Η ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (Ματθ. 1, 1-25)
†ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ ΜΕΛΕΤΙΟΥ
(Διασκευή ὁμιλίας στίς 22/12/1991)
1. Τό μεγαλύτερο πρόβλημα
Στό σημερινό Εὐαγγέλιο ἀκούσαμε τόν ἄγγελο νά δίνει στόν Ἰωσήφ τήν ἐντολή: «Θά ὀνομάσετε Ἰησοῦν, τό παιδί πού θά γεννηθεῖ. Γιατί αὐτός θά σώσει τόν λαόν του ἀπό τῶν ἁμαρτιῶν τους». Ἰησοῦς, σημαίνει στά Ἑβραϊκά «Σωτήρας». Πού σώζει τόν λαό του ἀπό τίς ἁμαρτίες του.
Ἐμεῖς ἀδελφοί, συνηθίζουμε νά θεωροῦμε ἐχθρούς μας, τούς καταπιεστές μας, τούς ἐκμεταλλευτές μας. Ἐκείνους πού ἀπειλοῦν τήν ἀκεραιότητα τῆς πατρίδας μας. Καί ἐκείνους πού ἀπειλοῦν τά συμφέροντά μας· τά οἰκονομικά, τά ὑλικά. Ὁ ἄγγελος τοῦ Κυρίου, ἀπό τόν οὐρανό, κατ’ ἐντολή τοῦ ἀνάρχου Θεοῦ καί Πατρός, ἔρχεται καί μᾶς λέει κάτι τό καινούργιο. Ἔχετε ἀνάγκη περισσότερο ἀπό ἕνα σωτήρα πού θά σᾶς σώσει ἀπό τήν ἁμαρτία σας. Ἡ ἁμαρτία εἶναι χειρότερος ἐχθρός ἀπό τούς καταπιεστές καί τούς ἐκμεταλλευτές. Εἶναι χειρότερος ἐχθρός ὁ «μέσα» ἀπό τούς «ἔξω».
Αὐτό μᾶς εἶπε ὁ ἄγγελος, αὐτό μᾶς ἀπεκάλυψε ὁ Θεός. Ἀλλά ἐμεῖς, ὅπως τό διαπιστώνουμε, σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας, αὐτό τό ξεχνᾶμε. Τό ἀπωθοῦμε στό περιθώριο. Καί συναρπασμένοι ἀπό τά συνθήματα πού ἐπικρατοῦν γύρω μας, σφίγγουμε δόντια καί γροθιές καί εἴμαστε ἕτοιμοι νά ἐξορμήσουμε ἐναντίον μόνον τῶν ὁρατῶν ἐχθρῶν. Ξεχνώντας τόν μεγάλο αὐτό ἐχθρό πού λέγεται ἁμαρτία.
Γιατί τόν ξεχνᾶμε; Καί πῶς συμβαίνει καί τόν ξεχνᾶμε, ἐνῶ ἔχουμε τήν ἁγία μας Ἐκκλησία, πού μᾶς τό ὑπενθυμίζει τακτικά;
Ὅλα ὅσα ὑπάρχουν μέσα στήν Ἐκκλησία μας, τά λόγια τῶν ἁγίων Εὐαγγελίων, οἱ ἅγιες εἰκόνες, ὁ τίμιος Σταυρός, ἡ Θεία Κοινωνία, τά μυστήρια, καί ἰδιαίτερα ἡ ἱερά ἐξομολόγηση, μᾶς λένε: «Μή ξεχνᾶτε νά κάνετε καί μία ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ πού δέν εἶναι μερικά μέτρα ἀπόσταση ἀπό σᾶς, ἀλλά εἶναι ὄχι ἁπλά δίπλα σας, ἀλλά μέσα στήν καρδιά σας. Εἶναι κρυμμένος στό σοβαρότερο μέρος τοῦ ἑαυτοῦ σας»
