέση καί κοινωνία ἀγάπης. Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη καί μᾶς καλεῖ σέ μία κοινωνία ἀγάπης. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν κόσμο, μέ τό κάθε ἐπί μέρους ἄτομο – πρόσωπο, εἶναι σχέση ἀγαπητική. Αὐτήν τήν σχέση ἔχει ἐντολή καί ἀποστολή, νά ὑπηρετεῖ ἡ Ἐκκλησία. Ὅ,τι ὁ Χριστός, αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία. Ὅπου ὁ Χριστός, ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία. Καί «ὥσπερ ἡ Ἐκκλησία ὑποτάσσεται τῷ Χριστῷ» σέ ὅλα (Ἐφεσ. 5,24), ἔτσι, ἐξ ἴσου ὁλόψυχα, «ὅλῃ ψυχῇ καί διανοίᾳ καί καρδίᾳ καί χείλεσι» πρέπει νά Τόν ἀκολουθοῦν καί οἱ διάκονοί Του, ὑπηρέτες τοῦ θελήματός Του, ἀγωνιστές τῆς Βασιλείας Του. Διαφορετικά κάτι χαλάει.
Καί συμπληρώνουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στίς Διαταγές τους: «Ὁ ἐπίσκοπος ὡς τέκνα τούς λαϊκούς ἀγαπάτω· θάλπων καί στέργων τῇ σπουδῇ τῆς ἀγάπης· ἐναγκαλιζόμενος· νουθετῶν· ἐπιπλήσσων· ἀλλά μή πλήσσων» (βιβλίο Β΄κεφ. 20).
Ὅταν ὁ περίφημος Ρῶσσος ἀστροναύτης Γιοῦρι Γκαγκάριν γύρισε ἀπό τό ταξεῖδι του στό διάστημα, τόν κύκλωσαν δημοσιογράφοι· καί ἔγινε ὁ διάλογος:
-Πετώντας στά οὐράνια, Γιοῦρι, μήπως συνάντησες πουθενά τόν Θεό;
-Ναί. Τόν συνάντησα!
-Τόν γνώρισες; Ἦταν πράγματι ὁ Θεός;
-Ναί. Ναί! ..
-Σοῦ μίλησε;
-Καί βέβαια μοῦ μίλησε!
-Καί τί σοῦ εἶπε;
-Μοῦ εἶπε. Πρόσεχε, παιδί μου Γιοῦρι. Μή δίνεις σημασία σ᾿ αὐτά πού σοῦ λένε. Δέν ὑπάρχει Θεός!
Τό σκεφτήκατε ποτέ, μήπως μετά ἀπό μιά ὄμορφη συζήτηση μαζί σας, μέ παπᾶ, τό συμπέρασμα τοῦ συνομιλητῆ μπορεῖ νά εἶναι, ὅτι δέν χρειάζεται πιά νά δίνει κανείς πίστη στό Χριστό καί στήν αἰώνια ζωή;
* * *
Σύστημα καί ἄτομα, δέν πρέπει νά ξεχνοῦμε ποτέ τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες, ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστέ· ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰω. 17,20). Καί «ἐάν τίς εἴπῃ ὅτι ἀγαπῶ τόν Θεόν· καί τόν ἀδελφόν του μισεῖ, ψεύστης ἐστίν» (Α΄Ἰω. 4,20).
Ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη. Ἐμεῖς ΔΕΝ εἴμαστε ἀγάπη. Φιλοτιμούμεθα νά κάνωμε κάθε στιγμή προαίρεση καί προθυμία μας, νά ἀκολουθοῦμε τόν Θεό στήν ἀγάπη, καί νά ἔχωμε ἀγάπη. Ὅποιος αὐτό δέν τό κάνει, δέν μπορεῖ νά εἶναι τοῦ Θεοῦ.
Τό ἀντίθετο τῆς ἀγάπης δέν εἶναι τό μῖσος, ἀλλά ἡ ἀδιαφορία. Κατά συνέπεια, ὅποιος ἀδιαφορεῖ γιά τούς ἄλλους, δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος τοῦ Χριστοῦ.
