fruits

ΔΙ­Ε­ΘΝΕΣ Ε­ΠΙ­ΣΤΗ­ΜΟ­ΝΙ­ΚΟ ΣΥ­ΝΕ­ΔΡΙ­Ο

4-8 Ὀ­κτω­βρί­ου 2000

Εἰ­σή­γη­ση Μη­τρο­πο­λί­του Νι­κο­πό­λε­ως †ΜΕ­ΛΕ­ΤΙ­ΟΥ

 

          Σή­με­ρα ἡ τε­χνο­λο­γί­α ἔ­χει πρα­γμα­το­ποι­ή­σει μί­α ἁλ­μα­τώ­δη ἀ­νά­πτυ­ξη· ἐ­πι­τεύ­γμα­τα, πού δέν θά μπο­ροῦ­σε νά τά συλ­λά­βει οὔ­τε ἡ πι­ό τολ­μη­ρή ἐ­πι­στη­μο­νι­κή φα­ντα­σί­α (ScienceFiction).

Σέ πολ­λά εἴ­δη τε­χνο­λο­γί­ας· καί πι­ό πο­λύ στήν πλη­ρο­φο­ρι­κή, πού σή­με­ρα θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἡ κα­τ' ἐ­ξο­χήν τε­χνο­λο­γί­α αἰ­χμῆς· ἀ­φοῦ μέ σω­ρεί­α ἐ­φαρ­μο­γῶν της ἔ­χει εἰ­σχω­ρή­σει στήν ζωή ὅ­λων καί ἔ­χει τε­θῆ στήν ὑ­πη­ρε­σί­α τοῦ ἀ­τό­μου καί τοῦ συ­νό­λου. Ἔ­τσι εὔ­κο­λα κα­τα­νο­εῖ­ται, ἡ αὐ­τά­ρε­σκη δι­α­κή­ρυ­ξη τῶν προ­ω­θη­τῶν της, ὅ­τι στό­χος της εἶ­ναι ἡ «ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς», δη­λα­δή: γρή­γο­ρη ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­ση, ἄ­νε­ση, ἐ­πάρ­κει­α, αὐ­τάρ­κει­α, εὔ­κο­λη δου­λει­ά, εὔ­κο­λη δι­α­σκέ­δα­ση, ὑ­ψη­λή γνώ­ση, ἐ­ξοι­κο­νό­μη­ση ἐλεύ­θε­ρου χρό­νου κ. ἄ. Μέ ἄλλα λόγια: Σκέτη γοητεία!

Εἶ­ναι λοι­πόν ἐ­ντε­λῶς φυ­σι­κό, ὅ­τι εὑ­ρί­σκει ὁ­λό­ψυ­χη ἀ­πο­δο­χή. Τά ἐ­πι­τεύ­γμα­τά της προ­κα­λοῦν ἴλιγ­γο. Καί ἄν αὐ­τό γί­νε­ται τώ­ρα, πού ἐ­κτι­μᾶ­ται ὅ­τι δι­έρ­χε­ται τήν νη­πι­α­κή της ἡ­λι­κί­α, τί ἔ­χο­με νά βι­ώ­σω­με, ὅ­ταν συ­νε­χί­ζο­ντας τήν θρι­αμ­βευ­τι­κή της πο­ρεί­α, θά ἐ­πι­νο­εῖ ὅ­λο καί σπου­δαι­ό­τε­ρες ἐ­φαρ­μο­γές; Θά φέρει, λέ­νε, χρυ­σῆ ἐ­πο­χή, πα­ρα­δει­σι­α­κή κα­τά­στα­ση. Γι­ά ὅ­λους (LordTennyson, RudyardKipling)!

Ὅ­μως, δέν ἔ­χουν ὅ­λοι τήν ἴ­δι­α γνώ­μη.

Ἄλ­λοι ἐκ­φρά­ζουν μέ κρι­τή­ρι­α κα­θα­ρά ἀν­θρω­πι­στι­κά, ἔντο­νες ἀμ­φι­σβη­τή­σεις. Ἀ­νη­συ­χοῦν. Φο­βοῦ­νται, ὅ­τι οἱ ἐ­φαρ­μο­γές τῆς πλη­ρο­φο­ρι­κῆς θά κα­τα­στρέ­ψουν τήν ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς (Huxley). Ἀμ­φι­σβη­τοῦν τήν προ­σφο­ρά τῆς τε­χνο­λο­γί­ας γι­ά ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς. Kαί λέ­νε, ὅ­τι οἱ ἐ­φαρ­μο­γές της ἔ­χουν ἀ­πο­βῆ κι­ό­λας τό­σο κυ­ρί­αρ­χες στήν ζω­ή τοῦ ἀ­τό­μου, ὥ­στε νά ὑ­πο­κα­θι­στοῦν τό φυ­σι­κό πε­ρι­βάλ­λον, πού δέν μπο­ρεῖ πο­τέ νά ὑ­πο­κα­θί­στα­ται ἀ­ζη­μί­ως. Μή­πως, λέ­νε, τε­λι­κά, μέ τίς τε­χνο­λο­γί­ες αὐ­τές, «τά πρά­γμα­τα ἀ­νέ­βη­καν στήν σέλ­λα»; Μή­πως ἀ­πέ­βη­σαν, ἀ­ντί γι­ά ὄρ­γα­να-ὑ­πη­ρέ­τες τῆς ζω­ῆς τοῦ ἀν­θρώ­που, κύ­ρι­οί του; Μή­πως τόν κα­βάλ­λη­σαν καί κρα­τοῦν πι­ά τά ἠ­νί­α τῆς ζω­ῆς του στά χέ­ρι­α τους (Emerson); Καί ἐ­ρω­τοῦν στά ἴ­σι­α: Μή­πως εἶ­ναι προ­τι­μό­τε­ρο νά πε­τά­ξω­με τά σχε­τι­κά μη­χα­νή­μα­τα στόν σκου­πι­δό­το­πο (SamuelButler);

Ἄλ­λοι, ὅ­πως ἦ­ταν φυ­σι­κό (καί ἀ­να­με­νό­με­νο!), παίρ­νουν σα­φῶς ἐ­χθρι­κή στά­ση ἀ­πέ­να­ντι στίς σχε­τι­κές ἐ­πι­στῆ­μες καί τε­χνο­λο­γί­ες. Εἶ­ναι βα­σι­κά οἱ λε­γό­με­νοι φο­ντα­με­ντα­λι­στές. Κύ­κλοι καί κυ­κλώ­μα­τα ἀ­πό προ­τε­στα­ντι­κές Σέ­κτες τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς μέ ἐ­σχα­το­λο­γι­κό προ­σα­να­το­λι­σμό, καί μέ πο­λι­τι­κές προ­ε­κτά­σεις. Κάνοντας χίλιους λογισμούς καί ἐποικοδομήσεις ἐπάνω σέ πιθανές μελλοντικές χρήσεις. Ἀ­πό τούς κύ­κλους αὐ­τούς προ­έ­κυ­ψε ἡ δαι­μο­νο­ποί­η­ση τῶν ἐ­πι­στη­μῶν, τῶν ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν, τῆς πλη­ρο­φο­ρι­κῆς (666, barcode, ΕΚΑΜ, κο­μπι­οῦ­τερ Βρυ­ξελ­λῶν, ἠ­λε­κτρο­νι­κές κάρ­τες) καί ὅ­λη ἡ σχε­τι­κή πα­ρα­θρη­σκευ­τι­κή καί πα­ρα­πο­λι­τι­κή φλυ­α­ρί­α.