Πῶς θά τό καταλάβουμε αὐτό; Γιατί ἄν δέν τό καταλάβουμε, πῶς θά ἀγωνιστοῦμε; Πῶς θά «βοηθήσουμε» τόν Κύριο μέ τήν δική μας διάθεση, νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἁμαρτία μας;
Κάποια φορά ἕνας ἄνθρωπος ἄκουσε ὅτι σέ κάποιο ἐρημικό μέρος κατοικοῦσε ἕνας ἀσκητής. Ὁ ὁποῖος ζοῦσε χωρίς τά μέσα πού κάνουν εὔκολη τή ζωή μας, χωρίς κρασάκι, χωρίς διασκέδαση, θά προσθέταμε σήμερα, χωρίς τηλεόραση καί χωρίς ὅλες τίς ἄλλες ἀπολαύσεις πού θεωροῦμε ἐμεῖς ὅτι ὀμορφαίνουν τή ζωή. Καί ἄκουγε ἀκόμη ὅτι αὐτός ὁ ἀσκητής, ζοῦσε ἐκεῖ ὄχι γιατί τόν εἶχαν δέσει, ὅπως δένουμε τά πρόβατά μας γιά νά βοσκήσουν καί δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά πᾶνε κάπου ἀλλοῦ. Ἀλλά ἔμενε στήν ἔρημο ἐπειδή ὁ ἴδιος τό θέλησε. Καί μάλιστα ἄκουγε ὅτι ἦταν πολύ εὐχαριστημένος ἀπό τή ζωή του.
Πῆγε λοιπόν νά τόν βρεῖ. Καί ἄρχισε ἐκεῖ νά κουβεντιάζει μαζί του. «Πῶς ἦρθες ἐδῶ; Καί τί εἶναι ἐκεῖνο πού σέ κάνει καί μένεις ἐδῶ;»
Ὁ ἀσκητής ἀπάντησε ὅτι εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὁ φόβος τῆς ἁμαρτίας καί ἡ ἐπιθυμία νά ἔχω καρδιά καθαρή, γιά τόν ἑαυτό μου καί γιά τόν καρδιογνώστη Θεό, πού βλέπει τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας. Καί ὅταν τόν ἀγαπᾶς σοῦ δίνει τήν χάρη του καί τήν εὐλογία του, ἡ ὁποία εἶναι ὁ μεγαλύτερος πλοῦτος στή ζωή. Ὁ ἐπισκέπτης ὅμως δέν μποροῦσε νά καταλάβει τίποτε ἀπό αὐτά. Τότε ὁ φτωχός καλόγηρος τόν πῆγε ἐκεῖ δίπλα σέ ἕνα μικρό πηγαδάκι. Πῆρε μιά πέτρα, τήν ἔρριξε μέσα καί τοῦ λέει:
-Γιά κοίταξε τί βλέπεις;
-Δέν βλέπω τίποτε. Ἔπεσε ἡ πέτρα καί κάνει κύματα, τά ὁποῖα δέν ἀφήνουν νά δῶ τίποτα μέσα στό πηγάδι.
Τοὔπιασε τήν κουβέντα ὁ καλόγηρος καί ἀφοῦ εἶπαν ἀρκετά, τόν ρώτησε:
-Γιά ξανακοίταξε τώρα μέσ’ στό πηγάδι, βλέπεις τίποτε;
Καί ἐκεῖνος εἶδε τό πρόσωπό του. Μέσα στό νερό ἔλαμπε τό πρόσωπό του. Ἀντικατοπτριζόταν ἡ μορφή του σάν νά ἦταν ἕνας ὑπέροχος καθρέφτης.
-Βλέπω τόν ἑαυτό μου, εἶπε.