Χωρίς ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά τήν σωτηρία τοῦ ἐπί μέρους ἀτόμου, ὁ ἱερέας καί ἡ ἐνορία, τί εἶναι;
-Τί εἶναι; Θεσμός;
-Ναί! Θεσμός.
-Τί θεσμός;
-Ἀπωθητικός θεσμός!
Γ΄
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΣΤΟΧΟΣ ΜΑΣ
1.Στόχος μας πρέπει νά εἶναι τό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ὅπως τό ζητάει, ὅπως τό θέλει ὁ Θεός.
Ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος ἀρχιμ. π. Ἰωήλ Γιαννακόπουλος:
Ἐντύπωση καί κατάπληξη - τά ὅπλα τοῦ διαβόλου. Ταπείνωση καί ἀφάνεια-τά ὅπλα τοῦ Θεοῦ.
Δέν πρέπει νά ἐργαζόμαστε γιά ἐντύπωση· ἤ γιά ἐντυπώσεις. Πρέπει, μέ ταπείνωση καί μέ ἀφάνεια, νά ὑπηρετοῦμε τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, σάν συνεργοί Θεοῦ, γιά τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.
Τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, τό ὑπηρετοῦμε μέσα στά πλαίσια τοῦ θελήματος τοῦ Θεοῦ.
Γιά μεγαλύτερη ὠφέλεια, ἄς παρακολουθήσωμε τούς πνευματικούς προβληματισμούς γύρω ἀπό τό ἔργο αὐτό μέ ὁδηγό τόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Γράφει:
2. Ὁ Χριστός εἶναι γεμᾶτος καλωσύνη. Δέν γκρινιάζει. Δέν μᾶς βάζει τίς φωνές (= οὐκ ἐρίσει· οὐδέ κραυγάσει). Εἶναι πραΰς. Εἶναι σπλαγχνικός. Καί μᾶς τά συγχωρεῖ ὅλα. Καί μᾶς συγχωρεῖ, γιά ὅλα. Ἔτσι, ἀδελφέ μου, ἔχοντας αὐτά στόν νοῦν μου, ὅσο καί νά τό ἤθελα γιά χάρη σου, δέν μπορῶ νά τήν ἀποδεχθῶ τήν ἀγωνιστικότητά σου, τόν ζῆλο σου, ὅτι εἶναι καρπός ζήλου κατά Θεό. Ὅσο θέλεις ἐπίμενε, ὅτι πρότυπά σου ἔχεις τόν Φινεές καί τόν Ἠλία. Μή χαλᾶς τήν ζαχαρένια σου, νά μοῦ τό ἐπαναλαμβάνεις! Δέν γεμίζει τό αὐτί μου! Πνευματική ζάλη εἶναι ὁ ζῆλος σου! Τί ἄλλο μπορεῖ νά εἶναι, ἀφοῦ ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ; Κακός ζῆλος εἶναι! Ζῆλος ἀζήλωτος εἶναι!
Ὁ Χριστός μᾶς λέει ὅτι τούς ἀντιδιατιθεμένους τῇ διδασκαλίᾳ τοῦ Θεοῦ, ἐκείνους πού στέκουν κριτικά, ἀρνητικά καί ἐμπαιχτικά ἀπέναντι στόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τό χρέος μας εἶναι, ἐμεῖς νά τούς διδάσκωμε μέ ἠρεμία καί μέ πραότητα (Β΄Θεσσ. 2,25). Καθῆκον μας εἶναι, ἐκείνους πού εὑρίσκονται σέ ἄγνοια, στό σκοτάδι, νά τούς διδάσκωμε· ὄχι νά τούς ἐπιβάλλωμε ποινές!.. Τυφλοί εἶναι. Τούς τυφλούς δέν τούς μαλλώνουν, γιατί εἶναι τυφλοί. Τούς παίρνουν ἀπό τό χέρι· μέ ἀγάπη καί μέ στοργή!