Ποί­α εἶ­ναι ἡ θέ­ση τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Θε­ο­λο­γί­ας ἐ­πά­νω σέ ὅλα αὐ­τά;

Ἄς ἰ­δοῦ­με, τί εἶ­ναι κα­τά τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α

α. οἱ τε­χνο­λο­γί­ες κα­θ' ἑ­αυ­τές· καί

β. οἱ τε­χνο­λο­γί­ες στίς σχέ­σεις τους μέ ἐ­μᾶς.

 

Α΄

Ἐπιστήμη καί τεχνολογίες καθ΄ ἑαυτές

1. Ὅ­σο πρω­το­πο­ρι­α­κά, ὅ­σο ἐ­πα­να­στα­τι­κά καί ἄν λο­γί­ζω­νται τά ἐ­πι­τεύ­γμα­τα τῶν ἐ­πι­στη­μῶν, δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά κρί­νω­νται:

  • οὔ­τε ἀ­νά­λο­γα μέ τό φι­λο­σο­φι­κό-κοι­νω­νι­κό πε­ρί­γυ­ρο·
  • οὔ­τε ἀ­νά­λο­γα μέ τό πρό­σω­πο τοῦ συ­νο­μι­λη­τῆ·
  • οὔ­τε μέ βά­ση ψευ­το-η­θι­κι­στι­κές συμ­βου­λές.
  • Αἰ­ώ­νι­α καί ἀ­ναλ­λοί­ω­τη· σάν τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ.
  • Γλυ­κει­ά καί φι­λάν­θρω­πη· σάν τόν ἴ­δι­ο τόν Θε­ό.
  • ἀπόλυτα ἐλεύθερη·
  • ἀπόλυτα ὑπεύθυνη·
  • ἀπόλυτα δική μας.

Εἶ­ναι λά­θος, νά ἐ­πι­κε­ντρώ­νε­ται τό ἐν­δι­α­φέ­ρον μας στήν λε­πτο­μέ­ρει­α-πρό­βλη­μα τοῦ συ­γκε­κρι­μέ­νου χώ­ρου, χρό­νου καί πε­ρι­βάλ­λο­ντος, πού δέν κα­τόρ­θω­σε ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ ἀν­θρώ­που νά τήν ἐ­ντά­ξει σω­στά. Ἡ ἐ­πι­κέ­ντρω­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρο­ντός μας σέ λε­πτο­μέ­ρει­ες δη­μι­ουρ­γεῖ ψεύ­τι­κα δι­λήμ­μα­τα καί μᾶς ἀ­πο­προ­σα­να­το­λί­ζει.

Σύμ­φω­να μέ μί­α ἱ­στο­ρί­α, μι­ά ὁ­μά­δα ἐ­ξε­ρευ­νη­τῶν ἤ­θε­λαν νά ἀ­νε­βοῦν στά Ἱ­μα­λάϊ­α. Ἐ­μί­σθω­σαν μί­α ἄλ­λη ὁ­μά­δα ἀ­πό φτω­χούς ἐ­ντο­πί­ους, γι­ά νά με­τα­φέ­ρουν τίς ἀ­πο­σκευ­ές τους, καί ξε­κί­νη­σαν.

Προ­χω­ρώ­ντας, ἐ­λεύ­θε­ροι αὐ­τοί ἀ­πό κά­θε βά­ρος, οἱ νε­α­ροί σχε­τι­κά ἐ­ρευ­νη­τές ἔ­τρε­χαν μέ ἐν­θου­σι­α­σμό μπρο­στά. Καί ἀ­κο­λου­θοῦ­σαν κα­τά­φορ­τοι καί ἀ­σθμαί­νο­ντας οἱ ἐ­ντό­πι­οι ὑ­πη­ρέτες.

Κά­ποι­α στι­γμή ἐ­στά­θη­καν ὅ­λοι στήν ἀ­νη­φο­ρι­ά νά πά­ρουν μι­ά ἀ­νά­σα. Σέ λί­γα λε­πτά τά ἀφεντικά ση­κώ­θη­καν καί ξε­κί­νη­σαν! Ἀλ­λά οἱ ἐ­ντό­πι­οι δέν τούς ἐ­μι­μή­θη­καν. Δέν εἶ­χαν «ψυ­χή» νά τό κά­μουν· ἀ­πό ἐ­ξά­ντλη­ση.

Τούς λέ­νε προ­στα­κτι­κά.

- Ἐ­λά­τε, ξε­κι­νῆ­στε· φεύ­γο­με.

Ἀ­πά­ντη­σαν.

- Ὄ­χι. Σεῖς, ἄν θέ­λε­τε, προ­χω­ρῆ­στε. Ἐ­μεῖς δέν μπο­ροῦ­με νά Σᾶς ἀ­κο­λου­θή­σω­με!

- Γι­α­τί;

- Πε­ρι­μέ­νο­με τίς ψυ­χές μας!

Καί πρό­σθε­σαν.

- Ἐ­μεῖς τρέ­χο­με. Οἱ ψυ­χές δέν τρέ­χουν τό­σο πο­λύ. Δέν προ­χω­ροῦν τό­σο γρή­γο­ρα. Ἔ­μει­ναν πί­σω. Τίς πε­ρι­μέ­νο­με. Χω­ρίς τίς ψυ­χές μας δέν πᾶ­με που­θε­νά. Οὔ­τε βῆ­μα.

Ἐ­ξέ­φρα­ζαν ἀ­πό τή δι­κή τους πλευ­ρά μι­ά κα­θα­ρά ἀν­θρώ­πι­νη καί πο­λι­τι­κά­ντι­κη λο­γι­κή, πού ἐ­δῶ, σ' ἐ­μᾶς, εἶ­ναι γνω­στή σάν πρό­γραμ­μα-σύ­στη­μα Κο­λο­κο­τρώ­νη γι­ά τήν με­θό­δευ­ση ἀφο­μοί­ω­σης τοῦ δυ­τι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ ἀ­πό τόν λα­ό μας. Στα­δι­α­κά νά γί­νε­ται. Ὄ­χι ὅ­λο τό «φρά­γκι­κο» μέ μι­ᾶς. Στήν ἀρ­χή 90% ρω­μέϊ­κο καί 10% φρά­γκι­κο. Με­τά 80% ρω­μέϊ­κο καί 20% φρά­γκι­κο κ.ο.κ. Στα­δι­α­κά! Νά τό ἀ­φο­μοι­ώ­νει ὁ κου­τός λα­ός!