-Ἔ, τοῦ λέει ὁ ἀκητής, αὐτό ἦρθα νά κάνω ἐδῶ, αὐτό πού δέν μπόρεσες μέ ὅσα σοῦ εἶπα νά τό καταλάβεις. Ἦρθα δῶ τόν ἑαυτό μου. Γιατί ἄν δέν τόν δῶ, πῶς θά τόν καθαρίσω;
Πῶς καθαρίζουμε τόν ἑαυτό μας;
Ἡ πρώτη καλή ἐνέργεια εἶναι νά σηκώσουμε τό χέρι μας, νά σφίξουμε τά δάχτυλά μας καί νά κάνουμε τό σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ λέγοντας: «Ἐλέησέ με Κύριε, λυπήσου με Κύριε, συγχώρησέ με Κύριε». Ἡ προσευχή εἶναι τό πρῶτο πλύσιμο τῆς ψυχῆς. Καί ὅσο περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ξέρει νά προσεύχεται, τόσο περισσότερο πλένει τήν ψυχή του.
Ἀλλά γιά νά φτάσουμε στόν πόθο νά κάνουμε προσευχή καί γιά νά καθαρίσουμε τόν ἑαυτό μας, χρειάζεται προηγουμένως νά κάνουμε κεῖνο πού ἔγινε μέ τό πηγάδι. Τώρα τό πηγάδι εἶναι ταραγμένο. Δέν βλέπουμε καλά τόν ἑαυτό μας. Δέν βλέπουμε τά πάθη τῆς καρδιᾶς μας. Ἄν δέν δημιουργήσουμε συνθῆκες καί προϋποθέσεις νά ἠρεμήσει τό νερό μέσα στό πηγάδι πού λέγεται «καρδιά μας, συναισθήματά μας, σκέψη μας, ἀληθινός ἑαυτός μας», ποτέ δέν θά μπορέσουμε νά δοῦμε τήν σημασία τῶν πράξεων καί τῶν παθῶν μας.
Καί ἄν δέν καταλάβουμε τήν σημασία τῶν πράξεων καί τῶν παθῶν μας, θά εἴμαστε φύλλα πού θά μᾶς πηγαίνουν οἱ ἄνεμοι τῆς μόδας, οἱ ἄνεμοι τῶν ἐντυπώσεων, οἱ ἄνεμοι τῶν λόγων τοῦ καθενός καί τῶν παρακινήσεων τοῦ καθενός, ὅπου θέλουν. Καί θά μᾶς πετᾶνε πότε στό ἕνα πάθος καί πότε στό ἄλλο.
2. Ἡ χειρότερη προβοκάτσια
Θά ἔχετε ἀκούσει ἀδελφοί τή λέξη «προβοκάτσια». Πῶς γίνεται ἡ προβοκάτσια; Ἐμεῖς εἴμαστε ἁπλοί ἄνθρωποι. Ποῦνά τά ξέρουμε ὅλα τά σκοτεινά τερτίπια τῆς πολιτικῆς; Καί τῆς κάθε κατεργαριᾶς τοῦ κάθε κόμματος. Ἔρχεται λοιπόν ἕνας ἰνστρούχτορας καί σπέρνει συνθήματα. Ἐμεῖς ἐνθουσιαζόμαστε. Καί τρέχουμε σάν ἀφιονισμένοι. Τρέχουμε νά ὑπηρετήσουμε τί; Σχέδια πού μερικές φορές εἶναι καταστροφή μας. Τέτοια προβοκάτσια μποροῦν νά ὀργανώσουν οἱ χειρότεροι ἐχθροί μας. Καί νά πέσουμε στήν παγίδα καί νά ὑπηρετοῦμε τούς χειρότερους ἐχθρούς τοῦ ἑαυτοῦ μας καί τῆς πατρίδας μας.
Ἀδελφοί. Τήν πιό ὕπουλη προβοκάτσια, τήν κάνει εἰς βάρος μας ὁ παμπόνηρος ἐχθρός μας, ὁ διάβολος. Καί τήν κάνει μέ ἕνα σωρό πράγματα τά ὁποῖα μᾶς φαίνονται ὄμορφα, πηγή χαρᾶς, πηγή εὐτυχίας, διασκέδαση.