Αὐτά λέγει ὁ Χριστός. Καί σύ; Σύ, ἄνθρωπο πού ἐπῆρε τήν ἀπόφαση, νά κάνει βήματα πρός τό φῶς, νά ἔλθει στό φῶς, - τοῦ συμπεριφέρεσαι μέ καταφρόνηση, τοῦ δίνεις ράπισμα κατά κόρρης, τόν σπρώχνεις ἔξω; Βρέ οὔστ, πού θά γίνεις σύ ποτέ χριστιανός! Ἐκεῖνος ἔρχεται μέ σεβασμό καί μέ εὐλάβεια, καί σύ τοῦ κοπανᾶς κλωτσιές; Ὁ Χριστός, γεμᾶτος καλωσύνη, ἀγαθός ὤν, τόν ἀναζητεῖ στά ὄρη· καί, ἐνῶ ἐκεῖνος Τοῦ λέει, ὅτι δέν τόν θέλει (= δέν τόν θέλει Κύριό του), ὁ Χριστός δέν παύει νά τόν ἀναζητεῖ, καί μόλις τόν εὕρει, ἀμέσως τόν σφίγγει στήν ἀγκαλιά Του καί τόν παίρνει στόν ὦμο Του, καί σύ τοῦ φράζεις τόν δρόμο καί τοῦ κλείνεις τήν πόρτα;
3. Καί τώρα ἐρχόμαστε στό συγκεκριμένο παράδειγμα:
Ὁ Κάρπος, μαθητής τοῦ Ἀπ. Παύλου, εἶχε φθάσει σέ ἀσυνήθιστο ὕψος πνευματικῆς καθαρότητος νοῦ· εἶχε φθάσει στό στάδιο τῆς θεοπτίας· στό ὑπέρτατο στάδιο πνευματικῆς ἀνάβασης· τόσο πού, κάθε φορά πού ἔκανε τήν λειτουργία, πρίν τήν ἀναφορά, πρίν φθάσει στόν καθαγιασμό, ὁ Θεός τόν ἀξίωνε καί εἶχε «εὐμενεῖς ὁράσεις». Τόσο ἅγιος ἦταν ὁ Κάρπος.
Ὅμως· συνέβη στήν ζωή του κάτι τό παράξενο. Εἶχε κατηχήσει καί βαπτίσει ἕνα νεαρό παιδί· καί αὐτό τό παιδί, ἕνας ἄνθρωπος μέ λόγια καί συνθήματα ὕπουλα τό ἔκαμε καί ξαναγύρισε στήν εἰδωλολατρεία (= «πρός τό ἄθεον»). Καί ὁ ἅγιος Κάρπος τόν ἄνθρωπο αὐτόν, τόν ἐμίσησε! Τόν ἐμίσησε. Καί, ἀντί νά εὔχεται καί νά προσεύχεται καί γιά τούς δύο ἀγαθοπρεπῶς, ἀντί νά τό κάμει ἀγώνισμά του σέ ὅλη του τήν ζωή, νά τούς νουθετεῖ, - τούς ὕβριζε καί τούς καταριόταν!...
4. Καί λοιπόν μιά ἡμέρα εἶδε ὅραμα ἐξαίσιο. Εἶδε τόν Χριστό στό Θρόνο. Καί γύρω Του εἶδε τίς στρατιές τῶν ἁγίων καί τῶν ἀγγέλων. Καί κάτω ἀπό τά πόδια Του βαθειά, εἶδε τό στόμιο τῆς κολάσεως. Καί ἔμεινε ἐκστατικός στήν θεά τῆς δόξας τοῦ Χριστοῦ. Ἀλλά θέλησε νά ἰδεῖ καί τί γίνεται στό στόμιο τῆς κολάσης. Καί εἶδε ἐκεῖ τόν ἀποστάτη μαθητή του καί τόν ἐκμαυλιστή του, ζωσμένους ἀπό δαίμονες - φίδια, νά προσπαθοῦν νά τούς ξεφύγουν!.. Καί φούντωσε μέσα του ἡ κακία καί ἡ ἀγανάκτηση. Καί ξέχασε τόν Χριστό. Μάτια του καί καρδιά του κόλλησαν στούς δύο ταλαίπωρους. Τούς ἔβλεπε νά βουλιάζουν, νά τούς τραβοῦν τά φίδια κάτω, καί ΕΧΑΙΡΕ· καί ΕΠΕΧΑΙΡΕ· καί ΚΑΤΑΡΙΟΤΑΝ. Καί ἄναψε τόσο ὁ ἐναντίον τους ζῆλος του, πού ἅπλωσε τό χέρι του νά τούς δώσει καί ὁ ἴδιος μιά σπρωξιά νά πᾶνε πιό κάτω!...