Καί βέ­βαι­α, γι­ά ἐ­πί­γει­α πρά­γμα­τα κά­τι τέ­τοι­ο μπο­ρεῖ καί νά γί­νε­ται. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ρό­λος τῆς ὅ­ποι­ας προ­πα­γάν­δας.

Ὅ­μως. Ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ εἶ­ναι αἰ­ώ­νι­ος. Δέν εἶναι ἄλλος σήμερα καί ἄλλος αὔριο. Δέν ἀνακαλύπτεται. Δέν ἐπινοεῖται. Δέν προσαρμόζεται. Εἶ­ναι αἰ­ώ­νι­ος. Καί δί­νει λύ­σεις μό­νο αἰ­ώ­νι­ες. Καί ἡ Ἐκ­κ­λη­σι­α­στι­κή Ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γί­α, ἤ δί­νει λύ­σεις αἰ­ώ­νι­ες καί δι­α­χρο­νι­κές, ἤ αὐτοκα­ταρ­γεῖται. Δέν χρει­ά­ζε­ται σέ κα­νέ­ναν, μί­α ἀ­κό­μη «ἔ­ξυ­πνη» ἀν­θρώ­πι­νη το­πο­θέ­τη­ση! Δέν ὑπάρ­χει νέ­ος λό­γος τοῦ Θε­οῦ, ἐ­πει­δή προ­έ­κυ­ψε ἕ­να ἄ­γνω­στο μέ­χρι τώρα ζή­τη­μα!

Καί λοι­πόν, ἔ­χει ὁ λό­γος τοῦ Θε­οῦ ἀ­πά­ντη­ση; Ναί. Ἔ­χει. Ἄν δέν ἔ­χει, εἴ­μα­στε ἐ­λεύ­θε­ροι νά κά­νω­με ὅ,τι θέ­λο­με. Ἀλ­λά δέν ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά ἐ­πι­νο­οῦ­με δι­κές μας ἀ­πα­ντή­σεις.

2. Τί πρέ­πει νά εἶ­ναι.

Ἡ ἐ­πι­στή­μη, ἡ ὅ­ποι­α ἐ­πι­στή­μη, καί ἡ πρό­ο­δος σέ ὅ­ποι­ον το­μέ­α γνώ­σης, καί σέ ὅ­ποι­α τε­χνο­λο­γι­κή ἐ­φαρ­μο­γή, δέν εἶ­ναι, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι, δαι­μο­νι­κή. Δέν εἶ­ναι, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι, προ­μη­θεϊ­σμός. Εἶ­ναι ὑ­λο­ποί­η­ση τῆς εὐ­λο­γί­ας τοῦ Θε­οῦ.

Εἶ­πε ὁ Θε­ός: «Αὐ­ξά­νε­σθε καί πλη­θύ­νε­σθε», καί τήν εὐ­λο­γί­α Του αὐ­τή, τήν γευ­ό­μα­στε σέ ὅ­λο της τό με­γα­λεῖ­ο. Ἀ­λή­θει­α, τί τρο­με­ρό με­γα­λεῖ­ο, τί ἀ­νε­ξι­χνί­α­στο μυ­στή­ρι­ο σο­φί­ας καί δύ­να­μης Θε­οῦ, κρύ­βει ὁ γε­νε­τι­κός κώ­δι­κας! Καί πρό­σθε­σε ὁ Θε­ός: «καί κα­τα­κυ­ρι­εύ­σα­τε τῆς γῆς» (Γεν. 1,28) ! Καί, νά τη, ἡ κα­τα­κυ­ρί­ευ­ση! Ἡ ἀποκωδικοποίηση τοῦ γε­νε­τι­κοῦ κώ­δι­κα! Τί πι­ό με­γά­λο; Καί τί θαυμαστό τό με­γα­λεῖ­ο τῆς ποι­κι­λί­ας τῶν ἐ­φαρ­μο­γῶν τῶν ἠ­λε­κτρο­νι­κῶν στήν πλη­ρο­φο­ρι­κή! Εἶ­ναι τό­σες, πού εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά ἐ­ξα­ρι­θμη­θοῦν. Καί ὅ­λο αὐ­ξά­νουν. Ἁλ­μα­τω­δῶς. Καί σέ ἀρι­θμό ἐ­φαρ­μο­γῶν. Καί σέ ποι­ό­τη­τα.

Εὐ­λο­γί­α ἡ ἔ­ρευ­να. Εὐ­λο­γί­α ἡ γνώ­ση. Εὐ­λο­γί­α ἡ κα­τά­κτη­ση. Εὐ­λο­γί­α ἡ γνώ­ση τῶν δυ­να­το­τή­των πού προ­σφέ­ρει.

3. Λοι­πόν. Στήν θε­ω­ρί­α κα­λά πᾶ­με. Στήν χρή­ση τά χα­λᾶ­με! Ἄλ­λο εὐ­λο­γί­α Θε­οῦ, ἄλ­λο χρή­ση ἀ­πό τόν ἄν­θρω­πο. Ὑ­πάρ­χει χρή­ση κα­λή. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει καί χρή­ση κα­κή.

Ὅ­μως. Ἡ κα­κή χρή­ση δέν ἔ­χει καμ­μι­ά σχέ­ση μέ τήν εὐ­λο­γί­α. Εἶ­ναι καρ­πός τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Ἀλλά ἡ ἁ­μαρ­τί­α δέν γί­νε­ται ποτέ ἀ­φορ­μή γι­ά ἀ­νά­κλη­ση εὐ­λο­γί­ας. Δέν κα­τάρ­γη­σε ὁ Θε­ός τά ρό­πα­λα, ἐ­πει­δή ὁ Κάϊν σκό­τω­σε μέ ρό­πα­λο τόν ἀ­δελ­φό του. Οὔ­τε, ἐ­πει­δή κά­ποι­ος ἔ­σφα­ξε μέ μα­χαί­ρι, εἶ­ναι ἐ­πι­κα­τά­ρα­τος ὅποι­ος ἔ­χει στό σπί­τι του μα­χαί­ρι­α. Ὁ Κάιν μέ τό ρόπαλο καί ὁ ὅποιος πού ἐκμεταλλεύεται τίς δυνατότητες τῆς πληροφορικῆς ἤ τά δεδομένα τῆς Γενετικῆς, ἔχουν τό ἴδιο ἠθικό ὑπόβαθρο καί τήν ἴδια εὐθύνη.

Συ­μπέ­ρα­σμα-ἐ­πι­σή­μαν­ση.

Ση­μα­σί­α δέν ἔ­χει τό­σο ἡ λε­πτο­μέ­ρει­α τῆς χρή­σης, ὅ­σο ἡ γε­νι­κή θε­ώ­ρη­ση: Ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α. Αὐ­τή κα­θ' ἑ­αυ­τήν εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α. Δέν κά­νει νά τῆς ἀλ­λά­ζω­με θε­ώ­ρη­ση.

