fruits

(Ἰω. 1, 44-52)

Η ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΙΣΤΗ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
Ὁμιλία στόν Ἅγιο Χαράλαμπο Πρεβέζης στίς 29/2/2004

Μή μένετε στά βλεπόμενα

Σήμερα εἶναι ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας. Δηλαδή πανυγηρίζομε τόν θρίαμβο τῆς ἀληθινῆς πίστης. Θρίαμβο ἐναντίον τῶν ψεύτικων ἐντυπώσεων πού σχηματίζει ὁ ἄνθρωπος γιά τόν Χριστό καί γιά τήν Ἐκκλησία.
Κάθε αἵρεση καί κάθε καινούργια δοξασία καί θεωρία εἶναι ἕνα λάθος γιατί ἀποπλανᾶ ἀπό τήν ἀληθινή πίστη, ἀπό τήν μόνη ἀλήθεια, πού εἶναι ὅτι:
Τόν κόσμο τόν δημιούργησε ὁ Θεός.
Ὅτι ὅλοι εἴμαστε πλάσματά του.
Ὅτι ὁ Θεός εἶναι πανάγαθος Πατέρας.
Καί ὅτι γιά μᾶς, γιά νά μᾶς μαζέψει κοντά του, ἔστειλε στόν κόσμο τόν Υἱό του ὁμοούσιο καί συνάναρχο. Ἐξ' ἴσου Θεό μέ τόν Πατέρα Θεό.
Ὀρθοδοξία εἶναι, νά πιστεύει κανείς ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου. Ὅτι εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Γι' αὐτό σήμερα διαβάσαμε τό Εὐαγγέλιο πού λέγει:
Πῆγε ὁ Φίλιππος, πού γνώριζε τόν Χριστό, στό Ναθαναήλ καί τοῦ εἶπε:
-Εὑρήκαμε τόν Ἰησοῦν τόν ἀπό Ναζαρέτ. Τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ.
-Ἀπό τήν Ναζαρέτ; Βγαίνει τίποτε καλό καί μεγάλο; Δέν εἶναι δυνατόν.
Ἔτσι ἔλεγε τό μυαλό τοῦ ἀνθρώπου, ἡ σκέψη τοῦ ἀνθρώπου, τά φιλοσοφήματα, τά ψευτοφιλοσοφήματα τῶν ἀνθρώπων.
Τοῦ ἀπαντάει ὁ Φίλιππος:
-Ἔρχου καί ἴδε.
Τί νά ρθεῖ νά δεῖ. Ἕνα σχῆμα ἐξωτερικό. Καί τούς ἱερεῖς τούς βλέπομε. Ἀλλά ἅμα τούς βλέπομε χωρίς τήν ἱερωσύνη, τί βλέπομε; Τίποτε.
Καί τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ τήν βλέπομε. Ἅμα ὅμως δέν βλέπομε, διά τῆς εἰκόνας, τόν Θεό τῆς δόξης, τί τήν θέλομε καί τήν βλέπομε;

Ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, κέντρο τοῦ κόσμου

Πῆγε ὁ Ναθαναήλ καί στάθηκε μπροστά στόν Χριστό. Τοῦ λέει ὁ Χριστός:
-Καλώσ' τόν καλό Ἰσραηλίτη, πού δέν ἔχει μέσα στήν καρδιά του δόλο.
Παραξενεύτηκε ὁ Ναθαναήλ καί τόν ρώτησε:
-Πόθεν μέ γινώσκεις; Ποῦ μέ ξέρεις;
-Σέ εἶδα πρίν ἀπό λίγο πού ἤσουν κάτω ἀπό μιά συκιά. Τί σκεπτόταν; Ὁ Θεός ξέρει.
Ἀλλά ὁ Χριστός τοῦ ἔδωσε νά καταλάβει μιά ἀλήθεια: Ὅτι ὅλα ὅσα σκεπτόταν ἐκείνη τήν στιγμή, τά ἤξερε. Τά ἤξερε καλύτερα ἀπό τόν ἴδιο.
Καί ὁμολόγησε ὁ Ναθαναήλ καί εἶπε:
-Σύ εἶσαι Κύριε, ὁ λυτρωτής τοῦ Ἰσραήλ, ὁ λυτρωτής τοῦ κόσμου.
Ὁ Χριστός τοῦ εἶπε τότε, τήν πιό παράξενη κουβέντα πού μπορεῖ νά φανταστεῖ κανείς:
-Καλά τό εἶπες, καί ἀπ' ἄρτι, ἀπ' αὐτή τήν ὥρα θά βλέπετε, ὄχι θά δεῖτε κάποια στιγμή, θά βλέπετε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ ἀναβαίνοντας καί καταβαίνοντας ἐπί τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ βλέπετε ἕναν ἄνθρωπο τώρα, ἐξωτερικό περίβλημα ἁπλό, συνηθισμένο, καταφρονεμένο. Πόσους ἀνθρώπους μπορεῖ νά ἐξολοθρεύσει μιά βόμβα; Πόσους ἕνας πυροβολισμός; Πόσους ἕνας ἄλλος τρόπος;
Τό πιό ἐξευτελισμένο πράγμα σήμερα, παρόλα τά δικαιώματά του, κοντεύει νά καταντήσει ὁ ἄνθρωπος.
«Ἀπ' ἄρτι», εἶπε ὁ Χριστός, «ἀπ' αὐτή τήν στιγμή, θά βλέπετε τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν γύρω ἀπό αὐτόν τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου. Θά βλέπετε, ὅτι ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου, εἶναι τό κέντρο ὄχι μόνο τῆς γῆς, ἀλλά καί τῶν ἄνω. Ὅλου τοῦ κόσμου».
Θά παραξενεύεται κανείς καί θά λέει:
-Ποῦ τό εἴδαμε ἐμεῖς ποτέ, ὅτι ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί ὅτι οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν γύρω ἀπό τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου;
Ἀδελφέ μου, σύ πού λές αὐτά τά πράγματα, πῶς περπατᾶς σ' αὐτό τόν κόσμο; Μέ τό κεφάλι κάτω; Στηριγμένο στή γῆ; Στό δρόμο; Στό χῶμα;
Καί πῶς θέλεις νά δεῖς «τούς οὐρανούς ἀνεωγότας»;
-Ὄχι τό σηκώνω τό κεφάλι μου!
-Τά μάτια σου σηκώνεις. Τά μάτια αὐτοῦ τοῦ σώματος τά σήκωσες γιά μιά στιγμή πρός τά ἄνω. Ὅπως τά σηκώνουν ὅλα τά ζῶα καί τά ζωΰφια. Καί νόμισες ὅτι σήκωσες τά μάτια σου πρός τόν οὐρανό; Γιά νά τόν ἰδεῖς ἄν ἄνοιξε; Καί ἄν ἀρχίζουν οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου;