Ἀλλά μέ τόν τρόπο αὐτό βάζει μέσα μας τό δηλητήριο πού λέγεται ἁμαρτία. Τό ὁποῖο τί κάνει; Μᾶς χωρίζει ἀπό τήν ἀληθινή πηγή τῆς ζωῆς, τῆς χαρᾶς καί τῆς εὐτυχίας, τόν Θεό. Καί ἔτσι παθαίνουμε τήν προσωρινή καί τήν αἰώνια καταστροφή. Γι’ αὐτό εἶπε ὁ ἄγγελος: «Θά ρθεῖ ὁ Χριστός νά σᾶς σώσει ἀπό τίς ἁμαρτίες σας. Ἄν τόν βοηθήσετε». Γιατί γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας ὁ Χριστός, χρειάζεται πρῶτα νά τό θέλουμε. Πρέπει ἀκόμη νά πιστέψουμε στό Χριστό. Νά ἐξασφαλίσουμε ἐσωτερική γαλήνη, γιά νά δοῦμε καλά τόν ἑαυτό μας. Νά καταλάβουμε ὅτι ἐχθροί μας εἶναι τά πάθη καί οἱ ἁμαρτίες μας καί νά ἐπιδιώξουμε νά ἀπαλλαγοῦμε ἀπό αὐτές μέ τήν ἐξομολόγηση καί τήν Θεία Κοινωνία.
Ἀλλά ὅταν ἀκοῦμε αὐτά τά λόγια, πού μᾶς προτρέπουν σέ πνευματικό ἀγώνα συνηθίζουμε καί λέμε: «Ὁ Θεός εἶναι εὔσπλαγχνος. Ὁ Θεός εἶναι πολυέλεος. Ὁ Θεός εἶναι ἀγαθός. Δέν εἶναι ψιλικατζής ὁ Θεός» Τί εἶναι αὐτά τά λόγια; Μία προβοκάτσια πού μᾶς κάνει νά ὑποτιμᾶμε τήν ἁμαρτία στηριζόμενοι στό ὅτι ὁ Θεός εἶναι πολυέλεος. Καί λέμε: «δέν πειράζει τοῦτο. Δέν πειράζει ἐκεῖνο. Ἔλα καημένε. Δέν πειράζει ἄν δέν νηστέψεις, δέν πειράζει ἄν δέν πᾶς Ἐκκλησία κτλ.» Τί παθαίνουμε μ’ αὐτόν τόν τρόπο; Ἀφήνουμε εἴσοδο τῆς ἁμαρτίας στήν καρδιά μας.
Ἄλλο παράδειγμα. Ἔρχεται ἕνα θλιβερό γεγονός. Σκοτώνεται ἕνας νέος σ’ ἕνα δυστύχημα. Ἀκριβῶς ἐκείνη τή στιγμή πού φαινόταν ὅλη ἡ χαρά καί ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς νά ἀνοίγεται διάπλατα μπροστά του. Καί καθόμαστε μερικές φορές καί κάνουμε τήν σκέψη: «Γιατί τό πῆρε ὁ Θεός; Τί κακό εἶχε κάνει τό παιδί; Γιατί ὁ Θεός εἶναι σκληρός; Γιατί μᾶς τιμώρησε;»
Νά μία ἄλλη προβοκάτσια τοῦ διαβόλου μέσα μας. Ἀντί νά δοῦμε πράγματα μέ ἠρεμία καί γαλήνη, νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τά γεγονότα κάτω ἀπό τό φῶς τοῦ Θεοῦ, ρίχνουμε μιά μεγάλη πέτρα, ἕναν ὀγκόλιθο μερικές φορές μέσα στό πηγάδι καί κάνουμε κυριολεκτικά τρικυμία. Ἀλλά ἔτσι πῶς νά δοῦμε τόν ἑαυτό μας καί τό θέλημα τοῦ Θεοῦ;
3. Ἡ ἀληθινή γαλήνη
Ὅποιος ζεῖ πνευματικά, ἀγωνίζεται νά ἀποκτήσει γαλήνη παθῶν, γαλήνη συναισθημάτων, γαλήνη καί ἠρεμία σκέψεως.