Ἡ χρή­ση εἶ­ναι ἀ­το­μι­κή ὑ­πό­θε­ση τοῦ κα­θ' ἑ­νός μας. Ἔκ­φρα­ση προ­σω­πι­κῆς τοποθέτησης. Ποιοτικά, τά ρόπαλα καί τά μαχαίρια διαφέρουν πολύ ἀπό τά κοπμιοῦτερ καί τίς μετα­μοσχεύ­σεις, ἠθικά καί πνευματικά στίς κακές τους χρήσεις, διαφέρουν; Ὄχι δέν διαφέρουν.

Ἄς ἰ­δοῦ­με καί τό ση­μεῖ­ο αὐ­τό μέ ὑ­πο­μο­νή!

Β΄

Οἱ τεχνολογίες στίς σχέσεις τους μέ ἐ­μᾶς

          1. Ἄς ἰδοῦμε τό πρό­βλη­μα αὐτό, ὅ­πως τό θέτει ὁ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας. Λέ­γει: Οἱ τέ­χνες, οἱ ἐ­πι­στῆ­μες, οἱ ἀ­να­κα­λύ­ψεις, γε­νι­κά, καί οἱ ἐ­φαρ­μο­γές τους, πι­ό αἰ­σθη­τά, δέν ἐ­πι­τρέ­πουν ἀμ­φι­βο­λί­α ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι ἐ­πί γῆς «τῆς ἀ­νω­τά­τω δόξης ἐκμα­γεῖ­ον καί τῆς θε­ο­πρε­ποῦς ἐ­ξου­σί­ας εἰ­κών» (P.G. 69, 20 c).

Ἀ­πο­τέ­λε­σμα ὅμως τῆς προ­ό­δου, εἶ­ναι ὅ­τι, «ταῖς ἄ­γαν εὐ­η­με­ρί­αις», ἀ­πό τά πολ­λά ἐ­πι­τεύ­γμα­τα, ὁ ἄν­θρω­πος κιν­δυ­νεύ­ει, ἵνα «ἑ­τοι­μό­τα­τα δι­ο­λι­σθή­σῃ εἰς τό οἴ­ε­σθαι τυ­χόν ἀ­πηλ­λά­χθαι καί τῆς ἐ­ξου­σί­ας καί τῆς τοῦ Κρα­τοῦ­ντος ὑ­πε­ρο­χῆς»: Δη­λα­δή· ὁ ἄν­θρω­πος κιν­δυ­νεύ­ει – γοητευμένος ἀπό τίς ἐπιτυχίες του, νά ἀρχίσει νά ψάχνει νά βρῆ ἀφορμή - νά δι­ο­λι­σθή­ση σέ ἕ­να πνεῦ­μα-φρό­νη­μα σάν τῶν ἀν­θρώ­πων, πού προ­σπά­θη­σαν νά δη­μι­ουρ­γή­σουν τόν πύρ­γον τῆς Βα­βέλ. Καί πρά­γμα­τι, εὔ­κο­λα δι­ο­λι­σθαί­νει στό πνεῦ­μα-φρό­νη­μα αὐ­τό, νά «οἴ­ε­ται», ὅ­τι καί μπορεῖ καί ὀ­φεί­λει, νά ἀ­παλ­λα­γῆ ἀ­πό τήν ἐ­ξου­σί­α τοῦ Κρα­τοῦ­ντος! Εἶ­ναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τό πα­ρά­δει­γμα (καί τό πνεῦ­μα!) τῶν ἀν­θρώ­πων, πού ἠ­θέ­λη­σαν νά δη­μι­ουρ­γή­σουν τόν πύρ­γον τῆς Βα­βέλ. Ἐξ ἴ­σου χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό εἶ­ναι τό πνεῦ­μα (καί τό πεῖ­σμα!) πού πε­ρι­γρά­φει στίς ἡ­μέ­ρες μας ὁ κα­θη­γη­τής Μ. Δερ­τοῦ­ζος στό βι­βλί­ο του: Τί μέλ­λει γε­νέ­σθαι, σελ. 562. Νεαρά παιδιά ἐκεῖ ἀρνοῦνται μέ πεῖσμα νά δεχθοῦν τήν διαβεβαίωση τοῦ καθηγητῆ τους, ὅτι ἡ ἐπιστήμη, οὔτε ἐμποδίζει οὔτε ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν πίστη στόν Θεό. Τό ἴδιο πεῖσμα παντοῦ!

Ὅ­λα αὐ­τά ὁ πάν­σο­φος Θε­ός τά προ­ε­γνώ­ρι­ζε. Καί γι­' αὐ­τό, «νό­μον εὐ­θύς ἐ­δί­δου», λέ­γει μέ ἔμ­φα­ση ὁ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος, γι­ά νά πε­ρι­θρι­γκώ­σει τόν ἄν­θρω­πο· νά μπο­ρέ­σει νά στα­θῆ στό σω­στό πνεῦ­μα, στήν σω­στή στά­ση ἔ­να­ντι τοῦ Θε­οῦ.

2. Πῶς μᾶς πε­ρι­θρί­γκω­σε ὁ Θε­ός;

Μέ­σα στόν πα­ρά­δει­σο, μα­ζί μέ ὅ­λα τά προ­ο­ρι­σμέ­να γι­ά χρή­ση, πού ἐ­τέ­θη­σαν στήν δι­ά­θε­ση, στήν βα­σι­λι­κή ἐ­ξου­σί­α τοῦ ἀν­θρώ­που, -βλέ­πο­με καί δύ­ο δέν­δρα πού δέν εἶ­ναι γι­ά χρή­ση, ἀλ­λά κα­θο­ρί­ζουν καί δί­νουν κρι­τή­ρι­α. Τί ὡ­ραι­ό­τε­ρο; Τί πι­ό ἀν­θρώ­πι­νο; Τί πι­ό ἐ­πι­στη­μο­νι­κό;

Στό πρῶ­το βι­βλί­ο τῆς Ἁγίας Γραφῆς, στήν Γέ­νε­ση (κεφ. 2,9 καί 2,16-17) δι­α­βά­ζο­με: «Ἐ­ξα­νέ­τει­λεν ὁ Θε­ός ἔ­τι ἐκ τῆς γῆς πᾶν ξύ­λον ὡ­ραῖ­ον εἰς ὅ­ρα­σιν καί κα­λόν εἰς βρῶ­σιν· καί τό ξύ­λον τῆς ζω­ῆς ἐν μέ­σῳ τοῦ Πα­ρα­δεί­σου· καί τό ξύ­λον τοῦ εἰ­δέ­ναι γνω­στόν κα­λοῦ καί πο­νη­ροῦ».