Ἀλλιῶς ἀνοίγουν τά μάτια

Ἀλλιῶς ἀνοίγομε τά μάτια, ὅταν κοιτάζομε κατά τόν οὐρανό. Ἀλλιῶς πρέπει, καί ἄλλα μάτια πρέπει νά ἀνοίξουν μέσα σου, γιά νά δεῖς «τόν οὐρανό ἀνεωγότα καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν ἐπί τόν Υἱόν τοῦ ἀνθρώπου».
Πῶς γίνεται αὐτό;
Ἄς ἀκούσομε μιά ἁπλή ἀληθινή ἱστορία, ὅπως τήν περιγράφει ἕνας κληρικός.
Ἦταν ἕνας ἄνθρωπος, τόν ὁποῖο ἄν ἤθελες νά τόν περιγράψεις θά τόν ἔλεγες: «παχύδερμο» ἀπό ἐκεῖνα πού περιγράφει ὁ Ἰονέσκο.
Οὔτε σέ φιλοσοφίες ἔδινε σημασία, οὔτε σέ θρησκεῖες, οὔτε σέ πίστη, οὔτε σέ πνευματική ζωή, οὔτε σέ τίποτε ἄλλο παρά μόνο στήν τσέπη του καί στό σαρκίο του. Βέβαια τήν τσέπη του τήν ἤθελε γεμάτη μόνο γιά τό σαρκίο του.
Τί ἦταν; Μόνο ἕνα κομμάτι γῆς. Ἕνα ρυπαρό κομμάτι τῆς γῆς. Μόλυσμα καί ἑστία μολυσμοῦ. Πρόκληση γιά τούς ἄλλους γιά νά καταντήσουν σάν κι' αὐτόν.
Καί λοιπόν τί ἔγινε; Τοῦ ἦλθε μιά ἐπίσκεψη. Ποιά ἦταν ἡ ἐπίσκεψη; Ὁ καρκίνος. Καί ἄρχισε ἡ ἀντίστροφη μέτρηση. Τότε ἐκεῖνα πού δέν τά ὑπολόγιζε καθόλου ὅσο ἦταν γερός, ἄρχισε νά τά ὑπολογίζει.
Καί ζήτησε, γιά πρώτη φορά, ἐπικοινωνία μέ ἱερέα. Τήν δεύτερη φορά ζήτησε μιά εὐχή. Ἕνα σταύρωμα. Καί τήν τρίτη, ζήτησε νά ἐξομολογηθεῖ. Ἔπειτα θέλησε νά τόν μάθουν καμιά προσευχή, τί πρέπει νά λέει στό Θεό. Τέλος ζήτησε νά κοινωνήσει τά ἄχραντα Μυστήρια.
Ἀπό κεῖ καί πέρα ἔζησε ἕνα χρονικό διάστημα κατά τό ὁποῖο συνεχῶς προσευχόταν καί συνεχῶς ἔκλαιγε.
Ὅσο ἦταν καλά, ἡ ζωή του ἦταν ἕνας ἀγώνας νά ἀποτραβήξει τό παιδί του ἀπό τήν πορεία πρός τόν Χριστό, καί νά τό σπρώξει νά χαρεῖ τόν κόσμο καί τά ἀγαθά πού ἐκεῖνος εἶχε μαζέψει.
Μά στό τέλος ἔλεγε καί ἐπαναλάμβανε:
-Νά πᾶς παιδί μου, μέ ὅλη μου τήν ψυχή καί μέ τήν εὐχή μου, νά ἀφιερωθεῖς στόν Χριστό γιά νά σωθεῖς. Νά μήν καταντήσεις ὅπως κατάντησα ἐγώ. Πού σώζομαι μόνον χάρις εἰς τό ἀπέραντο ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καί ἄς ἔχει δόξα πού μοῦ ἄνοιξε τά μάτια.
Ἔτσι ἀνοίγουν τά μάτια. Ἤ μᾶλλον ἔτσι ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί. Γιατί μόνον τότε ἀνοίγουν οἱ οὐρανοί, ὅταν ἀνοίξουν τά μάτια τοῦ ἀνθρώπου καί βλέπει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου.
Ὅσο ὁ ἴδιος δέν αἰσθάνεται τόν Χριστό σωτήρα καί εὐεργέτη του, πηγή τῆς ζωῆς, πηγή τοῦ ἁγιασμοῦ, αἰτία καί πρόξενο τῆς αἰώνιας ζωῆς, οἱ οὐρανοί γι' αὐτόν εἶναι κλειστοί. Καί οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ, οὔτε «ἀναβαίνουν», οὔτε «καταβαίνουν ἐπί τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου».
Βέβαια οἱ ἄγγελοι κάνουν τό ἔργο τους καί «ἀναβαίνουν καί καταβαίνουν ἐπί τούς υἱούς τῶν ἀνθρώπων».
Καί στούς ἁγίους καί ἀγωνιστές, γιά νά τούς δοξάσουν καί νά τούς ἐνισχύσουν.
Καί στούς ἀδύνατους καί ἀμελεῖς, γιά νά τούς παρακινήσουν σέ μετάνοια καί νά τούς δείξουν τόν δρόμο πρός τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.