Καί τότε, «τῆς χειρός αὐτοῦ ἔτι προτεταμένης», κατέβη ὁ Ἰησοῦς καί στάθηκε ἀνάμεσά τους. Καί ἅπλωσε τό χέρι Του ὁ Χριστός, νά πιάσει τά δύο ἐκεῖνα ταλαίπωρα πλάσματά Του. Καί λέγει στόν Κάρπο:
«Παῖε κατ᾿ ΕΜΟΥ, λοιπόν»! Κοπάνα τήν μου, Κάρπε. «Ἕτοιμος γάρ εἰμί», νά ὑπομείνω, γιά μιά ἀκόμη φορά, κάθε πάθος «ὑπέρ ἀνθρώπων ἀνασωζομένων» (= γιά ἐκείνους πού θέλουν νά σωθοῦν· γιά ἐκείνους πού κάνουν, ἔστω καί μιά ἐλάχιστη κίνηση, ἔστω καί ἕνα τιποτένιο βηματάκι πρός τό μέρος Μου, γιά νά σωθοῦν).
«Πλήν ὅρα, εἰ καλῶς ἔχει σοί». Πρόσεξε! Ὅπως πᾶς θά παύσεις νά ἔχεις θέση κοντά στό Θεό καί στούς ἁγίους ἀγγέλους· καί θά σέ περιμένει νά σέ καταπιεῖ τό στόμα τοῦ ἅδη.
(Διονυσίου Ἀρεοπαγίτη, Ἐπιστολή Η΄ P.G. τ. 3, σελ. 1096C - 1100D).
5. Συμπέρασμα:
Ἡ Ἐκκλησία εἶναι, πρέπει νά εἶναι, μία κοινωνία ἀγάπης.
Ἡ Ἐνορία, σάν κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας - βασιλείας τοῦ Θεοῦ, πρέπει νά εἶναι αἰσθητά ἕνα κύτταρο - ἐργαστήρι ἀγάπης.
Ὁ ἱερέας, πατέρας καί ὁδηγός τῆς ἐνορίας, πρέπει νά εἶναι ἀρχιμάγειρος καί ἀρχιοινοχοός ἀγάπης· ἀρχιεργάτης ἀγάπης· ἐμπνευστής ἀγάπης. Ὥστε, ὅποιος ἔρχεται σέ ἐπαφή μέ τήν ἐνορία, κύτταρο τῆς Ἐκκλησίας, κύτταρο ἀγάπης, νά αἰσθάνεται τήν ἀνάγκη «πεσών ἐπί πρόσωπον», νά «προσκυνήσῃ τόν Θεόν» καί νά διακηρύξῃ ὅτι· «Ὄντως ὁ Θεός ἐν ἡμῖν ἐστίν» (Α΄Κορ. 14, 24-25).
Σήμερα ὁ κόσμος ξέρει καί ζυγιάζει. Καί ζυγιάζοντας βγάζει καί συμπέρασμα; ΜΑΝΗ. ΘΕΚΕΛ. ΦΑΡΕΣ (Δανιήλ 5,26).
Ἱερωσύνη σημαίνει. Λατρεία τοῦ Θεοῦ ἐν καρδίᾳ καθαρᾷ καί ἀγαθῇ.
Ἄς κλείσωμε μέ τά λόγια:
«Πρός ἑαυτόν ἐπανάγου, ἄνθρωπε (= ἱερέα)».
Ἀναμιμνήσκω σε ἀναζωπυρεῖν τό χάρισμα τοῦ Θεοῦ, ὅ ἐστίν ἐν σοί.
ΑΜΗΝ.