Δύ­ο λοι­πόν δέν­δρα «ἐ­ξα­νέ­τει­λεν» ὁ Κύ­ρι­ος στόν Πα­ρά­δει­σο. Τό ἕ­να κο­ντά στό ἄλ­λο. Τό ξύ­λο τῆς ζω­ῆς· καί τό ξύ­λο τοῦ γι­νώ­σκειν κα­λόν καί πο­νη­ρόν. Καί ἔ­δω­κε ἐ­ντο­λή καρ­πό ἀ­πό τό ξύ­λο «τοῦ γι­νώ­σκειν κα­λόν καί πο­νη­ρόν», νά μήν φᾶ­νε.

3. Γιατί ὅμως; Γιατί;

Πολ­λοί λέ­νε, ὅ­τι μέ τήν πα­ρά­βα­ση τῆς ἐ­ντο­λῆς ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος τῆς γνώ­σης· ὅ­τι ἡ πα­ρά­βα­ση ἦ­ταν εὐ­λο­γί­α. Ὅμως. Ὅποι­ος δέ­χε­ται τήν ἐκ­δο­χή αὐ­τή, βλέ­πει τήν γνώ­ση σάν προ­μη­θεϊ­σμό· νά στρέ­φε­ται κα­τά τοῦ Θε­οῦ!

Ἡ ἐκ­δο­χή αὐ­τή φαί­νε­ται ἔ­ξυ­πνη. Ἀλ­λά δέν εἶ­ναι. Εἶ­ναι ἁπλου­στευ­τι­κή καί ἁ­πλοϊ­κή.

Ἡ ἐκ­δο­χή αὐ­τή δέν εἶ­ναι και­νούρ­γι­α. Τήν ἐ­γνώ­ρι­ζε ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης ὁ Χρυ­σό­στο­μος. Ἀλ­λά τήν ἀ­πορ­ρί­πτει. Κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά. Λέ­γει: «Πολ­λοί λέ­γειν ἐ­πι­χει­ροῦ­σιν, ὅ­τι με­τά τήν βρῶ­σιν τοῦ καρ­ποῦ τοῦ ξύ­λου τήν γνῶ­σιν ἔ­σχεν ὁ Ἀ­δάμ τοῦ δι­α­κρί­νειν τό κα­λόν καί τό χεῖ­ρον»· καί ὅ­τι χω­ρίς τήν πα­ρά­βα­ση ὁ ἄν­θρω­πος θά ἔ­με­νε σέ νο­η­τι­κή στα­σι­μό­τη­τα· σάν προ­βα­τά­κι! Τήν ἄ­πο­ψη αὐ­τή ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης τήν ἐ­μπαί­ζει. Λέ­γει: «τοῦ­το τῆς ἐσχά­της ἄν εἴ­η ἀ­νοί­ας» (P.G. 53, 132) ! Δη­λα­δή: Ἡ ἄ­πο­ψη αὐ­τή εἶ­ναι ἕ­νας ἐ­ξω­φρε­νι­σμός· βλα­κεί­α· ἀγραμ­μα­το­σύ­νη. Ἡ βρώ­ση τοῦ καρ­ποῦ τοῦ δέν­δρου ἐ­κεί­νου δέν ἄ­νοι­ξε τόν δρό­μο τῆς γνώ­σης. Ἄλ­λον δρό­μο ἄ­νοι­ξε! Ποῖ­ον;

Ἐ­πε­ξη­γεῖ ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης: «Δι­ά τοῦ­το οὖν ἡ θεί­α Γρα­φή ὠ­νό­μα­σε καί τό ξύ­λον τοῦ­το, ξύ­λον "τοῦ εἰ­δέ­ναι γνω­στόν καλοῦ καί πο­νη­ροῦ", ἐ­πει­δή πε­ρί αὐ­τό ἦν ἡ πα­ρά­βα­σις καί ἡ φυ­λα­κή τῆς ἐ­ντο­λῆς» (P.G. 53, 133). Δηλ. μέ τήν πα­ρά­βα­ση τῆς ἐντο­λῆς ἐ­κεί­νης τοῦ Θε­οῦ δέν ἄ­νοι­ξε ὁ δρό­μος τῆς κα­τά­κτη­σης τῆς γνώ­σης, πού τά­χα ἀλ­λι­ῶς δέν θά ἄ­νοι­γε. Ἄλλος δρόμος ἄνοιξε. Ὁ δρόμος τῆς ἀπομάκρυνσης ἀπό τόν Θεό. Ὁ δρόμος τῆς ἐπιδίωξης τοῦ ἀνθρώπου νά ἐξομοιωθῆ μέ τόν Θεό σέ γνώση· καί νά γίνει - ὅπως ἔλεγε ὁ Hegel - «ἕνα αὐτο-απει­ροποιούμενο πνεῦμα» (=κορύφωση τοῦ προμηθεϊσμοῦ) (D. Bell, Ὁ πολιτισμός τῆς μεταβιομηχανικῆς Δύσης, ἑλλ. μετ., σελ. 196).

Ποιός ἦταν ὁ σκο­πός τῆς ἐ­ντο­λῆς; Νά κα­τα­λά­βει ὁ ἄν­θρω­πος, «ὡς ὑ­πό δε­σπό­την ἐ­στίν». Καί ὅ­τι τό δέν­δρο ἐ­κεῖ­νο ἦ­ταν γυ­μνα­σί­α· ὄ­χι γνώ­σης, ἀλ­λά ὑ­πα­κο­ῆς καί πα­ρα­κο­ῆς (P.G. 53, 133). Μέ ἄλ­λα λό­γι­α, ἡ αἴσθηση, ἡ ἐπίγνωση ὅτι ὁ Θεός εἶναι Θεός Κύριος Δεσπότης καί ἐμεῖς ὑπό, ἔστω καί λίγο ἀλλά πάντως ὑπό, εἶναι τό κρι­τή­ρι­ο πού πρέπει νά διέπει τήν σχέ­ση μέ τόν Θε­ό.

4. Στήν πα­ρά­βα­ση τῆς ἐ­ντο­λῆς ὁ ἄν­θρω­πος δέν ἐνήρ­γη­σε οὔ­τε μέ βάση τό κρι­τή­ρι­ο τῆς σχέσης μέ τόν Θεό, οὔ­τε μέ κρι­τή­ρι­α γνω­σι­ο­λο­γι­κά προσ­δι­ο­ρι­σμέ­να, ἀλ­λά μέ βά­ση μι­ά ἄλ­λου τύ­που ἀνα­ζή­τη­ση, μί­α εὐδαιμονιστικοῦ τύπου βι­ω­μα­τι­κή ἀ­να­ζή­τη­ση. Ἐ­πι­θύ­μη­σε νά γί­νει σάν Θε­ός· νά προσ­δι­ο­ρί­ζει μό­νος του, αὐ­τό­νο­μα, τήν χα­ρά του καί τήν εὐ­τυ­χί­α του, μέ βά­ση δι­κές του προ­τι­μή­σεις καί ἐ­πι­λο­γές· δι­κά του κρι­τή­ρι­α· πού τά δη­μι­ούρ­γη­σε ὁ ἴ­δι­ος· μό­νος του. Καί τόν ὁδηγοῦν μέ μαθηματική ἀκρίβεια στόν ἡδονισμό καί στήν ἀκολασία. Ἀλ­λά στήν ἐ­πι­λο­γή του αὐ­τή «ὁ Ἀ­δάμ ἐ­ψεύ­σθη»· δηλ. τήν ἐ­πά­τη­σε! «Καί Θε­ός, ἐπι­θυ­μή­σας, οὐ γέ­γο­νεν» (τρο­πά­ρι­ον Εὐ­αγ­γε­λι­σμοῦ).