Ἡ ἐπέμβαση τῆς μάνας

Γράφει ὁ περίφημος ρῶσσος ἱερέας, π. Δημήτριος Ντοῦτκο:
Μιά ἡμέρα, ἦλθε μιά γριούλα στό σπίτι μου καί μοῦ εἶπε:
-Ἔλα πάτερ, ὁ γυιός μου πεθαίνει. Νά τόν ἐξομολογήσεις, νά κοινωνήσει. Νά μήν φύγει ἔτσι.
Ἑτοιμάστηκε καί πῆγαν.
Ἔφτασαν στό σπίτι, ἄνοιξε ἡ γριά, μπῆκαν μέσα καί τοῦ λέει:
-Ἄνοιξε αὐτή τήν πόρτα καί μπές. Εἶναι ὁ γυιός μου, κατάκοιτος. Ἑτοιμοθάνατος. Σέ περιμένει. Ἐγώ περιμένω ἀπ' ἔξω.
Ἀνοίγει ὁ παπάς τήν πόρτα, μπαίνει μέσα, ἀλλά νά· πετιέται ὅσο ἦταν δυνατό νά πεταχθεῖ ὁ ἑτοιμοθάνατος ἐπάνω καί ρωτᾶ ἀγριεμένος:
-Ποιός εἶναι;
-Ἐγώ.
-Ποιός εἶσαι σύ;
-Ὁ παπάς εἶμαι.
-Ὁ παπάς; Τί θέλει ὁ παπάς στό σπίτι μου; Καί ἄρχισε τίς βλαστήμιες.
-Συγγνώμη, τοῦ λέει. Δέν ἦλθα μόνος μου. Μέ φώναξες.
-Ἐγώ;
-Δέν ξέρω ἄν ἐσύ. Μιά γριούλα μέ ἔφερε ἐδῶ. Ἕνας δικός σου ἄνθρωπος μ' ἔφερε. Ποῦ τὄξερα ἐγώ;
-Ποιός ἄνθρωπος ἦταν αὐτός, πού σέ ἔφερε ἐδῶ;
Κοιτάζει ὁ παπάς, πάνω ἀπό τό προσκέφαλό του ἦταν ἡ φωτογραφία μιᾶς γυναίκα. Καί λέει:
-Νά ἐκείνη μέ φώναξε.
-Καί ποῦ εἶναι ἐκείνη;
-Ἀπ' ἔξω. Περιμένει. Στό ἄλλο δωμάτιο.
-Τί λές; Ξέρεις τί λές;
-Πῶς δέν ξέρω. Αὐτή μέ ἔφερε.
-Αὐτή εἶναι ἡ μάνα μου. Ἔχει πεθάνει δεκαπέντε χρόνια τώρα. Καί λέγοντας αὐτά ὁ ἄρρωστος καί βλέποντας τόν παπά νά τοῦ λέει τήν ἀλήθεια, αἰσθάνθηκε κάτι τό ἐντελῶς διαφορετικό. Τί αἰσθάνθηκε;
-Ἐκείνη τήν στιγμή, ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί καί κατάλαβε ὅτι ἀπό τόν οὐρανό κατέβηκε ἄγγελος τοῦ Θεοῦ ἡ μητέρα του καί πῆγε νά βρεῖ τόν παπά, νά τόν πάει κοντά του, γιά νά ἐξομολογηθῆ καί νά σωθῆ.
Καί εἶδε τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου νά ἔχεται ἐν δόξῃ γιά νά τόν παραλάβει. Ἐξομολογήθηκε, ζήτησε συγγνώμη, ζήτησε τήν Θεία Κοινωνία καί ἔφυγε γιά τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Πῶς καί πότε;
Ὄχι ἐπειδή τοῦ βάλαμε ἕνα κομματάκι ἀπό τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ στό στόμα του, ἐνῶ ἦταν πεθαμένος σωματικά καί ψυχικά.
Ἀλλά γιατί γι' αὐτόν ἄνοιξαν οἱ οὐρανοί, κατέβηκε ἄγγελος καί τόν ἔσπρωξε σέ μετάνοια.

Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία

Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία. Δέν εἶναι λεπτομέρειες. Δέν εἶναι τό λιβανάκι. Δέν εἶναι τά ὄμορφα προσκυνηταράκια. Αὐτά εἶναι λεπτομέρειες τῆς πίστεως. Ἀλλά ὄχι αὐτή ἡ πίστη.
Ἡ πίστη εἶναι ὅτι ὁ Χριστός εἶναι σωτήρας τοῦ κόσμου. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι γιά νά θυμίζουν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου.
Καί μέ τόν Χριστό ἑνώνεται ὁ ἄνθρωπος πῶς;
Ὅταν θά δεῖ τόν οὐρανό νά ἀνοίγει γι' αὐτόν. Καί τούς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νά ἀνεβαίνουν καί νά κατεβαίνουν εἰς τόν υἱόν τοῦ ἀνθρώπου. Δηλαδή στόν καθένα μας σάν «υἱό ἀνθρώπου».
Ἑνώνομαι δηλαδή μέ τόν Χριστό, τότε πού θά δῶ, νά ἀνοίγει ὁ ποταμός τῆς χάριτος ἀπό τόν οὐρανό καί νά ἔρχεται νά πλημμυρίζει τό σῶμα μου καί τήν ψυχή μου.
Αὐτό εἶπε ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, στόν ἀπόστολό του τόν Ναθαναήλ, γιά νά τό ἀκοῦμε ὅλοι.
Αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη πίστη.
Νά μᾶς φωτίζει ὁ Θεός νά ψάχνομε γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί προπαντός γιά τόν ἀρχηγό τῆς πίστεως τόν Κύριο καί σωτήρα μας Ἰησοῦν Χριστό. Ἀμήν.-