Τί σημαίνει γαλήνη παθῶν; Εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος βράζει ἀπό θυμό καί ζητᾶ νά ἐκδικηθεῖ, νά σκέπτεται σοβαρά, ἤρεμα καί νά αἰσθανθεῖ τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ; Εἶναι δυνατόν ἕνας ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει ὑποδουλωθεῖ στό πάθος τῆς πορνείας, νά δεῖ τά βάθη τῆς καρδιᾶς του καί νά καταλάβει τόν ἑαυτό του, εἴτε τή σχέση πού πρέπει νά ἔχει μέ τόν Θεό; Εἶναι δυνατόν ἄνθρωπος ὁ ὁποῖος ἔχει ἀποδεχθεῖ ταραχώδεις φιλοσοφίες, νά βρεῖ τόν δρόμο πρός τόν Θεό; Ἄν δέν ἐξασφαλίσει πρῶτα εἰρήνη, γαλήνη καί ἠρεμία στήν ψυχή του;
Ἀλλά ἡ γαλήνη καί ἠρεμία, ἔρχονται μέ τήν νίκη κατά τῶν παθῶν. Μέ τήν ἀγάπη καί μέ τήν ταπείνωση. Γι' αὐτό ἡ Ἐκκλησία λέγει: «ἀρχίζετε μέ τή νηστεία, προχωρεῖτε μέ τήν νίκη ἐναντίον τῶν παθῶν σας, ἔχετε ταπείνωση, ἀγάπη, καλή καρδιά»
Ὁ ἄνθρωπος πού ἀγωνίζεται ἐναντίον τῶν παθῶν του, εἶναι ἄγγελος Θεοῦ. Ὅταν τόν βλέπουμε, γεμίζει ἡ καρδιά μας γαλήνη καί ἀνακούφιση. Χαίρουμε καί ἀναπαύομαστε κοντά του.
Ἔτσι θέλει ὁ Θεός τήν κοινωνία τῶν ἀνθρώπων. Καί γι' αὐτό ἦρθε καί σταυρώθηκε γιά μᾶς. Γιά νά μᾶς σώσει ἀπό τίς ἁμαρτίες μας οἱ ὁποῖες μεταβάλλουν τή γῆ -πού ὁ Θεός τήν ἔφτειαξε Παράδεισο- σέ κόλαση.
Ἄς κάνουμε αὐτές τίς σκέψεις γιά τούς ἑαυτούς μας. Ἄς προσπαθήσουμε νά δοῦμε καλά τόν ἑαυτό μας, νά καταλάβουμε τί σημασία ἔχει γιά τή ζωή μας ἡ ἁμαρτία, γιά νά καταλάβουμε τί σημασία ἔχει καί ὁ σωτήρας μας Ἰησοῦς Χριστός. Γιά νά ξέρουμε τί λέμε ὅταν τόν δοξάζουμε μέ τά λόγια: «Δόξα σοι τῷ δείξαντι τό φῶς…»
Καί ὅταν ἀκοῦμε τούς ὑπόλοιπους στίχους τῆς δοξολογίας, πού λένε: «Κύριε ὁ Θεός, ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ ὁ Υἱός τοῦ Πατρός, ὁ αἴρων τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου, ἐλέησον ἡμᾶς ὁ αἴρων τάς ἁμαρτίας τοῦ κόσμου», νά τό λέμε μέ ὅλη μας τήν καρδιά καί νά αἰσθανόμαστε ὅτι μᾶς ἔσωσε ἀπό τήν ἁμαρτία. Καί τά λόγια καί οἱ ἔννοιες αὐτές κάθε μέρα νά μπαίνουν βαθύτερα στήν καρδιά μας, γιατί ἔτσι θά γίνουμε ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Γεμάτοι ἀπό τήν χαρά καί τήν εὐτυχία πού ὁ Θεός θέλει νά ἔχουμε. Ἀμήν.-