Ἔ­γι­νε ὅ­μως κά­τι ἄλ­λο, πο­λύ σο­βα­ρό· ἀ­πό­κτη­σε ἐ­μπει­ρί­α τοῦ κα­κοῦ· «ἔ­λα­βεν αἴ­σθη­σιν τῆς ἐκ­πτώ­σε­ως (ἀ­πό) τῆς δό­ξης (τοῦ Θε­οῦ), ἧς πρό τῆς βρώ­σε­ως ἀ­πέ­λαυ­ε» (Κύριλλος, P.G. 53, 132).

Τί ὅ­μως ση­μαί­νει ἀ­πό­κτη­σε ἐ­μπει­ρί­α τοῦ κα­κοῦ;

Τό ἑ­βραϊ­κό πρω­τό­τυ­πο, ὅ­που ἡ ἑλ­λη­νι­κή με­τά­φρα­ση τῶν Ο΄ χρη­σι­μο­ποι­εῖ τό «εἰ­δέ­ναι γνω­στόν», ἔ­χει τό ρῆ­μα γι­α­δά. Τό ρῆ­μα γι­α­δά δέν ση­μαί­νει γνώ­ση ἐ­γκε­φα­λι­κή, λο­γι­κή, ἐ­πι­στη­μο­νι­κή, ἀλ­λά μι­ά δι­α­φο­ρε­τι­κοῦ τύ­που ἐ­μπει­ρί­α. Τήν ἔν­νοι­ά της τήν κα­τα­λα­βαί­νο­με κα­λά στήν δι­α­τύ­πω­ση: «Ἀ­δάμ δέ ἔ­γνω Εὔαν τήν γυ­ναῖ­κα αὐ­τοῦ· καί συλ­λα­βοῦ­σα ἔ­τε­κε» (Γεν. 4,1). Ἐκεῖ­νο τό «ἔ­γνω», δέν ἔ­χει καμ­μί­α σχέ­ση μέ γνώ­ση ἐ­γκε­φα­λι­κή. Τό για­δά ση­μαί­νει: ἐ­πι­λέ­γω: ἀ­γα­πά­ω· λα­χτα­ρῶ· ἀ­πο­λαύ­ω· κά­νω αὐ­τό πού «γι­νώ­σκω» πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ζω­ῆς μου· ταυ­τί­ζο­μαι. Συνουσιάζομαι. Κά­πως ἔ­τσι, δηλ. μέ δικές του «ἀναζη­τήσεις» καί μέ δικά του κριτήρια, γι­νώ­σκει ὁ ἄν­θρω­πος τό κα­λό καί τό κα­κό. Μέ μία «γυ­μνα­σία ὑ­πα­κο­ῆς καί πα­ρα­κο­ῆς» (P.G. 53, 133)· πού δέν εἶ­ναι μί­α λο­γι­κή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α· ἀλ­λά μί­α κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά τρα­γι­κή πά­λη, στήν ὁποί­α κυ­ρί­αρ­χο ρό­λο παί­ζει ἡ βού­λη­ση· μέ βά­ση κρι­τή­ρι­α ἐ­ξω­λο­γι­κά.

Ἐ­πι­βάλ­λε­ται νά πα­ρα­τη­ρή­σω­με, ὅ­τι κυτ­τά­ζο­ντας τόν καρ­πόν τοῦ ξύ­λου τῆς γνώ­σε­ως ἡ Εὔ­α τοῦ εὑ­ρῆ­κε τρεῖς ἰ­δι­ό­τη­τες, ἀ­πό τίς ὁ­ποῖ­ες καμ­μι­ά-μά καμ­μι­ά, δέν ἔ­χει σχέ­ση οὔ­τε μέ γνώ­ση ἐ­γκε­φα­λι­κή, οὔ­τε μέ λο­γι­κή πρόσ­λη­ψη πού δέν ὑ­πῆρ­χε πρίν, οὔ­τε μέ τήν πί­στη.

Εὑ­ρῆ­κε ὅ­τι ὁ καρ­πός εἶ­χε τίς ἑ­ξῆς ἰ­δι­ό­τη­τες: ἦ­ταν «κα­λός εἰς βρῶ­σιν· ἀ­ρε­στός τοῖς ὀ­φθαλ­μοῖς ἰ­δεῖν καί ὡ­ραῖ­ος τοῦ κα­τα­νο­ῆ­σαι». Μέ τί κρι­τή­ρι­α; Αἴ­σθη­ση, συ­ναί­σθη­μα, αἰ­σθη­τι­κή (=γεύ­ση, γοῦ­στο, ὀ­μορ­φι­ά)· πρά­γμα­τα ἐ­ξω­λο­γι­κά. Καί πρά­γμα­τι, ἡ Εὔ­α προ­έ­βη στήν ἐ­πι­λο­γή τῆς πα­ρα­κο­ῆς, ἀ­φοῦ πα­ρα­μέ­ρι­σε τά κρι­τή­ρι­α πού τῆς εἶ­χε θέ­σει ὁ Θε­ός, καί ἐ­πέ­λε­ξε γι­ά τόν ἑ­αυ­τό της ἄλ­λα. Ἐ­πα­να­λαμ­βά­νω. Ἄ­φη­σε τήν ἀ­λή­θει­α, τήν γνώ­ση, τήν ἐ­ντο­λή τοῦ Θε­οῦ· καί δέ­χθη­κε σάν κρι­τή­ρι­α τήν αἴ­σθη­ση, τό συ­ναί­σθη­μα καί τήν αἰ­σθη­τι­κή (γεύ­ση, γοῦ­στο, ὀ­μορ­φι­ά), πρά­γμα­τα ἐ­ντε­λῶς ἐ­ξω­λο­γι­κά.

5. Γι­α­τί ὁ Θε­ός ἔ­δω­κε στόν ἄν­θρω­πο τήν ἐ­ντο­λή αὐ­τή; Καί ἀ­πα­ντᾶ ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης (P.G. 53,115): Γι­ά ἕ­να καί μό­νο λό­γο· γι­ά νά τόν βο­η­θή­σει νά κα­τα­λά­βει, ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται νά κά­νει μέσα του μί­αν ἱ­ε­ράρ­χη­ση, μί­α ἔλ­λο­γη ἐ­πι­λο­γή, μέ βά­ση κά­ποι­α κρι­τή­ρι­α· καί νά μήν ἀ­φή­νει νά τόν πα­ρα­σύ­ρουν ἀ­φε­λεῖς ἐν­θου­σι­α­σμοί, σάν καί ἐ­κεῖ­νον πού γο­ή­τευ­σε τόν Ἀ­δάμ· καί ὅτι κύ­ρι­ο κρι­τή­ρι­ο στίς το­πο­θε­τή­σεις καί ἐ­πι­λο­γές του, πρέ­πει νά εἶναι ἡ σχέ­ση μέ τόν Θε­ό. Αὐ­τή ἡ σχέ­ση δί­νει στόν ἄν­θρω­πο στα­θε­ρά ἀ­ντι­κει­με­νι­κά κρι­τή­ρι­α.

Ὁ ἄν­θρω­πος πα­ντοῦ καί πά­ντο­τε πρέ­πει νά φρο­ντί­ζει, νά τό ἔ­χει βα­θει­ά μέ­σα του, νά τό ζῆ, νά τό βι­ώ­νει «ὅ­τι ὑ­πό Δε­σπό­την ἐ­στί» (P.G. 53,115)· καί ὅ­τι ὁ Θε­ός εἶ­ναι ΟΝ· ἤ μᾶλ­λον Ο ΩΝ. Εἶ­ναι ὅ­μως ἄλ­λης ὑ­φῆς, ἄλ­λης φύ­σης. Ἄ­ναρ­χος, ἀ­ό­ρα­τος, ἄφθαρ­τος, ἀ­πε­ρι­νό­η­τος, ἀ­κα­τά­λη­πτος. Ἄ­κτι­στος. Φύ­ση καί οὐσί­α ἐ­ντε­λῶς δι­α­φο­ρε­τι­κή ἀ­πό αὐ­τές πού ξέ­ρο­με. Ἐ­πά­νω καί ἔξω ἀ­πό κά­θε δυ­να­τό­τη­τα ἔ­ρευ­νας ἐκ μέ­ρους τοῦ ἀν­θρώ­που μέ τίς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­πι­στη­μῶν πού ξέ­ρει. Καμ­μι­ά ἐ­πι­στή­μη δέν ὁ­δη­γεῖ στόν Θε­ό. Καί καμ­μι­ά δέν ὁ­δη­γεῖ μα­κρι­ά Του. Δηλαδή. Στίς θρησκευτικές, ἠθικές, βιωματικές ἐπιλογές του καί τοποθετήσεις του ὁ ἄνθρωπος ὁδηγεῖται νομοτελειακά. «Ἐ­θε­λο­ντής δι­α­νεύ­ει ἕ­κα­στος ἐ­πί τῷ προ­σκρού­ειν τῷ Θε­ῷ» (P.G. 69, 24A), ὅ­πως λέ­γει ἀ­πο­φα­ντι­κά ὁ ἅ­γι­ος Κύ­ριλ­λος Ἀ­λε­ξαν­δρεί­ας· καί συμφωνεῖ τόσο ξεκάθαρα μαζί του ὁ Μιχ. Δερτοῦζος, στήν συζήτηση, πού ὑπενθυμίσαμε πιό πάνω.

Συ­μπε­ρά­σμα­τα. Τί πρέ­πει νά γί­νει;

Ἀ­ξι­ο­πρό­σε­κτη εἶ­ναι καί ἡ ἀ­κό­λου­θη δι­α­σά­φη­ση τοῦ Ἱ­ε­ροῦ Χρυ­σο­στό­μου.

Ἡ ἁ­γί­α Γρα­φή λέ­γει, ὅ­τι ὁ Θε­ός «ἔ­θε­το», ἔ­βα­λε τόν Ἀ­δάμ στόν Πα­ρά­δει­σο. Ὅ­μως ὁ Πα­ρά­δει­σος δέν εἶ­χε οὔ­τε φυ­σι­κό-ὑ­λι­κό φρά­χτη, οὔ­τε κἄν πνευ­μα­τι­κό. Οὔ­τε εἶ­χε καμ­μι­ά δι­α­φο­ρά ἀπό τήν ὑ­πό­λοι­πη γῆ. Τό «ἔ­θε­το» ἔ­χει τήν ἔν­νοι­α: τοῦ ἔ­δω­σε ἐντο­λή νά δι­ά­γει ἐ­κεῖ· νά κά­μει κέ­ντρο τῆς ζω­ῆς του τά δύ­ο δέν­δρα, πού εὑ­ρί­σκο­ντο στό μέ­σο τοῦ Πα­ρα­δεί­σου.

Ὅ­μως, γι­ά ποι­ό λό­γο; Γι­ά νά τό συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ, ὅ­τι πρώ­τη του ἐ­πι­λο­γή ἔ­πρε­πε λο­γι­κά νά εἶ­ναι ἡ δι­α­βί­ω­σή του κο­ντά στά δύ­ο αὐ­τά δέν­δρα· πού λο­γι­κά καί κα­νο­νι­κά ἡ θέ­α τους ἔ­πρε­πε νά τοῦ θυ­μί­ζουν, ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ: τό μέν ξύ­λο τῆς ζω­ῆς, ὅ­τι ἡ πρώ­τη του προ­τε­ραι­ό­τη­τα πρέ­πει νά εἶ­ναι ἡ ζω­ή καί ἡ ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς· τό δέ ξύ­λο τοῦ γι­νώ­σκειν κα­λόν καί πο­νη­ρόν, ὅ­τι χρει­ά­ζε­ται νά ἐ­νερ­γεῖ, ὄ­χι ἀ­νά­λο­γα μέ ἐ­ντυ­πώ­σεις καί συ­ναι­σθή­μα­τα, ἀλ­λά μέ βά­ση τά στα­θε­ρά κρι­τή­ρι­α πού τοῦ ἔ­θε­σε ὁ Θε­ός. Καί συ­μπε­ραί­νει ὁ ἅ­γι­ος Ἰ­ωάν­νης ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κά: «Ζή­τη­μα μέ­γι­στον ἡ­μῖν ἐ­ντεῦ­θεν τί­κτε­ται» (P.G. 53,109). Δη­λα­δή. Νά θέ­μα, στό ὁ­ποῖ­ο ἀ­ξί­ζει νά ἀ­φι­ε­ρώ­σει κα­νείς λί­γη φαι­ά οὐ­σί­α!

Γι­ά νά ἰ­δεῖ τί; Νά κα­τα­λά­βει τί;

1. Ἡ ἐ­πι­στή­μη δέν εἶ­ναι προ­μη­θεϊ­σμός! Δέν εἶ­ναι ἀ­ντί­θε­η· οὔ­τε ἄ­θε­η. Εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α. Σέ ὅ­λη της τήν ἔ­κτα­ση. Καί δέν πρέ­πει νά τήν ἀ­φή­νω­με ἐ­μεῖς νά ἐκ­φυ­λί­ζε­ται σέ προ­μη­θεϊ­σμό.

2. Ἡ ἐ­πι­στή­μη σάν ἐ­πι­στή­μη εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α. Καί οἱ ἀ­να­κα­λύ­ψεις καί οἱ ἐ­φαρ­μο­γές τους εἶ­ναι εὐ­λο­γί­α. Ἡ ἐ­πι­στή­μη δέν εἶ­ναι οὔ­τε ancillatheologiae, οὔ­τε dominaomnium (Δέ­σποι­να καί κυ­ρί­α τῶν πά­ντων) ! Ἡ ἀ­ντι­πα­λό­τη­τα ἀ­νά­με­σα σέ πί­στη καί ἐ­πι­στή­μη ὀ­φεί­λε­ται σέ λά­θος θε­ώ­ρη­ση θέ­σης, ἀ­πο­στο­λῆς, ἁρ­μο­δι­ο­τή­των, ὁ­ρί­ων. Π.χ. 1633 δι­κα­στή­ρι­ο Ἱ­ε­ρᾶς Ἐ­ξέ­τα­σης δι­κά­ζει τόν Γα­λι­λαῖ­ο.

3. Ἐ­πι­δί­ω­ξη τῆς ἐ­πι­στή­μης καί τῆς ἐ­φαρ­μο­γῆς της εἶ­ναι ἡ ζω­ή· καί μά­λι­στα μι­ά ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς. Ἡ ἀ­πό­γευ­ση τοῦ ξύ­λου τοῦ εἰ­δέ­ναι γνω­στόν κα­λοῦ καί πο­νη­ροῦ δέν ἔ­χει καμ­μι­ά σχέ­ση, οὔ­τε μέ τήν γνώ­ση, οὔ­τε μέ τήν ἐ­πι­στή­μη. Εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κά καί μό­νο ἠ­θι­κῆς δι­ά­στα­σης βου­λη­τι­κή ἐ­νέρ­γει­α, ἀλ­λά πο­τέ προ­σέγ­γι­σης τῆς ἀ­λή­θει­ας. Ἔ­τσι ταυ­τι­σμέ­νοι μέ τό κα­κό μπο­ροῦν νά βρε­θοῦν ἐξ ἴ­σου καί ἐ­πι­στή­μο­νες καί ἁ­πλοῖ ἄν­θρω­ποι. Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες, σάν ἐ­πι­στή­μο­νες, δέν εἶ­ναι οὔ­τε πι­στοί, οὔ­τε ἄθε­οι.

Πό­τε θά μά­θω­με «μή ὑ­περ­φρο­νεῖν πα­ρ' ὅ δεῖ φρο­νεῖν, ἀλ­λά φρο­νεῖν εἰς τό σω­φρο­νεῖν, ἑ­κά­στῳ ὡς ὁ Θε­ός ἐ­μέ­ρι­σεν»; (Ρωμ. 12,3) καί «ἵ­να μή εἷς ὑ­πέρ τοῦ ἑ­νός φυ­σι­οῦ­ται κα­τά τοῦ ἑτέ­ρου» (Α΄ Κορ. 4,6);

4. Πρέ­πει λοιπόν νά κάνω­με τίς ἐ­πι­λο­γές μας, μέ βά­ση τά κρι­τή­ρι­α πού μᾶς ἔ­δω­κε ὁ Θε­ός. Καί ἐ­πε­ξη­γοῦ­με:

Στόν Πα­ρά­δει­σο ὑ­πῆρ­χαν δύ­ο ξύ­λα ἤ δέν­δρα. Τό ξύ­λον τοῦ «εἰ­δέ­ναι» τῆς γνώσης· καί τό ξύ­λον τῆς ζωῆς.

Γι­ά τό ξύ­λο τῆς ζω­ῆς δέν μᾶς ἐ­δό­θη καμ­μί­α ἐ­ντο­λή.

Μᾶς ἐ­δό­θη μό­νο ἡ ὁ­δη­γί­α, ὅ­τι πρέ­πει νά ἀ­πο­τε­λεῖ τό κέν­τρο τῆς ζω­ῆς μας· ὅτι πρέπει ζω­ή μας, νοῦς μας, αἴ­σθη­σή μας νά στρέ­φω­νται ὅ­λο καί πι­ό πο­λύ γύ­ρω ἀ­πό αὐτό. Αὐ­τό τό μυ­στι­κό νό­η­μα τοῦ ξύ­λου τῆς ζω­ῆς ταυ­τί­ζε­ται μέ τόν πό­θο τῆς ἐπι­στή­μης νά δη­μι­ουρ­γεῖ προϋ­πο­θέ­σεις γι­ά ποι­ό­τη­τα ζω­ῆς!

Τί ὅμως εἶ­ναι τό ξύ­λο αὐ­τό, τό ξύ­λο τῆς ζω­ῆς;

Ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Θε­ο­λο­γί­α ἀ­πα­ντᾶ:

Χρι­στός ἐ­στί τό ξύ­λον τῆς ζω­ῆς. (Πα­ρα­κλη­τι­κή, ἦ­χος βα­ρύς, μα­κα­ρι­σμοί τρ.α΄). Καί μα­ζί του ὅ­λα ὅ­σα εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ: Σταυ­ρός, Χά­ρις, Ἔ­λε­ος, Σῶ­μα Του, Αἷ­μα Του, κ.ο.κ.. Γι­α­τί μέ ὅ­λα αὐ­τά καί ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά προ­χέ­ε­ται ζω­ή.

Καί «προτίθεται», τοποθετεῖται ἐνώπιόν μας, - εἴτε εἴμαστε σοφοί καί ἐπιστήμονες, εἴτε ὄχι, - γιά μιά ἀπόλυτα δική μας ἐπιλογή· γιά μιά ἐπιλογή:

Μί­α ἀ­πό τίς βα­σι­κώ­τε­ρες δω­ρε­ές τοῦ Χρι­στοῦ σέ μᾶς, εἶ­ναι ἡ ἐ­λευ­θε­ρί­α πού μᾶς ἔ­δω­κε, νά Τόν ἀ­γα­πᾶ­με καί νά Τόν ἀ­κο­λου­θοῦ­με, μό­νο ὅ­ταν τό θέ­λω­με, καί νά Τόν ἀρ­νού­μα­στε καί νά Τόν μι­σοῦ­με, ὅ­ταν τό θέ­λω­με. Ἐ­πι­κυ­ρώ­νει ἔ­τσι ὁ Χρι­στός τά τόσο φι­λό­σο­φα λό­γι­α τοῦ ἁ­γί­ου Κυ­ρίλ­λου: «Ἐ­θε­λο­ντής δι­α­νεύ­ει ἕκα­στος ἐ­πί τῷ προ­σκρού­ειν τῷ Θε­ῷ». Μέ δι­κή του ἐ­πι­λο­γή.                   n